Τρόπος εξέτασης του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ΓΕΛ Πανελ. Εξετάσεις 2019-20

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες: Φώτης Κόντογλου, Το βλογημένο μαντρί


Fritz Von Uhde, Ο Χριστός στους χωρικούς. 1885-1887. Musee d' Orsay στο Παρίσι.

Φώτης Κόντογλου, Τὸ βλογημένο μαντρί  ή Γιάννης ο Βλογημένος

Η ιστορία του διηγήματος του Φώτη Κόντογλου Το βλογημένο μαντρί διαδραματίζεται μία κρύα νύχτα με χιονιά, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Είναι μία ιστορία-ύμνος για την αγάπη που ζεσταίνει τις καρδιές των απλών φτωχών ανθρώπων. Ας τη διαβάσουμε, για να αισθανθούμε καλύτερα:
"Κάθε χρόνο ὁ Ἅγιος Βασίλης τὶς παραμονὲς τῆς Πρωτοχρονιᾶς γυρίζει ἀπὸ χώρα σὲ χώρα κι ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, καὶ χτυπᾶ τὶς πόρτες γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς θὰ τὸν δεχτεῖ μὲ καθαρὴ καρδιά. Μία χρονιὰ λοιπόν, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ τράβηξε. Ἤτανε σὰν καλόγερος ἀσκητής, ντυμένος μὲ κάτι μπαλωμένα παλιοράσα, μὲ χοντροπάπουτσα στὰ ποδάρια του καὶ μ᾿ ἕνα ταγάρι περασμένο στὸν ὦμο του. Γι᾿ αὐτὸ τὸν παίρνανε γιὰ διακονιάρη καὶ δὲν τ᾿ ἀνοίγανε τὴν πόρτα. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἔφευγε λυπημένος, γιατὶ ἔβλεπε τὴν ἀπονιὰ τῶν ἀνθρώπων καὶ συλλογιζότανε τοὺς φτωχοὺς ποὺ διακονεύουνε, ἐπειδὴς ἔχουνε ἀνάγκη, μ᾿ ὅλο ποὺ αὐτὸς ὁ ἴδιος δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κανέναν, κι οὔτε πεινοῦσε, οὔτε κρύωνε.
Ἀφοῦ βολόδειρε(1) ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ, κι ἀφοῦ πέρασε ἀπὸ χῶρες πολλὲς κι ἀπὸ χιλιάδες χωριὰ καὶ πολιτεῖες, ἔφταξε στὰ ἑλληνικὰ τὰ μέρη, πού ῾ναι φτωχὸς κόσμος. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ χωριὰ πρόκρινε τὰ πιὸ φτωχά, καὶ τράβηξε κατὰ κεῖ, ἀνάμεσα στὰ ξερὰ βουνὰ ποὺ βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά(2).
Περπατοῦσε νύχτα κι ὁ χιονιᾶς βογκοῦσε, ἡ πλάση ἤτανε πολὺ ἄγρια. Ψυχὴ ζωντανὴ δὲν ἀκουγότανε, ἐξὸν ἀπὸ κανένα τσακάλι ποὺ γάβγιζε.
Ἀφοῦ περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ᾿ ἕνα ἀπάγκιο ποὺ ἔκοβε ὁ ἀγέρας ἀπό ῾να μικρὸ βουνό, κι εἶδε ἕνα μαντρὶ κολλημένο στὰ βράχια. Ἄνοιξε τὴν αὐλόπορτα ποὺ ἤτανε κανωμένη ἀπὸ ἄγρια ρουπάκια(3) καὶ μπῆκε στὴ μάντρα. Τὰ σκυλιὰ ξυπνήσανε καὶ πιάσανε καὶ γαβγίζανε. Πέσανε ἀπάνω του νὰ τὸν σκίσουνε· μά, σὰν πήγανε κοντά του, σκύψανε τὰ κεφάλια τους καὶ σερνόντανε στὰ ποδάρια του, γλείφανε τὰ χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα καὶ κουνούσανε παρακαλεστικὰ τὶς οὐρές τους.
Ὁ Ἅγιος σίμωσε στὸ καλύβι τοῦ τσομπάνου καὶ χτύπησε τὴν πόρτα μὲ τὸ ραβδί του καὶ φώναξε:
«Ἐλεῆστε με, χριστιανοί, γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν ἀποθαμένων σας! Κι ὁ Χριστὸς μᾶς διακόνεψε σὰν ἦρθε σὲ τοῦτον τὸν κόσμο!».
Ἡ πόρτα ἄνοιξε καὶ βγῆκε ἕνας τσομπάνης, παλικάρι ὡς εἰκοσιπέντε χρονῶ, μὲ μαῦρα γένια· καὶ δίχως νὰ δεῖ καλὰ καλὰ ποιὸς χτυποῦσε τὴν πόρτα, εἶπε στὸ γέροντα:
«Πέρασε μέσα στ᾿ ἀρχοντικό μας νὰ ζεσταθεῖς! Καλὴ μέρα καὶ καλὴ χρονιά!».
Αὐτὸς ὁ τσομπάνης ἤτανε ὁ Γιάννης ὁ Μπάικας, ποὺ τὸν λέγανε Γιάννη Βλογημένον, ἄνθρωπος ἀθῶος σὰν τὰ πρόβατα ποὺ βόσκαγε, ἀγράμματος ὁλότελα.
Μέσα στὴν καλύβα ἔφεγγε μὲ λιγοστὸ φῶς ἕνα λυχνάρι. Ὁ Γιάννης, σὰν εἶδε στὸ φῶς πὼς ὁ μουσαφίρης ἤτανε γέροντας καλόγερος, πῆρε τὸ χέρι του καὶ τ᾿ ἀνασπάστηκε καὶ τό ῾βαλε ἀπάνω στὸ κεφάλι του. Ὕστερα φώναξε καὶ τὴ γυναίκα του, ὡς εἴκοσι χρονῶ κοπελούδα, ποὺ κουνοῦσε τὸ μωρό τους μέσα στὴν κούνια. Κι ἐκείνη πῆγε ταπεινὰ καὶ φίλησε τὸ χέρι τοῦ γέροντα, κι εἶπε:
«Κόπιασε, παπποῦ, νὰ ξεκουραστεῖς».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης στάθηκε στὴν πόρτα καὶ βλόγησε τὸ καλύβι κι εἶπε:
«Βλογημένοι νά ῾σαστε, τέκνα μου, κι ὅλο τὸ σπιτικό σας! Τὰ πρόβατά σας νὰ πληθαίνουν ὡς τοῦ Ἰὼβ μετὰ τὴν πληγὴν καὶ ὡς τοῦ Ἀβραὰμ καὶ ὡς τοῦ Λάβαν! Ἡ εἰρήνη τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι μαζί σας!».
Ὁ Γιάννης ἔβαλε ξύλα στὸ τζάκι καὶ ξελόχισε(4) ἡ φωτιά. Ὁ Ἅγιος ἀπίθωσε σὲ μία γωνιὰ τὸ ταγάρι του, ὕστερα ἔβγαλε τὸ μπαλωμένο τὸ ράσο του κι ἀπόμεινε μὲ τὸ ζωστικό του. Τὸν βάλανε κι ἔκατσε κοντὰ στὴ φωτιά, κι ἡ γυναίκα τοῦ ῾βαλε καὶ μία μαξιλάρα ν᾿ ἀκουμπήσει.
Ὁ Ἅγιος Βασίλης γύρισε κι εἶδε γύρω του καὶ ξανάπε μέσα στὸ στόμα του:
«Βλογημένο νά ῾ναι τοῦτο τὸ καλύβι!».
Ὁ Γιάννης μπαινόβγαινε, γιὰ νὰ φέρει τό ῾να καὶ τ᾿ ἄλλο. Ἡ γυναίκα του μαγείρευε. Ὁ Γιάννης ξανάριξε ξύλα στὴ φωτιά.
Μονομιᾶς φεγγοβόλησε τὸ καλύβι μὲ μίαν ἀλλιώτικη λάμψη καὶ ἐφάνηκε σὰν παλάτι. Τὰ δοκάρια σὰν νά ῾τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οἱ πυτιὲς(5) ποὺ ἤτανε κρεμασμένες σὰν νὰ γινήκανε χρυσὰ καντήλια, καὶ τὰ τυροβόλια κι οἱ καρδάρες καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ σύνεργα ποὺ τυροκομοῦσε ὁ Γιάννης, λὲς κι ἤτανε διαμαντοκολλημένα. Καὶ τὰ ξύλα ποὺ καιγόντανε στὴ φωτιὰ εὐωδιάζανε σὰν μοσκολίβανο καὶ δὲν τρίζανε, ὅπως τρίζανε τὰ ξύλα τῆς φωτιᾶς, παρὰ ψέλνανε σὰν τοὺς ἀγγέλους πού ῾ναι στὸν Παράδεισο.
Ὁ Γιάννης ἤτανε καλὸς ἄνθρωπος, ὅπως τὸν ἔφτιαξε ὁ Θεός.
Φτωχὸς ἤτανε, εἶχε λιγοστὰ πρόβατα, μὰ πλούσια καρδιά: «Τῇ πτωχείᾳ τὰ πλούσια!». Ἤτανε αὐτὸς καλός, μὰ εἶχε καὶ καλὴ γυναίκα. Κι ὅποιος τύχαινε νὰ χτυπήσει τὴν πόρτα τους, ἔτρωγε κι ἔπινε καὶ κοιμότανε. Κι ἂν ἤτανε καὶ πικραμένος, ἔβρισκε παρηγοριά. Γι᾿ αὐτὸ κι ὁ Ἅγιος Βασίλης κόνεψε στὸ καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονὴ τῆς χάρης του, κι ἔδωσε τὴν εὐλογία του.
Κείνη τὴ νύχτα τὸν περιμένανε ὅλες οἱ πολιτεῖες καὶ τὰ χωριὰ τῆς οἰκουμένης, ἀρχόντοι, δεσποτάδες κι ἐπίσημοι ἀνθρώποι, πλὴν ἐκεῖνος δὲν πῆγε σὲ κανέναν τέτοιον ἄνθρωπο, παρὰ πῆγε στὸ μαντρὶ τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου.
Σὰν βολέψανε τὰ πρόβατα, μπῆκε μέσα ὁ Γιάννης καὶ λέγει στὸ γέροντα:
«Γέροντα, μεγάλη χαρὰ ἔχω ἀπόψε ποὺ ἦρθες, ν᾿ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς κανένα γράμμα, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἐκκλησία κοντά μας, μήτε κἂν ῥημοκλήσι. Ἐγὼ ἀγαπῶ πολὺ τὰ γράμματα τῆς θρησκείας μας, κι ἂς μὴν τὰ καταλαβαίνω, γιατὶ εἶμαι ξύλο ἀπελέκητο. Μία φορὰ μᾶς ἦρθε ἕνας γέροντας Ἁγιονορίτης καὶ μᾶς ἄφησε τούτη τὴν ἁγιωτικὴ φυλλάδα, κι ἂν λάχει νὰ περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιὰ φορά, τὸν βάζω καὶ τὴ διαβάζει. Ἐγὼ ὅλα ὅλα τὰ γράμματα ποὺ ξέρω εἶναι τρία λόγια ποὺ τά ῾λεγε ἕνας γραμματιζούμενος, ποὺ ἔβγαζε λόγο στὸ χωριό, δυὸ ὧρες ἀπὸ δῶ, κι ἀπὸ τὶς πολλὲς φορὲς ποὺ τά ῾λεγε, τυπωθήκανε στὴ θύμησή μου. Αὐτὸς ὁ γραμματικὸς ἔλεγε καὶ ξανάλεγε: ῾Σκώνιτι οὐ μήτηρ του κι τοὺν ἀνισπάζιτι κι τοῦ λέγ᾿: Τέκνου μου! Τέκνου μου!᾿. Αὐτὰ τὰ γράμματα ξέρω...».
Ἤτανε μεσάνυχτα. Ὁ ἀγέρας βογγοῦσε. Ὁ Ἅγιος Βασίλης σηκώθηκε ἀπάνου καὶ στάθηκε γυρισμένος κατὰ τὴν ἀνατολὴ κι ἔκανε τὸ σταυρό του τρεῖς φορές. Ὕστερα ἔσκυψε καὶ πῆρε ἀπὸ τὸ ταγάρι του μία φυλλάδα κι εἶπε:
«Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων!».
Ὁ Γιάννης πῆγε καὶ στάθηκε ἀπὸ πίσω του καὶ σταύρωσε τὰ χέρια του. Ἡ γυναίκα του βύζαξε τὸ μωρὸ καὶ πῆγε κι ἐκείνη καὶ στάθηκε κοντὰ στὸν ἄντρα της.
Κι ὁ γέροντας εἶπε τὸ «Θεὸς Κύριος» καὶ τ᾿ ἀπολυτίκιο τῆς Περιτομῆς «Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες», χωρὶς νὰ πεῖ καὶ τὸ δικό του τ᾿ ἀπολυτίκιο, ποὺ λέγει : «Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου». Ἔψελνε γλυκὰ καὶ ταπεινά, κι ὁ Γιάννης κι ἡ Γιάνναινα τὸν ἀκούγανε μὲ κατάνυξη καὶ κάνανε τὸ σταυρό τους. Κι εἶπε ὁ Ἅγιος Βασίλης τὸν ὄρθρο καὶ τὸν κανόνα τῆς ἑορτῆς «Δεῦτε λαοί, ἄσωμεν», χωρὶς νὰ πεῖ τὸ δικό του κανόνα «Σοῦ τὴν φωνὴν ἔδει παρεῖναι, Βασίλειε». Κι ὕστερα εἶπε ὅλη τὴ λειτουργία κι ἔκανε ἀπόλυση.
Καθίσανε στὸ τραπέζι καὶ φάγανε, ὁ Ἅγιος Βασίλειος ὁ Μέγας, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος, ἡ γυναίκα του κι ὁ μπάρμπα - Μάρκος ὁ Βουβός, ποὺ τὸν εἶχε συμμαζέψει ὁ Γιάννης καὶ τὸν βοηθοῦσε.
Καί, σὰν ἀποφάγανε, ἔφερε ἡ γυναίκα τὴ βασιλόπιτα καὶ τὴν ἔβαλε ἀπάνω στὸ σοφρᾶ. Κι ὁ Ἅγιος Βασίλης πῆρε τὸ μαχαίρι καὶ σταύρωσε τὴ βασιλόπιτα κι εἶπε:
«Εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!».
Κι ἔκοψε τὸ πρῶτο τὸ κομμάτι κι εἶπε: «τοῦ Χριστοῦ», ἔκοψε τὸ δεύτερο κι εἶπε: «τῆς Παναγίας», κι ὕστερα ἔκοψε τὸ τρίτο καὶ δὲν εἶπε: «τοῦ Ἁγίου Βασιλείου», ἀλλὰ εἶπε: «τοῦ νοικοκύρη τοῦ Γιάννη τοῦ Βλογημένου!».
Πετάγεται ὁ Γιάννης καὶ τοῦ λέγει:
«Γέροντα, ξέχασες τὸν Ἅη-Βασίλη!».
Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ἀλήθεια, τὸν ξέχασα!».
Κι ἔκοψε ἕνα κομμάτι κι εἶπε:
«Τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Βασιλείου!».
Ὕστερα ἔκοψε πολλὰ κομμάτια, καὶ σὲ κάθε ἕνα ποὺ ἔκοβε ἔλεγε: «τῆς νοικοκυρᾶς», «τοῦ μωροῦ», «τοῦ δούλου τοῦ Θεοῦ Μάρκου τοῦ μογιλάλου(6)», «τοῦ σπιτιοῦ», «τῶν ζωντανῶν», «τῶν φτωχῶν».
Λέγει πάλι ὁ Γιάννης στὸν Ἅγιο:
«Γέροντα, γιατί δὲν ἔκοψες γιὰ τὴν ἁγιοσύνη σου;».
Τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος:
«Ἔκοψα, εὐλογημένε!».
Μὰ ὁ Γιάννης δὲν κατάλαβε τίποτα, ὁ καλότυχος!
Ἔστρωσε ἡ γυναίκα, γιὰ νὰ κοιμηθοῦνε. Σηκωθήκανε νὰ κάνουνε τὴν προσευχή τους. Ὁ Ἅγιος Βασίλης ἄνοιξε τὶς ἀπαλάμες του κι εἶπε τὴν δική του τὴν εὐχή, ποὺ τὴ λέγει ὁ παπᾶς στὴ λειτουργία:
«Κύριος ὁ Θεός μου, οἶδα ὅτι οὔκ εἰμι ἄξιος, οὐδὲ ἱκανός, ἴνα ὑπὸ τὴν στέγην εἰσέλθῃς τοῦ οἴκου τῆς ψυχῆς μου...».
Σὰν τελείωσε τὴν εὐχὴ κι ἑτοιμαζόντανε νὰ πλαγιάσουνε, τοῦ λέγει ὁ Γιάννης :
«Ἐσύ, γέροντα, ποῦ ξέρεις τὰ γράμματα, πές μας σὲ ποιὰ παλάτια ἄραγες πῆγε ἀπόψε ὁ Ἅη-Βασίλης; Οἱ ἀρχόντοι κι οἱ βασιλιάδες τί ἁμαρτίες μπορεῖ νά ῾χουνε; Ἐμεῖς οἱ φτωχοὶ εἴμαστεν ἁμαρτωλοὶ καὶ κακορίζικοι, ἐπειδὴς ἡ φτώχεια μᾶς κάνει νὰ κολαζόμαστε!».
Ὁ Ἅγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι ἀπάνω, ἅπλωσε τὶς ἀπαλάμες του καὶ ξαναεῖπε τὴν εὐχὴ ἀλλιώτικα:
«Κύριε ὁ Θεός μου, οἶδας ὅτι ὁ δοῦλος Ἰωάννης ὁ ἁπλοῦς, ἄξιός ἐστιν καὶ ἱκανός, ἵνα ὑπὸ τὴν στέγην αὐτοῦ εἰσέλθῃς, ὅτι νήπιος ὑπάρχει, καὶ τῶν τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν...».
Καὶ πάλι δὲν κατάλαβε τίποτα ὁ Γιάννης ὁ καλότυχος, ὁ Γιάννης ὁ Βλογημένος."
Λεξιλόγιο
1. Βολοδέρνω - βασανίζομαι γυρνώντας ἀπὸ δῶ κι ἀπὸ κεῖ
2. Λεμπεσουριὰ - φτωχολογιά
3. Ρουπάκι - ἀγριοβελανιδιά
4. Ξελοχίζω - ζωηρεύω τὴ φωτιά
5. Πυτιὰ (ἡ) - μαγιὰ ἀπ᾿ τὴν ὁποία γίνεται τὸ τυρί
6. Μογιλάλος - βουβός

Ακούστε την Άννα Συνοδινού να διαβάζει το Βλογημένο Μαντρί  του Φώτη Κόντογλου. http://www.youtube.com/watch?v=qP8pGMc2e-g



Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

Η Γέννηση του Χριστού στη βυζαντινή αγιογραφία: ένα κείμενο του Φώτη Κόντογλου

Φώτης Κόντογλου, Η Γέννηση του Χριστού στην αγιογραφία


    Οι παρακάτω εικόνες είναι από τις πιο χαρακτηριστικές της βυζαντινής αγιογραφίας που απεικονίζουν τη Γέννηση του Χριστού. Στις βυζαντινές εικόνες η σκηνή του θείου συμβάντος, της Γέννησης, διαδραματίζεται στο εσωτερικό ενός βραχοσκέπαστου σπηλαίου...Συνήθως βλέπουμε ένα σπήλαιο περίκλειστο με βράχια και εντός του σπηλαίου μία φάτνη με το φωτοστεφανωμένο φασκιωμένο θείο Βρέφος υπό το σοβαρό και αθώο βλέμμα μίας αγελάδας και ενός αλόγου ή γαϊδουριού...η γλυκύτατη Μητέρα-Παναγία είναι ξαπλωμένη πάνω σ' ένα στρωσίδι δίπλα στο νεογέννητο Βρέφος και το κοιτάζει με άπειρη τρυφερότητα και ίσως δέος... Πάνω και έξω από το σπήλαιο χαρούμενα αγγελάκια άδουν, ένας άγγελος μεταφέρει τη χαρμόσυνη είδηση στο βοσκό, κάτω ο γέροντας Ιωσήφ κάθεται συλλογισμένος, στη μία πλευρά οι τρεις μάγοι-βασιλείς έρχονται να προσκυνήσουν, στην άλλη πλευρά οι βοσκοί με τα πρόβατα...υπάρχουν και άλλες σκηνές σε παραλλαγές που απεικονίζονται στο κάτω μέρος των εικόνων...
   Ο Φώτης Κόντογλου περιγράφει στο κείμενό του Η Γέννηση στην αγιογραφία τα χαρακτηριστικά του βυζαντινού τύπου εικόνων που απεικονίζουν το θέμα της Γέννησης του Χριστού.

Η Γέννηση του Χριστού. 15ος αιώνας. Φορητή εικόνα. Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών.

Η Γέννηση του Χριστού. Περίπου 1310-1320. Ναός του Αγ. Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη

Η Γέννηση του Χριστού. 13ος αιώνας. Από το Πρωτάτο του Αγ. Όρους.

Η Γέννηση του Χριστού. 1192. Μοναστήρι Αράκου στην Κύπρο.


   Aς διαβάσουμε πώς περιγράφει ο Φώτης Κόντογλου τον τύπο των βυζαντινών εικόνων με θέμα τη Γέννηση του Χριστού.
Φώτης Κόντογλου, Ἡ Γέννηση στὴν Ἁγιογραφία
[…]
Ὁ τύπος τῆς Γεννήσεως στοὺς βυζαντινοὺς εἶναι τοῦτος: Στὴ μέση στέκεται ἕνα σπήλαιο σὰν ἀπὸ κρουστάλινα βράχια περισκεπασμένο. Μέσα στὸ μαῦρο ἄνοιγμά του εἶναι μία φάτνη καὶ μέσα βρίσκεται ἕνα μωρὸ φασκιωμένο, ὁ Χριστός, κι᾿ ἀπό-πάνω του τὸν ἀχνίζουνε μὲ τὸ χνῶτο τους ἕνα βόδι κ᾿ ἕνα γαϊδούρι εἴτε ἄλογο. Ἡ Παναγία εἶναι ξαπλωμένη πλάγι στὸ τέκνο της ἀπάνω σ᾿ ἕνα στρωσίδι, ὅπως συνηθίζουνε στὴν Ἀνατολή. Στὸ ἀπάνω μέρος ἀπό τὰ δεξιὰ εἶναι χορὸς Ἀγγέλων σὲ στάση δεήσεως, ενῶ ἀπὸ τ᾿ ἀριστερὰ ἕνας ἄλλος ἄγγελος μὲ φτερὰ ἀνοιχτά, μιλᾶ μὲ τοὺς τσομπάνηδες σὰν νὰ τοὺς λέγει τὴ χαροποιὰ τὴν εἴδηση. Στο κάτω μέρος απὸ τὰ δεξιὰ παριστάνεται ὁ γέρο Ἰωσὴφ καθισμένος σ᾿ ἕνα κοτρόνι καὶ συλλογίζεται μὲ τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο στὸ χέρι του, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ λέγει «ἠβουλήθη λάθρα ἀπολῦσαι αὐτήν», καθ᾿ ὅσον δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσει την Παναγία ποὺ γέννησε δίχως νἄναι δικό του τὸ παιδί. Μπροστά του στέκεται ἕνας γέρος τσομπάνης ἀκουμπισμένος στὸ ραβδί του, ντυμένος μὲ προβιά, καὶ τοῦ μιλᾶ σὰ νὰ θέλει νὰ τὸν παρηγορήσει. Στὰ ἀριστερὰ εἶναι καθισμένη μιὰ γρηὰ ποὺ βαστᾶ στὴν ἀγκαλιά της τὸ νεογέννητο γυμνό, καὶ δοκιμάζει μὲ τὸ χέρι της τὸ ζεστὸ νερὸ μέσα σὲ μιὰ κολυμπήθρα, ἐνῶ μιὰ μικρὴ χωριατοπούλα μὲ τὸ τσεμπέρι χύνει νερὸ γιὰ νὰ κολυμπήσουνε τὸ μωρό. Γύρω τους κι᾿ ἀπάνω στὶς ραχοῦλες βοσκᾶνε πρόβατα, κάθουνται ξαπλωμένα καὶ δυὸ τρία μαντρόσκυλα. Ἕνας τσομπάνης ἀρμέγει. Πίσω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ φαίνουνται μέσα στὸ βουνὸ οἱ τρεῖς μάγοι καβαλλικεμένοι στἄλογα, ὁ ἕνας σὲ ἄσπρο, ὁ ἄλλος σὲ μαῦρο κι᾿ ὁ ἄλλος σε κόκκινο. Ἡ Παναγία ζωγραφίζεται καὶ γονατιστὴ, μὰ αὐτὸ θαρρῶ πὼς φραγκοφέρνει. Ἡ σκηνὴ μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ κολυμπᾶνε τὸ βρέφος εἶναι παρμένη ἀπὸ τ᾿ Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια. Εἶναι παράξενο πῶς οἱ βυζαντινοὶ ζωγράφοι ποὺ ἤτανε ὀρθοδοξώτατοι, βάζουνε στὶς εἰκόνες τους κάποιες σκηνὲς ποὺ δὲν εἶναι γραμμένες στὸ Εὐαγγέλιο, παίρνοντάς τες ἀπὸ βιβλία ποὺ δὲν εἶναι Κανονικά. Στὸ Μυστρᾶ, στὸ Καχριὲ Τζαμὶ κι᾿ ἀλλοῦ εἶναι ζωγραφισμένα ἐπεισόδια ἀπὸ τὴ ζωὴ τῆς Παναγίας παρμένα ἀπὸ τὸ λεγόμενο Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου ποὺ δὲν εἶναι Κανονικό. Ἀλλά τέτοια καθέκαστα εἶναι ζωγραφισμένα στὰ Εἰσόδια, στὸν Εὐαγγελισμό, στὴν ζωὴ Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννης, κλπ. Γιὰ τὴ Γέννηση βρίσκεται γραμμένο στὰ Ἀπόκρυφα πὼς σὰν πιάσανε οἱ πόνοι τὴν Παναγία, πῆγε ὁ Ἰωσὴφ νὰ βρεῖ καμμιὰ μαμή, καὶ βρῆκε μιὰ γρηὰ ποὺ τὴ λέγανε Σαλώμη, κι᾿ αὐτὴ ἔπλυνε τὸ παιδί. Σὲ κάποιες ἀρχαῖες τοιχογραφίες εἶναι γραμμένο καὶ τὄνομα τῆς Σαλώμης. Στὰ πιὸ ὡραῖα εἰκονίσματα ἡ Παναγία παριστάνεται ξαπλωμένη κ᾿ ἔχει ἀκουμπισμένο τὸ κεφάλι της στὸ χέρι της, κ᾿ ἡ ἔκφρασή της εἶναι γλυκειὰ καὶ μελαγχολική, ἕνα πρᾶγμα πολὺ κατανυχτικό. Σὲ λιγοστὲς εἰκόνες εἶδα ζωγραφισμένα μάτια ἀπάνω στὸ σπήλαιο, σὰν νὰ εἶναι ζωντανό, ὅπως ζωγραφίζουνε πάλι σὲ σχέδιο ἀητοῦ, τὰ σύννεφα ποὺ σηκώνουνε τοὺς Ἀποστόλους στὴν Κοίμηση, στὴ Βάπτιση τὸν Ἰορδάνη σὰν γέρο καὶ τὴ θάλασσα σὰν νεράϊδα, τὶς πηγὲς τοῦ ποταμοῦ σὰν ἕναν πέτρινον ἄνθρωπο ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὸ στόμα του τὸ νερό, κ.ἄ. Ἡ Ἑρμηνεία τῶν Ζωγράφων τοῦ Διονυσίου τοῦ ἐκ Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων, γράφει γιὰ τὸν τύπο τῆς Γεννήσεως: «Σπήλαιον, καὶ ἔσω εἰς τὸ δεξιὸν μέρος ἡ Θεοτόκος βάλλουσα τὸ βρέφος ἐσπαργανωμένον μέσα εἰς τὴν φάτνην καὶ ἀριστερὰ ὁ Ἰωσὴφ γονατιστὸς ἔχων τὰ χέρια ἐσταυρωμένα· καὶ ὄπισθεν τῆς φάτνης ἕνα βόδι κ᾿ ἕνα ἄλογον βλέποντα τὸν Χριστὸν καὶ ὄπισθεν ποιμένες βαστάζοντες ράβδους καὶ βλέποντες μετὰ θάμβους τὸν Χριστόν. Καὶ ἔξωθεν τοῦ σπηλαίου πρόβατα καὶ ποιμένες, ὁ ἕνας λαλῶν αὐλὸν καὶ ἕτεροι βλέποντες ἄνω μετὰ φόβου. Καὶ ἐπάνωθεν αὐτῶν ἕνας ἄγγελος εὐλογῶν αὐτούς, καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο μέρος οἱ μάγοι μετὰ βάσιλικῆς στολῆς καθήμενοι ἐπάνω εἰς ἄλογα καὶ δεικνύοντες ἀλλήλοις τὸν ἀστέρα. Καὶ ἐπάνωθεν τοῦ σπηλαίου πλῆθος ἀγγέλων...».
Οἱ πιὸ ὡραῖες εἰκόνες τῆς Γεννήσεως ποὺ ἀφήσανε οἱ παληοὶ εὐσεβεῖς ἁγιογράφοι μας εἶναι κατὰ πρῶτον οἱ ψηφιδωτές τοῦ Δαφνιοῦ καὶ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ, ἔργα ἐξαίσια γιὰ ὅποιον νοιώθει τὴ βυζαντινὴ τέχνη καὶ δὲν θέλει σκηνοθεσίες καὶ ἐπιδείξεις κούφιες. Ἄλλη ὡραία εἰκόνα τῆς Γεννήσεως εἶναι στὴν Περίβλεπτο τοῦ Μυστρᾶ, ἴσως ἡ ὡραιότερη, καθὼς καὶ ἄλλη στὴν Παντάνασσα. Σπουδαία εἶναι καὶ ἡ Γέννηση στὸ Καχριὲ Τζαμὶ τῆς Πόλης (ἀρχαία Μονὴ τῆς Χώρας), τῆς Ὑπαπαντῆς στὰ Μετέωρα, στὰ μοναστήρια τοῦ Διονυσίου καὶ τοῦ Δοχειαρίου στ᾿ Ἅγιον Ὄρος, καθὼς καὶ τοῦ Ἁγίου Παύλου, στὸ μοναστήρι τῆς Μεταμορφώσεως στὰ Μετέωρα, καθὼς καὶ στὸ μοναστήρι τοῦ Βαρλαάμ, ἔργο τοῦ Φράγκου Κατελλάνου. Ὑπάρχουνε κι᾿ ἄλλες ἔμορφες Γεννήσεις σὲ ἀρχαῖα ἐξωκκλήσια, ὅλες στὸν ἴδιο τύπο ποὺ ἱστορήσαμε. Πλῆθος Γεννήσεις στολίζουνε τὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα, ὅπως εἶναι δυὸ ποὺ βρίσκουνται στὸ μοναστήρι τῶν Ἰβήρων. Τὸ ἁμαρτωλὸ χέρι μου ἀξιώθηκε νὰ ζωγραφίσει κάμποσες Γεννήσεις σὲ σανίδι, καὶ δυὸ σὲ τοιχογραφία, τὴ μιὰ στὸ οἰκογενειακὸ παρεκκλῆσι τοῦ Γ. Πεσμαζόγλου στὴν Κηφισιά, τὴν ἄλλη, σὲ πολὺ μεγάλο σχῆμα, στὴν ἐκκλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὸ Λιόπεσι.
Από το περιοδ.  ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, ἔτος β´, τόμος τέταρτος τεῦχος 45, Χριστούγενα 1949.

   Σύμφωνα με τον Κόντογλου, η παρακάτω εικόνα είναι ίσως η ωραιότερη (ή μία από τις ωραιότερες) εικόνες που "άφησανε οι παλιοί ευσεβείς αγιογράφοι" με θέμα τη Γέννηση του Χριστού.
Η Γέννηση του Χριστού. 14ος αιώνας. Τοιχογραφία. Ναός της Περιβλέπτου στο Μυστρά.

     Οι δύο παρακάτω βυζαντινότροπες τοιχογραφίες συμπεριλαμβάνονται στις εικόνες με θέμα τη Γέννηση του Χριστού που "αξιώθηκε να ζωγραφίσει το αμαρτωλό του χέρι", όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο ίδιος ο Φώτης Κόντογλου.

Φ. Κόντογλου, Η Χριστού Γέννησις. 1946. Τοιχογραφία. Ναός Ζωοδόχου Πηγής (Λιόπεσι).

Φ. Κόντογλου, Η Χριστού Γέννησις.

   Την ίδια εποχή, υπό την επιρροή των ελληνοκεντρικών αναζητήσεων της Γενιάς του Τριάντα, και ο Γιάννης Τσαρούχης ζωγράφισε βυζαντινότροπη Γέννηση του Χριστού.
Γ. Τσαρούχης, Η Γέννηση του Χριστού. 1946.

   Και μία βυζαντινότροπη τοιχογραφία της ιταλικής αναγέννησης, του γνωστού ζωγράφου Τζιόττο, με θέμα τη Γέννηση του Χριστού.

Giotto di Bondone, Η Γέννηση του Χριστού. 1304-1306. Τοιχογραφία στο παρεκκλήσι Scrovegni της Πάδοβας (Cappella Scrovegni-Padua).





Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

Πίνακες ζωγραφικής με θέμα το Χειμώνα: Β. Βαν Γκογκ, χιονισμένα τοπία


Ο χειμώνας στη ζωγραφική: Τα χιονισμένα τοπία του Βίνσεντ Βαν Γκογκ

   Τη δεκαετία του 1880 ο Βαν Γκογκ ζωγράφισε καμιά δεκαριά έργα με εικόνες χιονισμένων τοπίων στην ύπαιθρο. Σε κάποιους από αυτούς τους πίνακες η ανθρώπινη παρουσία είναι εμφανής...απεικονίζονται απλοί άνθρωποι της υπαίθρου, άνθρωποι που μοχθούν στο λευκό παγωμένο χιόνι.  Ασφαλώς, από τα πιο γνωστά χιονισμένα τοπία του διάσημου Ολλανδού ζωγράφου είναι οι δύο παρακάτω πίνακας που απεικονίζουν χιονισμένα χωράφια στην πόλη Αρλ. Στον πρώτο πίνακα απεικονίζει ένα χιονισμένο χωράφι, ενώ στο βάθος διακρίνεται αχνά η πόλη. Σε πρώτο πλάνο κάποια ξερά χόρτα που δεν έχουν καλυφθεί από χιόνι. 

Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Χιονισμένο τοπίο με την Αρλ στο βάθος. 1888. Ιδιωτική Συλλογή.

   Ο παρακάτω πίνακας είναι ο πρώτος (ή από τους πρώτους) πίνακας που ζωγράφισε μόλις έφθασε στην Αρλ το Φεβρουάριο του 1888. Όταν έφθασε στην Αρλ, βρήκε την πόλη χιονισμένη...το χιόνι όμως είχε αρχίσει να υποχωρεί... Στον πίνακα διακρίνουμε επιρροές από την ιαπωνική ζωγραφική που φαίνεται ότι ήδη είχε αρχίσει να γοητεύει τον Ολλανδό ζωγράφο.
Βίνσεντ Βαν Γκογκ, Χιονισμένο τοπίο. 1888. Guggenheim Museum-N. York.

    Στους πέντε παρακάτω πίνακες απεικονίζονται άνθρωποι της εργατικής τάξης στο χιόνι της γαλλικής υπαίθρου. Ο Βαν Γκογκ ζωγράφιζε συχνάς ανθρώπους της βιοπάλης στις καθημερινές τους ασχολίες.
Β. Βαν Γκογκ, Ανθρακωρύχοι στο χιόνι. 1882. Μουσείο Βαν Γκογκ-Άμστερνταμ.

Β. Βαν Γκογκ, Γυναίκες ανθρακορύχοι (που κουβαλούν σακιά με άνθρακα) στο χιόνι. 1882. Kröller-Müller Museum.
   Οι μαύρες φιγούρες έρχονται σε αντίθεση με το λευκό του χιονιού.


Β. Βαν Γκογκ, Συλλέκτες ξύλων. 1884. Ιδιωτική Συλλογή. Το ζωγράφισε στη Nuenen.

Β. Βαν Γκογκ, Γυναίκες που σκαλίζουν σε χιονισμένο χωράφι το ηλιοβασίλεμα. 1890. Στο ίδρυμα Ε. G. Bührle. Ζυρίχη-Ελβετία.

  Στους δύο προηγούμενους πίνακες είναι χαρακτηριστικός ο ήλιος που δύει...Ενώ στον παραπάνω πίνακα ο κυματοειδής ουρανός μας θυμίζει και άλλους πίνακες του Βαν Γκογκ. Ο Βαν Γκογκ ζωγράφισε τον πίνακα, όταν βρισκόταν στο ψυχιατρικό άσυλο του St. Rèmy.

Β. Βαν Γκογκ, Γυναίκα με  αξίνα στο χιόνι. 1883. Kröller-Müller Museum.



Β. Βαν Γκογκ, Το παλιό νεκροταφείο στη Nuenen με χιόνι. 1885. Ιδιωτική Συλλογή.

Β. Βαν Γκογκ, Χιονισμένο τοπίο με παλιό πύργο. Nuenen. 1883. Ιδιωτική Συλλογή.

Β. Βαν Γκογκ, Γειτονιά παλιών σπιτιών στην Antwerp με χιόνι. 1885. Mουσείο Βαν Γκογκ-Άμστερνταμ.

Β. Βαν Γκογκ, Χιονισμένο χωράφι με μία σβάρνα (σύμφωνα με τον Millet). 1890. Mουσείο Βαν Γκογκ-Άμστερνταμ.

http://www.vangoghgallery.com/catalog/Painting/497/Snowy-Landscape-with-Arles-in-the-Background.html
http://www.buehrle.ch/works_detail.php?lang=en&id_pic=88
http://www.kmm.nl/object/KM%20121.745/Women-carrying-sacks-of-coal-in-the-snow?artist=Vincent%20van%20Gogh%20(1853%20-%201890)&characteristic=&characteristic_type=&van=0&tot=0&start=207&fromsearch=1
http://www.kmm.nl/object/KM%20120.585/Woman-with-a-dung-fork-in-a-snowy-landscape?artist=Vincent%20van%20Gogh%20(1853%20-%201890)&characteristic=&characteristic_type=&van=0&tot=0&start=63&fromsearch=1
http://www.vangoghgallery.com/catalog/Painting/778/Wood-Gatherers-in-the-Snow.html
http://www.vangoghmuseum.nl/vgm/index.jsp?page=3578&lang=en
http://www.guggenheim.org/new-york/collections/collection-online/show-full/piece/?search=Vincent%20van%20Gogh&page=1&f=People&cr=1

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες: Ανδρέα Καρκαβίτσα, Θείον Όραμα

 
Ένα Χριστουγεννιάτικο διήγημα του Ανδρέα Καρκαβίτσα: Θείον Όραμα


   Το χριστουγεννιάτικο διήγημα Θείον Όραμα συμπεριλαμβάνεται στη γνωστή συλλογή θαλασσινών διηγημάτων του Ανδρέα Καρκαβίτσα Λόγια της Πλώρης (1889). Στα διηγήματα αυτά ο Καρκαβίτσας αφηγείται με ζωντάνια και αμεσότητα καθημερινές ιστορίες των απλών ανθρώπων της θάλασσας, ναυτικών και ψαράδων, υπερβαίνοντας την εξιδανίκευση και τη λαογραφία των ηθογραφικών κειμένων της εποχής του. Με ρεαλισμό που φθάνει συχνά έως το νατουραλισμό περιγράφει τις δύσκολες στιγμές του μόχθου των ναυτικών και των οικογενειών τους, αποτυπώνοντας με ευαισθησία "εικόνες" από τα βιώματα της καθημερινότητας των θαλασσινών που ο ίδιος γνώριζε και είχε ζήσει από κοντά.

Ανδρέας Καρκαβίτσας (1865-1922) Σπούδασε ιατρική και υπηρέτησε ως στρατιωτικός ιατρός στο ναυτικό. 
   
    Η κύρια ιστορία του διηγήματος διαδραματίζεται μία κρύα παραμονή Χριστουγέννων σ' ένα καΐκι που έχει αράξει σε κάποιο απόμερο και ερημικό όρμο της Μαύρης Θάλασσας για να αποφύγει την κακοκαιρία. Οι ναυτικοί προσπαθούν να διασκεδάσουν τη νοσταλγία για το σπίτι και την οικογένειά τους, τη θλίψη και τη μελαγχολία τους που βρίσκονται μακριά από τα αγαπημένα τους πρόσωπα αυτή την άγια μέρα...προσπαθούν να ζεστάνουν τις καρδιές τους...ένας από αυτούς, ο Κώστας ο Αξιώτης, θυμάται και διηγείται πώς περνούσε στο πατρικό σπίτι με την οικογένειά του την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν ήταν παιδί. Καθώς, λοιπόν, ανακαλεί από το παρελθόν τις αναμνήσεις του, θυμάται και διηγείται στους συντρόφους του και μία χριστουγεννιάτικη ιστορία που του είχε πει κάποια παραμονή Χριστουγέννων ο πατέρας του. Η ιστορία αναφέρεται στο όραμα-όνειρο που είδε η Παναγία τη νύχτα της Γέννησης του Χριστού.
   Όπως και στην περίπτωση του διηγήματος Το άνθος του γιαλού του Αλ. Παπαδιαμάντη, έτσι και στο διήγημα του Καρκαβίτσα, ο αφηγητής εγκιβωτίζει στην αρχική ιστορία τη χριστουγεννιάτικη ιστορία-παραμύθι...Διαβάστε το διήγημα για να μάθετε τι ονειρεύτηκε η Παναγία, σύμφωνα πάντα με το παραμύθι του πατέρα του θαλασσοδαρμένου Κώστα Αξιώτη...


Ἀνδρέας Καρκαβίτσας,  Θεῖον Ὅραμα

   Δὲ λέτε, ρὲ παιδιά, τίποτα νὰ ζεσταθοῦμε;
   Καὶ μὲ τὸ λόγο φάνηκε μαῦρο κορμὶ στὴν ἀνοιχτὴ θυρίδα, κύλησε ἀπὸ τὴ σκάλα κάτω ὁ Κώστας ὁ θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στὴν πατατούκα του. Ἔκανε κρύο δυνατό. Βοριὰς ἐξύριζε τὰ πέλαγα, πάγωνε τ᾿ ἀκρογιάλια, κρουστάλλιαζε τὰ στοιβαγμένα χιόνια στὰ βουνά. Καὶ τὸ πλήρωμα, ναῦτες καὶ θερμαστές, συναγμένοι ὁλόγυρα στὴ θερμάστρα, φρόντιζαν νὰ ζεσταθοῦν μὲ τὴ φασκομηλιὰ καὶ τὸ ψωμοτύρι. Ὁ λύχνος, καρφωμένος στὴ μέση ἑνὸς στύλου, φώτιζε καὶ κάπνιζε μαζὶ τὰ περίγυρα σωθέματα. Διπλὰ-τριπλὰ τὰ κρεβάτια κολλημένα στὰ πλευρά, μὲ τὰ μαῦρα τους στρωσίδια, θύμιζαν νεκροθῆκες στ᾿ ἀνήλιαστα βάθη τῆς γῆς ταιριασμένες. Κοντὰ ἡ καμαρούλα τοῦ ναύκληρου, ἀνοιχτόπορτη, ἔδειχνε ἄλλο κρεβάτι στρωμένο, δυό-τρεῖς φωτογραφίες παλιές, μιὰ χρωμολιθογραφία χανούμισσας, χρυσοφορεμένης καὶ ξαπλωμένης σὲ πουπουλένια προσκέφαλα. Καὶ ὁλοῦθε κρεμασμένα τὰ ροῦχα, στὸ λάδι καὶ στὸ κάρβουνο βουτημένα. Οἱ μουσαμάδες ξεσχισμένοι καὶ μυριομπαλωμένοι. Τὰ χοντρὰ ποδήματα καὶ τὰ κασκέτα καὶ οἱ χρωματιστοὶ σκοῦφοι ἔδειχναν τὸ χώρισμα καλογερικὸ κελλί. Ἀλλὰ τὸ φλίφλισμα τοῦ νεροῦ ποὺ ἀκουόταν στὰ πλευρά, ἡ μυρωδιὰ τοῦ κατραμιοῦ καὶ τὰ ψημένα πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων ἔδειχναν πὼς ἡ ζωὴ ἐδῶ ἀγωνίζεται τὸν τελευταῖο ἀγώνα της. Γιὰ τοῦτο καὶ κανένας δὲν πρόσεξε τώρα στὸ ἀστεῖο κατρακύλημα τοῦ θερμαστῆ.

Κ. Βολανάκης, Λίγο πριν την καταιγίδα. 1883-85. Εθνική Πινακοθήκη Ελλάδος.

  - Δὲ λέτε, ρὲ παιδιά, καὶ τίποτα νὰ ζεσταθοῦμε; ξαναδευτέρωσε ἐκεῖνος, ἀγκαλιάζοντας τὴ θερμάστρα σὰν ἐρωμένη.
  - Τί νὰ εἰποῦμε; ρώτησε μελαγχολικὸς ὁ Κώστας ὁ Ἀξιώτης. Νυχτιὰ σὰν τὴν ἀποψινὴ δὲ θέλει παραμύθια. Ὄχι, δὲ θέλει παραμύθια! Ἐδῶ στὸν ἄγριο κόρφο ποὺ εἴμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι ἀπὸ τὸ μούγκρισμα τῆς Μαύρης Θάλασσας, σαβανωμένοι ἀπὸ τὸν πουπουλένιο θυμὸ τ᾿ οὐρανοῦ, ἂς ποῦμε κατιτὶ θεϊκὸ καὶ παρήγορο. Στὰ παλιὰ χρόνια οἱ γέροντές μας δὲν εἶχαν τὴν καταδίκη ποὺ ἔχουμε ἐμεῖς τώρα. Περνοῦσαν τὶς ἅγιες ἡμέρες κάτω ἀπὸ τὴ στέγη τους, κοντὰ στὴ φωτιά, ἀνάμεσα στὴ φαμίλια τους. Ὅπως ὁ ἀμπελοφυτευτὴς τ᾿ ἀμπέλι του, τρυγούσανε καὶ κεῖνοι τὸ καλοκαίρι τὴ θάλασσα καὶ χαίρονταν τὸ χειμώνα τὰ καλὰ τῆς ἄφοβα. Ἤξεραν τὴ γιορτὴ καὶ τὴν καματερή τους. Εἶχαν καιρὸ γιὰ τὴ χαρὰ καὶ γιὰ τὴ θλίψη τους. Ἐμεῖς τίποτ᾿ ἀπ᾿ αὐτά! Χειμώνα-καλοκαίρι τ᾿ ὀργώνουμε τὸ κύμα. Βόδια καματερὰ στὴ βουκέντρα τῆς Ἀνάγκης, ὑποταχτικὰ θ᾿ αὐλακώνουμε τ᾿ ἁρμυρὸ χωράφι, μονάχα τὴ φάκνα μας ἔχοντας γιὰ πληρωμή. Γιὰ τοῦτο καλὰ ποὺ ἔτυχε ἡ κακοκαιρία ν᾿ ἀφήσουμε λίγο τὸν κάματο. Δὲ λέω πὼς θὰ μείνουμε τώρα ἥσυχοι. Ὁ ἀφέντης θέλει δουλειὰ ἀπὸ τὸ δουλευτή, γιατί φοβᾶται μὴν ὀκνέψη μὲ τὴν ἀκαμωσιά. Φαντάσου ὅμως, ἂν ἦταν καλωσύνη, τί δρόμο θὰ παίρναμε τώρα. Ἔτσι τουλάχιστο ἔχω ἐλεύθερο τὸ νοῦ νὰ συλλογιστῶ τὸ σπίτι μου.
   Ἄχ, τὸ σπίτι μου! Ἄρχισα τὸ παραπόνο καὶ κοντεύω νὰ δακρύσω σὰν ἄπραγο παιδί. Μὰ δὲ φταίω γώ. Φταίει αὐτὴ ἡ νύχτα. Φταίει τὸ ἀποψινὸ ἀποσπέρισμα, τ᾿ ἀστέρι τὸ λαμπρὸ ποὺ ἔτρεμε βασιλεύοντας πίσω ἀπὸ τὰ χιονισμένα βουνὰ καὶ τάραξε τὸ εἶναι μου. Ὅπως τοὺς Μάγους ὡδήγησε καὶ μένα πίσω ἀπὸ τὰ βουνὰ καὶ τὰ πέλαγα στὴ Νάξο, στὸ Γρίτι μου τὸ πρασινοντυμένο, τὸ ταπεινὸ μὰ ὁλόχαρο σπιτάκι μου. Καὶ ὄχι ὡς ἐδῶ. Παραμπρός, παραμπρὸς ἀκόμη. Μ᾿ ἔφερε στὰ παιδιάτικα χρόνια μου, πρὶν ἀφήσω τὴ στεριὰ καὶ πρὶν ταξιδέψω στὴ θάλασσα.
   Καθόμαστε ὅλοι στὸ παραγώνι, διπλοπόδι στὰ μάλλινα στρωσίδια, ντυμένοι μὲ τὰ ζεστὰ φορεματάκια μας, ποὺ τὰ ἔρραψε τῆς μάννας μας ἡ φροντίδα καὶ τῆς ἀδερφῆς μας, τῆς ὀμορφούλας τὰ πιδέξια χέρια. Ὁ πατέρας μου, θεριακωμένος καὶ νιοφάνταχτος γέροντας, καθότανε στὶς προσκεφαλάδες ψηλὰ καὶ ρουφοῦσε ἀπολαυστικὰ τὸ τσιμπούκι του.
Ὅταν μας ἔβλεπε ἔτσι συναγμένους, τοῦ ἄρεσε νὰ διηγέται παραμύθια καὶ ἱστορίες τῆς ζωῆς του. Τῆς θάλασσας οἱ κίνδυνοι, τῆς στεριᾶς οἱ χαρές, ὁ τρόμος τῶν κουρσάρων, τὰ ναυτικὰ κατορθώματα τῆς Ἐπανάστασης διάβαιναν ζωντανὰ καὶ ὁλοφώτιστα μπροστά μας. Μὰ κείνη τὴ νύχτα δὲ θέλησε νὰ μιλήση οὔτε γιὰ παραμύθια, οὔτε γιὰ ταξίδια του. Μόλις βάλαμε τὸ λύχνο στὸ λυχνοστάτη καὶ φάγαμε τὴ λειψόπητα, μᾶς ἄρχισε θρησκευτικὲς κουβέντες. Ἦταν θρῆσκος ὁ ἁγιοχώματος καὶ τὰ ἱερὰ βιβλία δὲν τ᾿ ἄφηνε ἀπὸ κοντά του. Ἀλήθεια, στὰ ταξίδια του εἶχε πρόχειρα τὰ τροπάρια καὶ τὶς βλαστήμιες. Μὰ τώρα ποὺ ἔπαψε τὸν ἀγώνα τῆς ζωῆς, φρόντιζε γιὰ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του.
   -Δὲ μοῦ λές, εἶπε στὸν ἀδερφό μου τὸ μικρότερο, τί ὅραμα εἶδε ἡ Παναγία τὴ νύχτα ποὺ γέννησε τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό;
  Κόκκαλο ἐκεῖνος. Ρωτάει ἐμένα, τὸ ἴδιο.
  Ἄ, δὲν τὸ ξέρετε ! πρόσθεσε μὲ ἤρεμη φωνή. Μὰ δὲν φταῖτε σεῖς, φταίω γῶ ποὺ δὲν σᾶς τὸ ἒμαθ᾿ ἀκόμη. Ἔγινε πέρα στὴν Ἀνατολή, στὸν τόπο τὸν παράδοξο. Ποιὸ χρόνο δὲ σᾶς λέω. Φτάνει νὰ μετρήσετε τὸ φετεινὸ καὶ τὸ βρίσκετε ἀμέσως. Ἐκείνη τὴ νύχτα μία γυναίκα, συντροφιασμένη ἀπὸ τὸν τέχτονα τὸν ἄντρα της, στάθηκε μισοστρατὶς σὲ μιὰ σπηλιὰ καὶ γέννησε ἕνα παιδί. Φτωχὰ ἦταν τὰ ροῦχα της, ἡ ὄψη της πικραμένη· μὰ εἶχε κατιτὶ τόσο λαμπρὸ στὴ ματιά, ποὺ ἔλεγες θ᾿ ἀναστήση καὶ τὴν πέτρα. Κάτω ἀπὸ τὸ γαλάζιο φόρεμα καὶ τὸ κόκκινο στηθοπάνι, τὸ κορμὶ φάνταζε λυγερό, ἄξιο γιὰ νὰ θρονιάση μία πάναγνη ψυχή. Καὶ κάτω ἀπὸ τὸν ἄσπρο της κεφαλοδέτη τὰ μυγδαλωτὰ μάτια, τὰ φρύδια τὰ σμιχτά, τὸ λεφαντένιο μέτωπο, λαμπρότερο κι ἀπὸ τὰ χρυσὰ στολίδια του, φανέρωναν τὴν αἰσθαντικὴ πηγὴ ποὺ θὰ σάρκωση τὴν ἀγάπη καὶ τὴν Καλωσύνη.
   Γέννησε τὸ παιδί, τὸ βύζαξε, τὸ τύλιξε στὸ σάλι της καὶ τ᾿ ἀπίθωσε στὴ φάτνη πάνω στ᾿ ἄχυρα νὰ κοιμηθῆ. Σὲ λίγο ὁ ἀνασασμὸς ἔβγαινε ἀπὸ τὸ στηθάκι του ἥσυχος, σὰν ἀνασασμὸς βαλσαμόδεντρου. Γύρω τὸ σκοτάδι ἁπλωνόταν πίσσα. Κάτω στὸ χῶμα πλαγιασμένα τὰ ζωντανά, βόδια καὶ πρόβατα καὶ ἄλογα μαζί, ἔνιωθαν κάποια φρίκη νὰ χαμοπετᾶ πάνω τους, σύγκρυο νὰ τὰ περιγλείφη κ᾿ ἔμεναν ἄγρυπνα. Μὰ οὔτε βέλασμα, οὔτε χλιμίντρισμα, οὔτε βούγεμα ἠχολογοῦσε. Ἡ φάκνα ἔτριζε κάποτε. Ἀλλὰ καὶ κείνη ἔμενε ξερομασσημένη στὸ στόμα τους. Ἀπάνω ἡ σπηλιὰ μὲ τὸν οὐρανὸ τῆς νεροστάλαχτο, μὲ τὰ πλευρὰ τῆς αὐλακωμένα ἀπὸ τὶς νεροσυρμές, πράσινα ἀπὸ τὰ πολυτρίχια, σκισμένα ἀπὸ τὰ νύχια τοῦ ὄρνιου, τρύπια ἀπὸ τοῦ σφαλαγγιοῦ τὸ κεντρί, κλεισμένα μὲ τὸν πλοκὸ τῆς ἀράχνης, ξεθεμελιωμένα ἀπὸ τὸν ποντικό, ψήλωνε βουβὴ κι ἀτάραχη. Καὶ κάτω ἀπὸ τὴ χαμηλὴ ἐμπατή, τὸ φῶς ἀστροστόλιστης νύχτας χυνόταν στὶς πλαγιὲς καὶ τὰ λακκώματα. Οἱ κουρμάδες ἐκεῖ ψήλωναν λαμπάδες, μὲ τὰ καμαρωτὰ κλωνιὰ καρποφορτωμένα. Ἐκεῖ τ᾿ ἀμπέλια ἔδειχναν κλαδιὰ ἕτοιμα ν᾿ ἀνοίξουν μάτια χλωροπράσινα στὸ πρῶτο φύσημα τῆς ἄνοιξης. Ἐκεῖ ἀσπραργυρανθισμένες οἱ ἐλιὲς λαγάριζαν ἀπὸ τώρα τὸ χυμὸ ποὺ θὰ καῆ θυσία στὸ νεογέννητο. Ἐκεῖ καὶ τὰ σπίτια τῆς Βηθλεὲμ μικρά, τετράγωνα, μὲ τὸ δῶμα πάνω καὶ τὴν πόρτα στὸ πλάγι, ἔλαμπαν στὸν ἀσβέστη, λὲς καὶ στολίσθηκαν νὰ καλωσορίσουν Ἐκεῖνον ποὺ θὰ τοὺς χαρίση τὴ δόξα. Βαθιὰ ὁ Ἰορδάνης στέναζε μέσα στὴ χαλκοστρωμένη κοίτη του καὶ πρόσμενε μὲ τρόμο τὸ θεϊκὸ κορμὶ ποὺ θ᾿ ἅγιαζε τὰ νερά του. Δεξιὰ στὴ χούνη σὰν κατάρατο πνεῦμα βρουχιόταν ἡ Νεκρὴ θάλασσα, λὲς κ᾿ εἶχε ἀκόμη μέσα της τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορα. Ἀριστερά, ἀπάνω ἀπὸ τοὺς ζυγούς, ἐκεῖ ποὺ δὲν ἔφτανε τὸ ἀνθρώπινο μάτι, ἦταν ὅμως ἀσήκωτος ὁ λογισμὸς τοῦ Θεοῦ, στὴ χαρὰ καὶ στὴν ἀκολασία παραδομένα οὔρλιαζαν τὰ Γεροσόλυμα, τὸ ᾄσμα τῶν Προφητῶν κ᾿ ἡ λατρεία λαοῦ μεγάλου.

Giotto di Bondone, Η Γέννηση του Χριστού. 1304-1306. Τοιχογραφία στο παρεκκλήσι Scrovegni της Πάδοβας (Cappella Scrovegni-Padua).


  Ὁ Ἰωσήφ, μόλις εἶδε κοιμισμένο τὸ παιδί, κατέβηκε στὸ χωρίο νὰ φροντίση γιὰ τὴ λεχώνα. Καὶ κείνη ὁλομόναχη, ἀδυνατισμένη, μὲ τὴ μητρικὴ λαχτάρα στὰ στήθη, σταύρωσε τὰ χέρια, ἀκούμπησε τὸ κορμὶ σ᾿ ἕνα στύλο κ᾿ ἔκλεισε τὰ ματόφυλλα. Μὰ στάθηκε ἀδύνατο νὰ κοιμηθῆ. Ἡ τύχη τοῦ θεόσταλτου ᾖρθε νὰ τῆς τυραννήση τὴν ψυχή. Τί θ᾿ ἀπογένη στοῦ κόσμου τὴν ἀντάρα ὁ τρυφερός της Κρίνος, Ἐκεῖνος ποῦ τῆς δόθηκε μὲ τὸ χέρι ἀσπροντυμένου Χερουβεὶμ; Ποιὰ θὰ εἶνε ἡ ζωὴ καὶ ποιὸ τὸ τέλος του; Θὰ περάση δρόμο πορφυρόστρωτο ἢ θὰ βάψη μὲ τὸ αἷμα του τ᾿ ἀγκάθια καὶ τὶς στουρναρόπετρες; Ὁ κόσμος παραλυμένος δὲν προσέχει πιὰ στὰ λόγια τῶν Προφητῶν. Ὁ Ἰσραὴλ στενάζει κάτω ἀπὸ τὸ ψέμα τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Ρωμαίων τὸ ζυγό. Δὲν κιθαρίζει ὁ Δαβὶδ οὔτε ἡ Δεβόρρα δικάζει τὸ λαὸ κάτω ἀπὸ τοὺς κουρμάδες. Τοῦ Ἀαρὼν τὰ τέκνα λῃστεύουν. Ἀπιστίας σύγνεφο κάθεται στὴν Ἱερὴ Κιβωτὸ καὶ στοῦ Μεγάλου Ναοῦ τὰ ἄδυτα. Πίνει τὸ αἷμα τῶν Μακκαβαίων ἡ γῆ, χωρὶς ν᾿ ἀποδώση ἐλευθερία καὶ δικαιοσύνη. Ὁ Γαυλωνίτης Ἰούδας χάθηκε χωρὶς ν᾿ ἀνορθώση τὸ Νόμο. Ἡ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, χωρισμένη σὲ βασίλεια καὶ τοπαρχίες, φθείρεται ἀπὸ τὸν ἐμφύλιο σπαραγμό, σὰ νὰ τὴ βαραίνη ἀκόμη ἡ ἀπείθεια τῶν προγόνων στὴν ἔρημό του Σίν. Κόλαση ἔγινε ὁ ποτε Παράδεισος! Ἐγωιστὴς καὶ ἐκδικητικὸς καὶ ἄδοξος ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Κυρίου! Πῶς θὰ ζήση σὲ τέτοιον κόσμο τὸ παιδί της;
   Ἄξαφνα λύχνος ἠλιοστάλαχτος κρεμάστηκε μπρὸς στῆς μάννας τὴν ψυχή, ἕτοιμος νὰ δείξη τὸ μέλλον τοῦ νιογέννητου, ὅπως ἡ νεφέλη ἔδειξε ἄλλοτε τὸν ἄγνωστο δρόμο στὴ φυλή της. Καὶ τὸν εἶδε τριαντάχρονο λεβεντονιὸ νὰ μαγνητίζη τὶς ψυχὲς τοῦ λαοῦ. Ψηλός, λυγερός, μὲ σεβαστὴ μελαγχολία στὸ ροδοζύμωτο πρόσωπο, μὲ τὰ καστανὰ μαλλιὰ κυματιστὰ στοὺς ὤμους, μὲ τὸ στόμα γλυκοστάλαχτο καὶ τὰ γαλανὰ μάτια, μιλοῦσε στὸ λαὸ καὶ τὸν ἔπειθε. Ἐκήρυττε στὶς συναγωγὲς καὶ χίλιοι τὸν ἄκουαν ἀνέβαινε στὸ βουνὸ καὶ μύριοι τὸν ἀκολουθοῦσαν. Διαβαίνει ἀνάλαφρα τὴ λίμνη τῆς Γενησαρὲτ καὶ ρίχνονται λαμνοκοπώντας οἱ κόσμοι στὰ βήματά του. Οἱ Προφῆτες ποὺ τὸν προσπερνοῦσαν, τώρα πισωδρομοῦν ὑποταχτικοί του. Ὁ Νόμος τοῦ Μωυσῆ ἀναζῆ στὰ λόγια του καὶ συμπληρώνεται. Ἡ ἔρμη γῆ ἀναδροσίζεται τ᾿ ἀπελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν τὰ πλανημένα πρόβατα γυρίζουν πάλι στὴ μάντρα τους. ἡ ἀγάπη τρέχει ἀδαπάνητη ἀπὸ τὰ πλατειὰ στέρνα του καὶ δροσίζει τὸ καμίνι τῆς κακομοιριᾶς. Οἱ ἄπιστοι πιστεύουν καὶ σηκώνονται οἱ ταπεινοί, τυφλοὺς φωτίζει, χωλοὺς ὁδηγεῖ. Τὰ Γεροσόλυμα στρώνουν τοὺς δρόμους μὲ βάγια νὰ τὸν δεχτοῦν. Σύγκαιρα ὅμως καρφώνουν τὸ σταυρό. Ὁ φθονερὸς μαθητὴς τὸν παραδίνει μὲ φίλημα. Ὁ δειλὸς φίλος του τὸν ἀρνιέται πρὶν λαλήση ὁ πετεινός. Μὰ Ἐκεῖνος, ἀνώτερος ἀπὸ τὰ τέκνα τῶν ἀνθρώπων, συγχωρεῖ τὴν ἄρνηση καὶ τὴν προδοσία, διαβαίνει πράος μέσα ἀπὸ τὶς κοροϊδίες καὶ τὰ φτυσίματα, πίνει τὸ ξίδι καὶ τὴ χολή, φορεῖ τὸ ἀγκαθερὸ στεφάνι, τὴν περιφρονητικὴ χλαμύδα, κρατεῖ τὸ καλαμένιο σκῆπτρο καὶ ἀνεβαίνει στὸ μαρτύριο.
   - Γυναίκα, νὰ ὁ γιός σου, λέει τὴν τελευταία στιγμή.
Καὶ ἀποχαιρετᾶ, μ᾿ ἕνα βλέμμα μελαγχολικό, τὴ μάννα ποὺ τὸν γέννησε, τοὺς φίλους ποὺ τὸν πίστεψαν, τὸ λαὸ ποὺ τὸν τυράννησε, τὴ Γῆ ποὺ εἶδε τὶς πίκρες του καὶ τὸν Οὐρανὸ ποὺ θὰ δεχόταν τὸ Σῶμα του.
   Ἡ μάννα ἦταν ἐκεῖ καὶ τὰ ἔβλεπε ὅλα. Ἤθελε νὰ φωνάξη, νὰ τρέξη γιὰ νὰ τὸν σώση ἀπὸ τὰ χέρια τῶν κακούργων ἀλλὰ δὲ μποροῦσε νὰ βγάλη φωνή. Τὸ σῶμα δὲν ἀκολουθοῦσε τοὺς πόθους τῆς ψυχῆς. Μὰ ὅταν εἶδε ἕνα στρατιώτη ἀγριοπρόσωπο, ἕτοιμο νὰ λογχίση τὰ πλευρά του,
  - Μή! ... ἐφώναξε μὲ ὅλη της τὴ δύναμη.
    Καὶ μὲ τὸ μή! ξύπνησε. Δὲν εἶδε ὁλόγυρα της τίποτα ἀπὸ τὸ φριχτὸ δράμα. Τὸ βρέφος κοιμότανε ἀκόμη πλάγι της, μέσα στὴ φάτνη, ἀπάνω στὸ ἄχυρο. Μὰ δὲ βασίλευε ἡ σιγὴ καὶ τὸ σκοτάδι, ὅπως πρίν. Ἀγγελικὴ ἁρμονία κατέβαινε ἀπὸ ψηλὰ καὶ λαμπρομέτωπο ἀστέρι ἔχυνε θάλασσα τὸ φῶς του στὴ σπηλιά.
   Καὶ μπρὸς στὰ πόδια της, οἱ Μάγοι γονατιστοὶ μὲ τὰ δῶρα τους, τὴ σμύρνα καὶ τὸ μόσχο καὶ τὸ λιβάνι, ὠνόμαζαν τὸ γιό της βασιλέα καὶ Θεό.
Ἐκείνη τὴν ὥρα φάνηκε στὴν ἐμπατὴ χλωμὸς ὁ Ἰωσήφ.
-Νὰ φύγουμε, λέει τρέμοντας στὴ γυναίκα του. Ὁ Ἡρῴδης θέλει τὸ παιδὶ κ᾿ οἱ ἀνθρώποι τὸν ψάχνουν στὴ χώρα. Γλήγορα νὰ φύγουμε!
  Ἐκείνη ἅρπαξε ἀμέσως τὸ βρέφος, τὸ ἕσφιξε στοὺς κόρφους της καὶ πῆραν δρόμο γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Ἡ νύχτα τοὺς ἔκρυψε. Μὰ τὰ αἵματα τῶν ἄλλων παιδιῶν κι ὁ θρῆνος τῶν μαννάδων ἀνέβαιναν ἀπὸ τὰ σπίτια τῆς Γαλιλαίας, πρωτόλουβη θυσία στὸν ἀναμορφωτὴ τοῦ κόσμου.
  -Πόσα αἵματα θὰ χυθοῦν ἀκόμη! ψιθύρισε προφήτης ἡ γυναίκα. Πόσα αἵματα! ...»

Giotto di Bondone, Η πορεία για την Αίγυπτο. 1304-1306. Τοιχογραφία στο παρεκκλήσι Scrovegni της Πάδοβας (Cappella Scrovegni-Padua).

  Τέλειωσε ὁ Ἀξιώτης τὸ διήγημά του κ᾿ οἱ σύντροφοι ἔμειναν ἀκόμη ἀκίνητοι σὰν ὀνειροπλανεμένοι. Μερικοὶ σταυροκοπήθηκαν ἄλλοι στέναξαν βαθιὰ σὰ νὰ ξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους. Μὰ ὁ Κώστας ὁ θερμαστής, ἴδιος στ᾿ ἀστεῖα καὶ στὰ σοβαρά, ρώτησε πονηρὰ τὸ σύντροφό του:
  -Δὲ μοῦ λές, βλάμη. Εἶδε ἡ Παναγιὰ στ᾿ ὄνειρό της καὶ τὸν πατριώτη σου τὸ Βαραββᾶ;
Ἐκεῖνος χολοταράχτηκε. Φοβερὴ βλαστήμια ἀνέβηκε στὰ χείλη του. Μὰ τὴν κατάπιε. Δὲν ἦταν καιρὸς τώρα νὰ κολαστῆ κανείς! Χαμογέλασε, ἔκαμε τὸ σταυρό του καὶ ξαπλώθηκε στὸ ἔρημο κρεβάτι του.
  -Καὶ τοῦ χρόνου, παιδιά, στὰ σπίτια μας! εὐχήθηκε.
  -Στὰ σπίτια μας, μὰ θὰ μᾶς θερίζη ἡ πείνα, εἶπε ὁ θερμαστής.
   Καὶ γέλασε δυνατά.

Winslow Homer, Η οικογένεια του ψαρά (το κοίταγμα). 1881. Μουσείο Καλών Τεχνών στη Βοστόνη (Museum of Fine Arts-Boston).

Ελληνικά Χριστούγεννα με τον Καρκαβίτσα, τον Κόντογλου και τον Παπαδιαμάντη, επιμέλεια Θ. Κοροβίνης, εκδ. Μεταίχμιο 2008. Στο βιβλιαράκι αυτό περιέχονται τρία χριστουγεννιάτικά διηγήματα που αγαπώ πολύ: To Άνθος του Γιαλού του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, το Θείον Όραμα του Ανδρέα Καρκαβίτσα και το Βλογημένο Μαντρί του Φώτη Κόντογλου.

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/andreas_karkabitsas/theion_orama.htm
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/karkabitsas%20logia%20plwrhs/10-orama.htm
http://xartografos.wordpress.com/2011/12/19/346-ανδρ-καρκαβίτσας-θείον-όραμα/
http://www.wga.hu/frames-e.html?/html/g/giotto/padova/3christ/scenes_1/chris01.html
http://www.abcgallery.com/G/giotto/giotto24.html
http://www.mfa.org/collections/object/fisherman-s-family-the-lookout-4828

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Πίνακες ζωγραφικής με θέμα τα Χριστούγεννα: Τα Χριστούγεννα στη ζωγραφική


Δύο χριστουγεννιάτικοι πίνακες του Fritz von Uhde

   Τον αγαπώ πολύ αυτόν τον πίνακα του Γερμανού ζωγράφου Fritz von Uhde (1848-1911) και στέλνω μέσω αυτού τις ευχές μου.
   Είναι ένα τρίπτυχο με θέμα την Άγια Νύχτα, τη Νύχτα της Γέννησης του Χριστού. Στο κέντρο απεικονίζεται η Παναγία με το νεογέννητο βρέφος στην αγκαλιά της μέσα προφανώς στο στάβλο που φωτίζεται από το φως ενός φαναριού, αλλά και από το πρόσωπο της ίδιας της Μητέρας. Στο αριστερό μέρος οι ποιμένες πηγαίνουν να προσκυνήσουν, ενώ στο δεξιό μέρος χαρούμενα αγγελάκια άδουν...

Fritz von Uhde, Η Άγια Νύχτα. 1888-89. Πινακοθήκη Νέων Ζωγράφων στη Δρέσδη.

Ακόμα ένας πίνακας του Von Uhde με χριστουγεννιάτικο θέμα, που δηλώνεται μόνο από τον τίτλο του έργου. Χιονισμένο τοπίο. Το χιόνι έχει καλύψει το μονοπάτι. Μία μόνη γυναίκα ακουμπά στο φράκτη. Στο βάθος μέσα στο χιόνι διακρίνονται κάποια ίχνη ανθρώπινης ζωής και παρουσίας...Οι γραμμές κάποιων σπιτιών, μία ανθρώπινη φιγούρα...Είναι παραμονή Χριστουγέννων...

Fritz von Uhde, Παραμονή Χριστουγέννων. 1890.



Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες: To άνθος του γιαλού και άλλα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Εορταστικά διηγήματα του Αλέξανδρου  Παπαδιαμάντη

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο καφενείο της Δεξαμενής. 1906. Τη χρονιά που δημοσιεύτηκε το διήγημά του Άνθος του Γιαλού.

   Από τα 170 διηγήματα του Παπαδιαμάντη που γνωρίζουμε, περίπου 35 είναι γραμμένα με αφορμή τις δύο μεγάλες χριστιανικές εορτές, Χριστούγεννα και Πάσχα,  ή αναφέρονται με κάποιον τρόπο σ' αυτές. Τα περισσότερα, γύρω στα 25 αναφέρονται στην εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων (τα περισσότερα αναφέρονται κυρίως στην περίοδο από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την τρίτη μέρα), της Πρωτοχρονιάς (τρία μόνα στο διήμερο της παραμονής και ανήμερα της Πρωτοχρονιάς) και των Φώτων (δύο μόνο).
   Σχεδόν όλα τα εορταστικά του διηγήματα γράφτηκαν για να δημοσιευτούν στις εφημερίδες και διαδραματίζονται (εκτός από δύο) στο νησί της καταγωγής του, στη Σκιάθο. Τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν την περίοδο από το 1887 έως το 1899, ενώ καμμια δεκαριά δημοσιεύτηκαν ως το 1907. H χρονική περίοδος, στην οποία αναφέρονται κάποια από τα διηγήματά του, δηλώνεται εμφανώς στον τίτλο: πχ.: Το Χριστόψωμο, στο Χριστό στο Κάστρο, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Φώτα Ολόφωτα.
 
Αλ. Παπαδιαμάντης (1851-1911)

   Το αγαπημένο μου Χριστουγεννιάτικο διήγημα είναι ένα από τα τελευταία που δημοσίευσε. Φέρει τον ποιητικό τίτλο Άνθος του γιαλού και δημοσιεύτηκε το 1906. Πιστεύω ότι είναι ένα από τα πιο ποιητικά κείμενα του Παπαδιαμάντη, αλλά και από τα πιο ενδιαφέροντα ως προς την αφηγηματική τεχνική, γιατί στην κύρια ιστορία, που έχει πολλά ηθογραφικά στοιχεία, εγκιβωτίζει μία δεύτερη, ένα συναρπαστικό ερωτικό παραμύθι που μιλάει για τη δύναμη της ερωτικής αγάπης...Ενδιαφέρον είναι επίσης το πώς ο Παπαδιαμάντης συνδέει την ερωτική ιστορία με την ημέρα της Γέννησης του Χριστού. Όσον αφορά τον τίτλο του διηγήματος, το τι σημαίνει και συμβολίζει το "άνθος γιαλού" αποκαλύπτεται μόνο στο τέλος...Δηλαδή, για το "άνθος του γιαλού" γίνεται λόγος μόνο στην αρχή, στο τίτλο του έργου, και στο τέλος, στις δύο τελευταίες παραγράφους του διηγήματος.

 Σπ. Βασιλείου, Ο Παπαδιαμάντης. 1929.

   Το μυστήριο, όμως, δεν βρίσκεται μόνο στο τίτλο του έργου...βρίσκεται παντού από την αρχή έως το τέλος, σ' όλη την ατμόσφαιρα που περιβάλλει την κύρια αλλά και την εγκιβωτισμένη ιστορία....και κυρίως το μυστηριώδες είναι το ανεξήγητο φως που έβλεπε επί πολλές νύκτες ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Μάνος του Κορωνιού. Η περιγραφή του φωτός από τη λογοτεχνική πένα του Παπαδιαμάντη με γοητεύει πάντα, κάθε φορά που ξαναδιαβάζω το κείμενο.
   Ο νεαρός Μάνος είναι ένας νησιώτης, ένας "λεμβούχος ψαράς", "αδύνατος στα μυαλά", ένας "ελαφροΐσκιωτος", από αυτούς τους αγαπημένους τύπους καθημερινών απλών ανθρώπων που τόσο καλά γνωρίζει να κάνει "ήρωες" των έργων του ο Παπαδιαμάντης. "Επί πολλάς νύχτας" στην παραλία εκεί που έδενε το βράδυ τη βάρκα του, ο Μάνος συνήθιζε να βλέπει ένα αλλόκοτο φως που δεν μπορούσε να εξηγήσει τι είναι.
   Χειμωνιάτικες νύκτες, σκοτεινή παραλία, μία ερημική ακρογιαλιά, ένα "παλαιό ερημόσπιτο κατηρειπωμένον" και ένας νεαρός ψαράς που βλέπει οράματα...που βλέπει ένα μυστηριώδες φως πέρα μακριά στη θάλασσα...Ο αφηγητής μας έχει στήσει αριστοτεχνικά ένα μυστηριώδες σκηνικό, έχει δημιουργήσει "ατμόσφαιρα"...
   Μεταφέρω τις λέξεις που χρησιμοποιεί για το φως...Πρόκειται για μία από τις ποιητικότατες περιγραφές της ελληνικής διηγηματογραφίας. "...έβλεπε, λέγω, ανοιχτά εις το πέλαγος, έξω από τα δύο ανθισμένα νησάκια, τα φυλάττοντα ως σκοποί το στόμιον του λιμένος, εν μελαγχολικόν φως-κανδήλι, φανόν, λαμπάδα ή άστρον πεσμένον-να τρεμοφέγει εκεί μακράν, εις το βάθος της μελανωμένης εικόνος, επιπολής εις το κύμα, και να στέκη επί ώρας, φαινόμενον ως να έπλεε, και μένον ακίνητον". ...Και διαβάζουμε παρακάτω να επαναλαμβάνει ότι έβλεπε για βραδυές "το παράδοξον εκείνο μεμακρυσμένον φως να τρέμει και να φέγγει εκεί εις το πέλαγος, ενώ ήξευρεν, ότι δεν ήτο εκεί κανείς φάρος..."...και καθώς το φως εμφανιζόταν κάθε βράδυ ο εικοσάχρονος νέος αισθανόταν όλο και περισσότερο την ανάγκη "να το κυνηγήσει το μυστηριώδες εκείνο φέγγος".
   Ο Μάνος αποφασίζει να κυνηγήσει το φως, αλλά όχι μόνος του, γιατί προφανώς φοβάται και αισθάνεται δέος για το άγνωστο. Στο κυνήγι του φωτός ζητά τη συντροφιά ενός φίλου του. Και έτσι μια νύχτα με σελήνη εννέα ημερών, στη μία μετά τα μεσάνυχτα, οι δύο φίλοι βγαίνουν με τη βάρκα για το κυνήγι του φωτός. Στην αρχή "το φως εφαίνετο εκεί ακίνητον, ως καρφωμένον...". Όμως,  όσο αυτοί άρχισαν να το κυνηγούν, πλέοντας με τη βάρκα, τόσο αυτό απομακρυνόταν και δεν μπορούσαν να το φθάσουν. "...Το φως εμακρύνετο, εφαίνετο απώτερον ολονέν. Ήτο άφθαστον. Τέλος έγινεν άφαντον από τους οφθαλμούς του".
... Τρεις νύχτες το κυνηγούσαν και "πάντοτε έβλεπον την μυστηριώδη λάμψιν να χορεύει εις τα κύματα"...Και πάντα γινόταν "άφαντο". Τη τέταρτη νύχτα που οι οι δύο φίλοι ετοιμάζονταν να λύσουν τη βάρκα και να κωπηλατήσουν "δια να κυνηγήσουν το ασύλληπτον θήραμά του", ένας ηλικιωμένος που κατοικούσε εκεί κοντά στην παραλία θα εξέλθει από τη φτωχική του καλύβα, φορώντας τη νυχτικιά του και το λευκό του σκούφο, και θα τους διηγηθεί μια παλιά ιστορία, με την οποία θα λύσει το μυστήριο του ασύλληπτου φωτός.
   Είναι πραγματικά συναρπαστικό, νομίζω, να βλέπουμε ένα νέο άνθρωπο να θέλει να ανακαλύψει το άγνωστο, να κυνηγά ένα άπιαστο, άφθαστο φως...Με συγκινεί αφάνταστα που στο μαγικό αυτό νυχτερινό "ταξίδι" τον ακολουθεί ένας αφοσιωμένος φίλος, ο οποίος, όπως ομολογεί κάποια στιγμή, δε βλέπει το φως, αλλά πιστεύει ότι ο φίλος του το βλέπει...δεν αμφισβητεί το όραμά του...Και με συγκινεί η ίδια η ιστορία που λύνει το μυστήριο, μία ιστορία που δε θέλω να σας αποκαλύψω. Διαβάστε όλο το διήγημα και ζήστε την ποιητική του ατμόσφαιρα...

Ν. Εγγονοπούλος, Ο Παπαδιαμάντης. 1953

Δημήτριος Κοράρος, Άνθος του γιαλού.



Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἄνθος τοῦ γιαλοῦ

   Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δυὸ ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, - ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ - ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δυὸ ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς - κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον - νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.
   Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δυὸ μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον. Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἤ, ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δυὸ τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήση.
Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.
   Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; Ἠσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκα του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δυὸ χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύση τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάση ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῆ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήση τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.
*
* *

   Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύση περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῷ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἤρεμα πρὸς δυσμᾶς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῆ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.

   Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:

- Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.

- Καὶ τί εἶναι;

- Εἶναι...

Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.

   Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δυὸ ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δυὸ ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἄρα ἦτο;
*
* *

   Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δυὸ φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.

   Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἐγγονὸς τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.

Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δυὸ τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δυὸ φίλοι.

   - Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε, χωρὶς νὰ πυροφανίζετε - καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σᾶς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτα θησαυρό;

   Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῆ τὸ ὅραμά του.

   Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:

  - Ἀμ᾿ ποὺ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνο οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι.    Ἐγὼ δὲ βλέπω τίποτα!.. Τὸ ἴδιο κι ὁ Γιαλὴς βλέπει αὐτὸ ποῦ λὲς πῶς βλέπεις;
   Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν της ἡλικίας του νὰ ὁμολογήση, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.
  Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:
- Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφθασα τὴ γριά-Κοεράνω τοῦ Ραγιᾶ, τὴν μαννοῦ αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα:
»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πῶς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, - ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτὴ - μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερό-Θεριὰ (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὅπου ἐκυνηγοῦσε ὅλους τοὺς Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήση τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθη νὰ τὴν στεφανωθῇ.
»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς ἀναστεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῆ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθη ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, νὰ γυρίση ὁ σαστικός της νὰ τὴν στεφανωθῆ.
»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τὸ ῾βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίση. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτα τοὺς στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρες τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑφίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλες τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλες τους, ἐμπήκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.
- »Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ᾖρθε νὰ πάρη τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσάτο του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!
»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάση στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἀνθὸς τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάση ἐγκαίρως, ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξη τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.
»Μερικοὶ λένε, πῶς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινε ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλιωνε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».

Διαβάστε και τα άλλα Χριστουγεννιάτικα-Πρωτοχρονιάτικα-Φώτων διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Το Χριστόψωμο (1887) http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=197:02-02-christopsomo&catid=58:narration&Itemid=54

Σταχομαζώχτρα (1889) http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=202:02-07-stachomazochtra&catid=58:narration&Itemid=54

Υπηρέτρα (1889)
 http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=200:02-05-ypiretra&catid=58:narration&Itemid=54

Ο Σημαδιακός (1889)
 http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=201:02-06-simadiakos&catid=58:narration&Itemid=54

Ο Αμερικάνος (1891)
http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=213:02-18-amerikanos&catid=58:narration&Itemid=54

Ο πολιτισμός εις το χωρίον (1891)
 http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=212:02-17-politismos-eis-chorion&catid=58:narration&Itemid=54

Στο Χριστό στο Κάστρο (1892)
http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=214:02-19-sto-christo-sto-kastro&catid=58:narration&Itemid=54


Της Κοκκώνας το σπίτι (1893)
 http://www.papadiamantis.org/index.php?
Τα λιμανάκια (1907)
Φιλόστοργοι (1895)
http://anavaseis.blogspot.com/search/label/Χριστουγεννιάτικα%20διηγήματα

Το κρυφό Μανδράκι (1906)
http://anavaseis.blogspot.com/2011/01/blog-post_04.html

Πτερέοντα Δώρα (1907)
http://e-theologia.blogspot.com/2010/12/blog-post_8063.html

Το Γιαλόξυλο (1907)


http://www.moraros.gr/dhm_mor/ektheseis_2010.htm

Βλ. ακόμα Το Χριστόψωμο, Στο Χριστό στο κάστρο, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη,
http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2010/12/Papadiamantis-Xristougenna.pdf

Βλ. επίσης  http://www.epohi.gr/portal/politismos/book/8616
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=136483
http://www.spyrosvassiliou.org/work/index.html
http://www.eikastikon.gr/zografiki/egonopoulos_2.html