Τρία ερωτικά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη σε παράλληλη ανάγνωση με το διήγημά του Όνειρο στο κύμα
Τώρα που ολοκληρώσαμε τη διδασκαλία του διηγήματος του Αλ. Παπαδιαμάντη Όνειρο στο κύμα, προτείνω στους μαθητές και τις μαθήτριες της Λογοτεχνίας Θεωρητικής Κατεύθυνσης της Γ Λυκείου του Πειραματικού Σχολείου του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης να διαβάσουν τρία ακόμα ερωτικά διηγήματα του ίδιου συγγραφέα.
Γιώργος Κόρδης,
Όνειρο στο κύμα. Από την εικονογράφηση του βιβλίου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη,
Διηγήματα της αγάπης, έκδ. Αρμός, Αθήνα 1998.
...Kαι επειδή χθες στο μάθημα αναρωτηθήκαμε εάν ο Παπαδιαμάντης πράγματι είχε βιώσει έναν παρόμοιο ονειρικό έρωτα μ' αυτόν που περιγράφει ο αφηγητής στο Όνειρο το κύμα, παραθέτω το παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του Κ. Μουλά Ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος, που ίσως μπορεί να μας βοηθήσει να απαντήσουμε ή να μην απαντήσουμε το ερώτημα.
“Για τους έρωτές του δεν ξέρουμε παρά ελάχιστα πράγματα, κυρίως όσα
αφήνει ο ίδιος να διαφανούν εδώ κι εκεί μες στα διηγήματά του…Σε τι ποσοστό
μεταφέρονται εδώ πραγματικά βιώματα του Παπαδιαμάντη θα ήταν δύσκολο να
καθορίσουμε με ακρίβεια…Ό, τι μπορούμε να ξέρουμε λοιπόν με βεβαιότητα δεν
είναι οι έρωτες του Παπαδιαμάντη, αλλά ο ερωτισμός του…Η όραση, αυτόνομη, γίνεται
τις περισσότερες φορές το κύριο μέσο διαφυγής για την ανεκπλήρωτη επιθυμία.
Η θέα του γυμνού γυναικείου σώματος, κυρίαρχη φαντασίωση του Παπαδιαμάντη (βλ. Όνειρο στο κύμα) είναι η μόνη δυνατή
προσέγγιση του απαγορευμένου καρπού…Πουθενά δε θα βρούμε τη φυσιολογική διέξοδο
της επιθυμίας σαν συγκατάθεση δύο υπάρξεων που μπαίνουν συνειδητά και ελεύθερα
στο ερωτικό παιχνίδι. Ο Γιωργής δεν κατακτά την Αρχόντω παρά με τη φαντασία
του (βλ. Έρως Ήρως). Ο αφηγητής
στο Όνειρο στο Κύμα θα αγγίξει το
σώμα της γυμνής κόρης μόνο μισοπνιγμένο και αναίσθητο…Χρειάζεται πάντοτε μία
κατάσταση άγνοιας, αναισθησίας ή αδράνειας από τη γυναικεία πλευρά για να
εκδηλωθεί ανεμπόδιστα η αντρική επιθυμία, όταν δεν χαλιναγωγείται και δεν
μεταρσιώνεται θεληματικά (βλ. Έρως-Ήρως, ο Γιωργής καταστέλλει το πάθος του).
Πολλές φορές, ο ερωτισμός του συγγραφέα μεταφέρεται στη φύση και αγκαλιάζει τα
άψυχα αντικείμενα σαν ανθρωπόμορφα υποκατάστατα του γυναικείου κορμιού (βλ. Παν. Μουλάς, Ο Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1981, σ. νβ-νγ).
Αλ. Παπαδιαμάντη, Υπό την βασιλικήν δρυν
Στο διήγημα Υπό την βασιλικήν Δρυν αναγνωρίζουμε αμέσως την πρωτοπρόσωπη αναδρομική ομοδιηγητική-αυτοδιηγητική αφήγηση και τα ηθογραφικά στοιχεία της γραφής του Παπαδιαμάντη που έχουμε συναντήσει και στο Όνειρο
στο Κύμα. Ο ώριμος πλέον αφηγητής θυμάται
με νοσταλγία την παιδική του ηλικία στη φύση και τις εκδρομές που έκανε στην
εξοχή όπου εθαύμαζε το δέντρο του τίτλου (βασιλική δρυς). Στο κεντρικό
επεισόδιο του διηγήματος ο αφηγητής-παιδί, αφού πρώτα κυλισθεί ευτυχισμένος
στη χλόη, στις παπαρούνες και τα αγριολούλουδα, θα ξαπλώσει κουρασμένος κάτω
από τη σκιά του δένδρου και θα κοιμηθεί. Στον ύπνο του θα ονειρευτεί τη
μεταμόρφωση του δένδρου σε μία γυναικεία ερωτική μορφή. Διαβάζουμε μία εξαίσια περιγραφή που
μπορεί να συγκριθεί με τις ποιητικές περιγραφές στο Όνειρο
στο Κύμα.
"... Ήμην κατάκοπος, κάθιδρος και πνευστιών. Άμα έφθασα, ερρίφθην επί της χλόης, εκυλίσθην επάνω εις παπαρούνες και χαμολούλουδα. Αλλ΄ όμως ησθανόμην κρυφήν ευτυχίαν, ονειρώδη απόλαυσιν. Ερρέμβαζον αναβλέπων εις τους κλώνάς της τους κραταιούς, και ηνοιγόκλειον ηδυπαθώς τα χείλη εις την πνοήν της αύρας της, εις τον θρουν των φύλλων της. Εκατοντάδες πουλιών ανεπαύοντο εις τους κλώνάς της, έμελπον τρελά τραγούδια… Δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευον την ψυχήν μου….
Ήμην αποσταμένος, και δεν είχον κοιμηθεί καλά την νύκτα. Ο ύπνος μού έλειπεν. Εις την σκιάν του πελωρίου δένδρου, εν μέσω των μηκώνων του των κατακοκκίνων, ο Μορφεύς ήλθε και μ΄εβαυκάλησε, και μοι έδειξεν εικόνες, ως εις περίεργον παιδίον.
Μου εφάνη ότι το δένδρον –έσωζον καθ΄ύπνον την έννοιαν του δένδρου– μικρόν κατά μικρόν μετέβαλλεν όψιν, είδος και μορφήν. Εις μίαν στιγμήν η ρίζα του μου εφάνη ως δύο ωραίαι εύτορνοι κνήμαι, κολλημέναι η μία επάνω εις την άλλην, είτα κατ΄ολίγον εξεκόλλησαν κι εχωρίσθησαν εις δύο· ο κορμός μού εφάνη ότι διεπλάσσετο και εμορφούτο εις οσφύν, εις κοιλίαν και στέρνον, με δύο κόλπους γλαφυρούς, προέχοντας· οι δύο παμμέγιστοι κλάδοι μού εφάνησαν ως δύο βραχίονες, χείρες ορεγόμεναι εις το άπειρον, είτα κατερχόμεναι συγκαταβατικώς προς την γην, εφ΄ης εγώ εκείμην· και το βαθύφαιον, αειθαλές φύλλωμα, μου εφάνη ως κόμη πλουσία κόρης, αναδεδημένη προς τ΄ άνω, είτα λυομένη, κυματίζουσα, χαλαρουμένη προς τα κάτω.
Το πόρισμά μου, το εν ονείρω εξαχθέν, και εις λήρον εν είδει συλλογισμού διατυπωθέν, υπήρξε τούτο: «Α! δεν είναι δένδρον, είναι κόρη· και τα δένδρα, όσα βλέπομεν, είναι γυναίκες!»
Όταν μετ΄ολίγον εξύπνησα, ως συνέχειαν του ονείρου έσχον εν νώ την ανάμνησιν της ιστορίας του τυφλού, τον οποίον ο Χριστός εθεράπευσε, καθώς είχον ακούσει τον διδάσκαλόν μας εις την Ιεράν Ιστορίαν: «Καταρχάς μεν είδε τους ανθρώπους ως δένδρα· δεύτερον δε τους είδε καθαρά…»
Πλην δεν εξύπνησα ακόμη, πριν ακούσω τι έλεγε το φάσμα· η κόρη – η δρυς, είχε λάβει φωνήν και μοι έλεγεν:
-Ειπέ να μου φεισθούν, να μη με κόψουν….δια να μη κάμω ακουσίως κακόν. Δεν ειμ΄ εγώ νύμφη αθάνατος· θα ζήσω όσον αυτό το δένδρον…
Εξύπνησα έντρομος, κι έφυγον… Ήτο ήδη μεσημβρία, και ο ήλιος εμεσουράνει…. Έκαιεν υψηλά, υπεράνω της κορυφής της δρυός, ήτις ήτο σκιά αδιαπέραστος… Από τον αντικρινόν λόφον ήκουσα φωνήν να με καλεί εξ ονόματος.
Ήτο εις μικρός βοσκός, με την κάππαν του, με την στραβολέκαν του, και με δέκα αίγας, τας οποίας ωδήγει. Μου εφώναξεν ότι ο πατήρ μου με ανεζήτει ανήσυχος, και, να τρέξω, να φθάσω ταχέως εκεί κάτω….
Δεν ενόησα τίποτε από το μαντικόν όνειρον. Αργότερα εδιδάχθην από εγχειρίδιον Μυθολογίας ότι η Αμαδρυάς συναποθνήσκει με την δρυν, εν ή ευρίσκεται ενσαρκωμένη…
Μετά πολλά έτη, όταν ξενιτευμένος από μακρού επέστρεψα εις το χωρίον μου, κι επεσκέφθην τα τοπία εκείνα, τα προσκυνητάρια των παιδικών αναμνήσεων, δεν εύρον πλέον ουδέ τον τόπον ένθα ήτο ποτε η Δρυς η Βασιλική, το πάγκαλον και μεγαλοπρεπές δένδρον, η νύμφη η ανάσσουσα των δρυμώνων.
Μία γραία με την ρόκαν της, με δύο προβατίνας τας οποίας έβοσκεν εντός αγρού πλησίον, ευρίσκετο εκεί, καθημένη έξωθεν της μικράς καλύβης της.
Όταν την ηρώτησα τι είχε γίνει το «Μεγάλο Δέντρο», το οποίον ήτον ένα καιρόν εκεί, μοι απήντησεν:
-Ο σχωρεμένος ο Βαργένης το έκοψε…μα κι εκείνος δεν είχε κάμει νισάφι με το τσεκούρι του· όλο θεόρατα δέντρα, τόσα σημαδιακά πράματα… Σαν το ΄κοψε κι ύστερα, δεν είδε χαΐρι και προκοπή. Αρρώστησε, και σε λίγες μέρες πέθανε… Το Μεγάλο Δέντρο ήτον στοιχειωμένο."
Αλ. Παπαδιαμάντης,
Έρως Ήρως. Διήγημα, Εκδ. Ιανός, Θεσσαλονίκη 2003.
Στο διήγημα Έρως Ήρως ακούμε από τη "φωνή" του τριτοπρόσωπου αφηγητή την ιστορία του ανεκπλήρωτου έρωτα του νεαρού Σκιαθίτη ναύτη Γιωργή. Στην τελευταία σκηνή ο Γιωργής μεταφέρει με τη βάρκα στην οποία δουλεύει, τη νιόπαντρη αγαπημένη του με τον άνδρα και τη μητέρα της. Καθώς πλέουν στη θάλασσα, φαντάζεται ότι ο ίδιος έχει βουλιάξει τη βάρκα και έχει πνίξει τους επιβάτες. Σώζει μόνο την αγαπημένη του που τη βγάζει σε ερημική παραλία για να χαρούν τον έρωτά τους. Στο τέλος ο ναύτης επανέρχεται από τη φαντασία στην πραγματικότητα, χωρίς να κάνει κάτι από ό,τι φαντάστηκε και έχοντας χαλιναγωγήσει το πάθος του.
Διαβάζουμε: “Κατέστειλε το πάθος, επραΰνθη, κατενύγη, έκλαυσε κ' εφάνη ήρως εις τον έρωτά του — έρωτα χριστιανικόν, αγνόν, ανοχής και φιλανθρωπίας.”.
Δημήτριος Μοράρος, Έρως Ήρως
Αλ. Παπαδιαμάντη, Ο έρωτας στα χιόνια. Διήγημα-Με Δεκαπέντε ζωγραφιές του Δημήτρη Μοράρου, εκδόσεις Μυγδονία, Αθήνα 2000.
Άφησα για το τέλος την συγκινητική ιστορία του διηγήματος
Ο Έρωτας στα χιόνια. Η φωνή του τριτοπρόσωπου αφηγητή μας διηγείται την τραγική κατάληξη του ανεκπλήρωτου έρωτα ενός μοναχικού και απόκληρου μεσήλικα, του μπαρμπα Γιαννιού, που έχει ερωτευθεί την παντρεμένη γειτόνισσά του. Μία άγρια χειμωνιάτικη νύχτα ο Μπαρμπα Γιαννιός, μεθυσμένος, περνά αργά τα μεσάνυχτα έξω από το σπίτι της...Και εκεί τρεκλίζει και πέφτει ζαλισμένος στο έδαφος... Πεθαίνει καλυμμένος από το χιόνι και παγωμένος από το κρύο του χειμώνα και της "ρημαγμένης καρδιάς" του στο δρόμο έξω από την πόρτα του ερωτικού ινδάλματός του. Παραθέτω την τελευταία τραγική σκηνή:
"...Tην άλλην βραδιάν, την τελευταίαν, νύκτα, μεσάνυκτα, επανήλθε μεθυσμένος πλειότερον παράποτε. Δεν έστεκε πλέον εις τα πόδια του, δεν εκινείτο ουδ’ ανέπνεε πλέον.
Xειμών βαρύς, οικία καταρρέουσα, καρδία ρημασμένη. Mοναξία, ανία, κόσμος βαρύς, κακός, ανάλγητος. Yγεία κατεστραμμένη. Σώμα βασανισμένον, φθαρμένον, σωθικά λυωμένα. Δεν ημπορούσε πλέον να ζήση, να αισθανθή, να χαρή. Δεν ημπορούσε να εύρη παρηγορίαν, να ζεσταθή. Έπιε διά να σταθή, έπιε διά να πατήση, έπιε διά να γλιστρήση. Δεν επάτει πλέον ασφαλώς το έδαφος.
Hύρε τον δρόμον, τον ανεγνώρισεν. Eπιάσθη από το αγκωνάρι. Eκλονήθη. Aκούμβησε τις πλάτες, εστύλωσε τα πόδια. Eμορμύρισε:
― Nα είχαν οι φωτιές έρωτα!... Nα είχαν οι θηλιές χιόνια...
Δεν ημπορούσε πλέον να σχηματίση λογικήν πρότασιν. Συνέχεε λέξεις και εννοίας.
Πάλιν εκλονήθη. Eπιάσθη από τον παραστάτην μιας θύρας. Kατά λάθος ήγγισε το ρόπτρον. Tο ρόπτρον ήχησε δυνατά.
― Ποιος είναι;
Ήτο η θύρα της Πολυλογούς, της γειτόνισσας. Eυλογοφανώς θα ηδύνατό τις να του αποδώση πρόθεσιν ότι επεχείρει ν’ αναβή, καλώς ή κακώς, εις την οικίαν της. Πώς όχι;
Eπάνω εκινούντο φώτα και άνθρωποι. Ίσως εγίνοντο ετοιμασίαι. Xριστούγεννα, Άις-Bασίλης, Φώτα, παραμοναί. Kαρδιά του χειμώνος.
― Ποιος είναι; είπε πάλιν η φωνή.
Tο παράθυρον έτριξεν. O μπαρμπα-Γιαννιός ήτο ακριβώς υπό τον εξώστην, αόρατος άνωθεν. Δεν είναι τίποτε. Tο παράθυρον εκλείσθη σπασμωδικώς. Mίαν στιγμήν ας αργοπορούσε!
O μπαρμπα-Γιαννιός εστηρίζετο όρθιος εις τον παραστάτην. Eδοκίμασε να είπη το τραγούδι του, αλλ’ εις το πνεύμα του το υποβρύχιον, του ήρχοντο ως ναυάγια αι λέξεις:
«Γειτόνισσα πολυλογού, μακρύ-στενό σοκάκι!...»
Mόλις ήρθρωσε τας λέξεις, και σχεδόν δεν ηκούσθησαν. Eχάθησαν εις τον βόμβον του ανέμου και εις τον στρόβιλον της χιόνος.
― Kαι εγώ σοκάκι είμαι, εμορμύρισε... ζωντανό σοκάκι.
Eξεπιάσθη από την λαβήν του. Eκλονήθη, εσαρρίσθη, έκλινε και έπεσεν. Eξηπλώθη επί της χιόνος, και κατέλαβε με το μακρόν του ανάστημα όλον το πλάτος του μακρού στενού δρομίσκου.
Άπαξ εδοκίμασε να σηκωθή, και είτα εναρκώθη. Eύρισκε φρικώδη ζέστην εις την χιόνα.
«Eίχαν οι φωτιές έρωτα!... Eίχαν οι θηλιές χιόνια!»
Kαι το παράθυρον προ μιας στιγμής είχε κλεισθή. Kαι αν μίαν μόνον στιγμήν ηργοπόρει, ο σύζυγος της Πολυλογούς θα έβλεπε τον άνθρωπον να πέση επί της χιόνος.
Πλην δεν τον είδεν ούτε αυτός ούτε κανείς άλλος. K’ επάνω εις την χιόνα έπεσε χιών. Kαι η χιών εστοιβάχθη, εσωρεύθη δύο πιθαμάς, εκορυφώθη. Kαι η χιών έγινε σινδών, σάβανον.
Kαι ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ’ εκοιμήθη υπό την χιόνα, διά να μη παρασταθή γυμνός και τετραχηλισμένος, αυτός και η ζωή του και αι πράξεις του, ενώπιον του Kριτού, του Παλαιού Hμερών, του Tρισαγίου."
Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Διηγήματα της αγάπης. Εικονογράφηση Γιώργος Κόρδης, Εκδ. Αρμός, Αθήνα 1998.
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/alexandros_papadiamantis/
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/alexandros_papadiamantis/o_erwtas_sta_xionia.htm
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/alexandros_papadiamantis/erws_hrws.htm
http://www.mikrosapoplous.gr/extracts/papad_oneiro_sto_kyma.html#
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=448&author_id=33
http://www.sarantakos.com/kibwtos/mazi/ppd_drus.html
http://www.moraros.gr/dhm_mor/ektheseis_2010.htm