Ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932)
Με
τρεις γεωγραφικούς τόπους, τρεις θαλασσινούς τόπους, συνδέεται η ζωή του ποιητή
Λάμπρου Πορφύρα: γεννήθηκε στη Χίο το 1879, διέμεινε με την οικογένειά του στη Σύρο
από το 1881 έως το 1888 και στη συνέχεια έζησε στον Πειραιά έως το τέλος της ζωής
του, το 1932. Από τον Πειραιά μετακινήθηκε ελάχιστα. Ίσως, για αυτό, η θάλασσα έχει
σημαντική θέση στην ποίησή του. Ο κυριότερος όμως τόπος που κινήθηκε, που ταξίδεψε
κατά τη διάρκεια της ζωἠς του, ήταν ένας τόπος μαγικός, φευγαλέος και άπιαστος,
μακρινός και ανέγγιχτος, ο τόπος της περισυλλογής και αναπόλησης, ο τόπος ενός σιωπηλού ουτοπικού επέκεινα, ένας τόπος του ονείρου, ο τόπος της ποίησης και μάλιστα της ποιητικής εκδοχής του συμβολισμού.
O Λάμπρος Πορφύρας (1879-1932). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Δημητρίου Συψώμου.
Ο Λάμπρος Πορφύρας θεωρείται ένας από τους κύριους εκπροσώπους του συμβολισμού στη νεοελληνική ποίηση. Μαζί με τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο, τον Μιλτιάδη Μαλακάση και κάποιους άλλους, είχε καθοριστικό ρόλο στην εισαγωγή και τη διαμόρφωση του συμβολισμού στη νεοελληνική ποίηση. Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Σύψωμος. Για τις δημοσιεύσεις όμως των ποιημάτων και των κειμένων του χρησιμοποιούσε το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Λάμπρος Πορφύρας από τα δύο ομώνυμα ποιήματα του Διονυσίου Σολωμού (Λάμπρος, Πόρφυρας). Παρά το γεγονός ότι αρχικά βρέθηκε υπό την ισχυρή ποιητική επιρροή του Διονυσίου Σολωμού και του Κωστή Παλαμά, στη συνέχεια δέχθηκε τις επιδράσεις του ευρωπαϊκού συμβολισμού και κυρίως των Γάλλων συμβολιστών ποιητών.
Τελείωσε το Ελληνικό Σχολείο στην Πλάκα και το Α´ Γυμνάσιο Πειραιά. Ενώ ήταν μαθητής του Γυμνασίου, δημοσίευσε στην εφημερίδα Άστυ (1894) το ποίημα Θλίψη του Μαρμάρου με το οποίο αμέσως προκάλεσε το ενδιαφέρον των λογοτεχνικών κύκλων και ιδιαίτερα του Κωστή Παλαμά. Η ποίησή του έγινε από την αρχή θετικά αποδεκτή από τον Κωστή Παλαμά, τον Γρηγόριο Ξενόπουλο, τον Παύλο Νιρβάνα, τον Κωνσταντίνο Χατζόπουλο και πολλούς άλλους, ακόμα και από τον Κωνσταντίνο Καβάφη.
Ο Κωστής Παλαμάς δέχτηκε θερμά την ποίηση του Πορφύρα και τον ίδιο το νεαρό ποιητή στα λογοτεχνικά απογευματινά-εσπερινά που διοργάνωνε στο σπίτι του. Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα οι νεαροί ποιητές που σύχναζαν στο σπίτι του Παλαμά είχαν πολλές ελπίδες να τύχουν αναγνώρισης για το έργο τους από το τότε περιορισμένο αναγνωστικό κοινό. Ο Πορφύρας, παρά το ότι δεν ακολούθησε την παλαμική παράδοση, εκτιμούσε ιδιαίτερα το έργο του Παλαμά. Φαίνεται επίσης ότι διατηρούσε προσωπικές σχέσεις μαζί του. Το 1898 πήγε στην Αθήνα για να επισκεφθεί τον ετοιμοθάνατο μικρό γιο του Κωστή Παλαμά, τον Άλκη.
Ο Λάμπρος Πορφύρας φοίτησε στη νομική στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του. Το 1900 ταξίδεψε για σύντομο διάστημα στην Ευρώπη, στο Παρίσι όπου ήλθε σε επαφή με τους λογοτεχνικούς κύκλους χάρη στη μεσολάβηση του Έλληνα ποιητή Ζαν Μωρεάς που ζούσε στη γαλλική πρωτεύουσα, στη Ρώμη και το Λονδίνο. Επέστρεψε όμως στην Ελλάδα και έζησε έως το θάνατό του στον Πειραιά στο οικογενειακό σπίτι (ζούσε μαζί με τη μητέρα και την αδελφή του), δημοσιεύοντας ποιήματα στα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής. Αν και ήταν ως προς την ιδιοσυγκρασία, κλειστός, μοναχικός, χαμηλών τόνων, μετριοπαθής και φειδωλός στη διατύπωση των απόψεων του, υπήρξε ενεργός δημοτικιστής (δε συμμεριζόταν, όμως, τις ακραίες απόψεις του Ψυχάρη για τη δημοτική γλώσσα) και μέλος του Εκπαιδευτικού Ομίλου (1911). Γνώριζε, επίσης, τις νέες τότε σοσιαλιστικές ιδέες και συνυπέγραψε το καταστατικό της Σοσιαλιστικής και Δημοκρατικής Κίνησης. Το 1907 είχε μιλήσει με ενθουσιασμό για το βιβλίο του σοσιαλιστή Σκληρού Το Κοινωνικόν μας Ζήτημα. Ωστόσο, στην ποίησή του τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα, καθώς και τα σύγχρονα γεγονότα μένουν μακριά, σχεδόν αποκλεισμένα.
Ο ποιητής Κωνσταντίνος Χατζόπουλος. Θεωρείται εισηγητής του συμβολισμού στη νεοελληνική λογοτεχνία. Ο Πορφύρας συνδέθηκε στενά μαζί του και προφανώς επηρεάστηκε από αυτόν. Ο Χατζόπουλος ήταν δημοτικιστής και από τους πρώτους Έλληνες γνώστες των ιδεών του σοσιαλισμού. Την περίοδο 1897-1912 ο Πορφύρας διατηρεί αλληλογραφία με τον Χατζόπουλο. Οι επιστολές, που έχουν δημοσιευθεί, αποκαλύπτουν πτυχές του χαρακτήρα του μοναχικού Λάμπρου Πορφύρα και αποτελούν πηγή για τους ιδεολογικούς προβληματισμούς του νεαρού ποιητή. Στις επιστολές αυτές ο Πορφύρας μιλά με ειρωνική και αυτοσαρκαστική διάθεση για την ασθενική του κράση και τις οικονομικές δυσκολίες. Τον συντηρούσε οικονομικά ο αδελφός του Θεόδωρος Σύψωμος που εργαζόταν στις Ινδίες στα καταστήματα Ράλλη.
Ο Λάμπρος Πορφύρας στρατεύτηκε δύο φορές, το 1911 και το 1915, λαμβάνοντας μέρος στους βαλκανικούς πολέμους και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Ο Δημήτριος Πικιώνης, ένας από τους θεμελιωτές της νεότερης ελληνικής αρχικτεκτονικής, καταγόταν από τη Χίο και ήταν εξάδελφος του Λάμπρου Πορφύρα.
Ο ποιητής Κωνσταντίνος Καβάφης. Γνώριζε τον Πορφύρα και συμπαθούσε το ποιητικό του έργο. Ο Πορφύρας σύστησε τον Καβάφη στην ποιήτρια Μυρτιώτισσα και της πρότεινε να τον επισκεφθεί, όταν αυτή βρέθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Ο ποιητής και κριτικός Τέλλος Άγρας μίλησε θετικά για την ποίηση του Λἀμπρου Πορφύρα. "H θέση του, απ᾽αρχής σεβαστή, στάθηκε πάντα αναφαίρετη και στερεά", σημειώνει στα Κριτικά ο Τέλλος Άγρας και προσθέτει ότι "τον Πορφύρα αγαπά-ποιος θα το πίστευε;-ως και ο Καβάφης!".
Κατά τη διάρκεια της ζωής του ο Λάμπρος Πορφύρας εξέδωσε μόνο μία ποιητική συλλογή με τον τίτλο Σκιες (1920), ενώ το 1934, μετά το θάνατο του ποιητή (το 1932), εκδόθηκε με επιμέλεια του αδελφού του και η ποιητική συλλογή με τίτλο Μουσικές Φωνές. Τα ποιήματα του Πορφύρα κρατούν τις αποστάσεις από τη Σολωμική και Παλαμική παράδοση και βρίσκονται πολύ κοντά στις ποιητικές αναζητήσεις του Κ. Χατζόπουλου, του Ρ. Φιλύρα, του Ν. Λαπαθιώτη και των πρώτων έργων του Κ. Καρυωτάκη. Δεν υπάρχει αμφιβολία, όπως ήδη έχουμε επισημάνει, ότι εντάσσονται και κινούνται στο ποιητικό χώρο του ευρωπαϊκού συμβολισμού.
Η μουσικότητα, ο λυρισμός που κρύβεται πίσω από τις εικόνες της φύσης, η υποβλητική ατμόσφαιρα, η περισυλλογή και η περιπλάνηση, η μοναξιά, η αίσθηση της σιωπής, η αναζήτηση του άυλου και του άπιαστου, το φευγαλέο και το συγκεχυμένο, η μυστική συνομιλία με τη φύση, ο οραματισμός ενός κόσμου που περιβάλλεται στην αχλύ και βρίσκεται σ᾽ένα μυστηριώδες επέκεινα που δεν αποκαλύπτεται ποτέ πλήρως και επαρκώς, η αναζήτηση του ιδανικού και του ουτοπικού, η απώλεια και η απογοήτευση είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά και τα θέματα της ποίησης του Πορφύρα.
Το ποιητικό υποκείμενο αντιλαμβάνεται τη φύση προσωποποιημένη και αποδίδει ανθρώπινα χαρακτηριστικά στα στοιχεία της φύσης. Με άλλα λόγια, όπως συμβαίνει στην ποίηση του συμβολισμού, τα ανθρώπινα συναισθήματα μεταστοιχειώνονται στη φύση.
Ο χωροχρόνος του ποιητικού υποκειμένου τοποθετείται στο όνειρο και στα βάθη της μνήμης. Το ποιητικό "εγώ" περιπλανιέται στη φύση (το στοιχείο που αγαπά είναι κυρίως το νερό), σε ρεματιές και σε πηγές, αλλά και σε τρικυμισμένες ή γαλήνιες ακρογιαλιές, σε απόκρυφα λιμάνια, συναντά και ερωτεύεται νεραΐδες, νύφες και αιθέριες τρυφερές κοπέλλες, νοσταλγεί αυτό που δεν είχε ποτέ, αυτό που απώλεσε προτού το αποκτήσει, αναπολεί αυτό που πάντα του διαφεύγει...
Η ποίηση του Λάμπρου Πορφύρα μας καλεί για ταξίδια σε κόσμους φευγαλέων οραμάτων, ταξίδια αναζήτησης του ανέφικτου...
Η ποιήτρια Μυρτιώτισσα καταγράφει τις εντυπώσεις της από τα λογοτεχνικά απογευματινά στο σπίτι του Κ. Παλαμά. Θυμάται τον τρυφερό, μοναχικό και ντροπαλό Λάμπρο Πορφύρα. Ο Λάμπρος Πορφύρας της συνέστησε να επισκεφθεί τον ποιητή Καβάφη στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
|
Εργογραφία
(πρώτες αυτοτελείς εκδόσεις)
Ι.Ποίηση
• Σκιές. Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείο Γ.Βασιλείου, Αθήνα 1920.
• Οι μουσικές φωνές. Τα χρονικά, Αθήνα 1934.
ΙΙ.Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Άπαντα• έκρινε Γ.Βαλέτας. Αθήνα, Πηγή, 1956 (και έκδοση β’ συμπληρωμένη, Αθήνα, Βασιλείου, χ.χ.).
• Τα ποιήματα (1894-1932). Αθήνα, Ελληνική Βιβλιοθήκη-Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, 1993.
Για αναλυτικότερα εργογραφικά στοιχεία του Πορφύρα βλ. Βαλέτας Γ, Πορφύρας · Άπαντα, σ. 318-331. Αθήνα, Βασιλείου, χ.χ. (έκδ. β' συμπληρωμένη) και Κατσίμπαλης Κ.Γ., Βιβλιογραφία Λάμπρου Πορφύρα. Αθήνα, 1956. |
Βλ. επίσης,
Λ. Πορφύρας: Μία χώρα πάντα σιωπηλή, επιμέλεια και ανθολόγηση Έλλη Φιλοκύπρου, εκδ. Ανθολόγος Ερμής, Αθήνα 1999, σ. 11-35.