Μέρα Μαγιού του 1936. Όταν η τέχνη συναντά την ιστορία
Από μία φωτογραφία σ΄ ένα ποίημα
Από μία φωτογραφία σ΄ ένα ποίημα
Από ένα ποίημα σε μία μουσική σύνθεση
Είναι γνωστό ότι ο μήνας Μάιος συνδέεται με τους αγώνες των εργαζομένων και κυρίως του εργατικού κινήματος για την εξασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων. Η πρώτη μέρα του μήνα, η Πρωτομαγιά, είναι για τον λεγόμενο Δυτικό Κόσμο η μέρα εορτασμού των εργατικών δικαιωμάτων που κατακτήθηκαν με σκληρούς αγώνες. Αφού, λοιπόν, βρισκόμαστε στις τελευταίες μέρες του Μάη, σκέφτομαι να τον αποχαιρετήσουμε με μία ανάρτηση που τα τελευταία χρόνια, κάθε Μάιο σχεδιάζω, αλλά δεν προλαβαίνω να κάνω.
Θα μιλήσω για τα γεγονότα της πανεργατικής απεργίας που διαδραματίστηκαν τον Μάιο του 1936 στη Θεσσαλονίκη, στα οποία αναφέρονται πολλές σελίδες του έντυπου και ηλεκτρονικού λόγου. ... Θα εστιάσω κυρίως σε μία σκηνή που διαδραματίστηκε κατά τη διάρκεια των ένθερμων διαδηλώσεων-διαμαρτυριών στο ιστορικό κέντρο της πόλης στις 9 του Μάη του 1936. Η εικόνα διασώθηκε στη συλλογική ιστορική μνήμη, γιατί αποτυπώθηκε σε φωτογραφικό στιγμιότυπο και δημοσιεύτηκε στον τύπο της εποχής, προκαλώντας δυνατή συγκίνηση και μεγάλη απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Μία μητέρα έχει γονατίσει στο δρόμο δίπλα στο σώμα του σκοτωμένου παιδιού της και θρηνεί σπαρακτικά για τον άδικο χαμό του. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μία εικόνα που προϋπήρχε βαθειά εντυπωμένη στη συλλογική συνείδηση για αιώνες, μία είκονα που ανακαλεί στη μνήμη σκηνές από την αρχαία ελληνική ποιητική παράδοση (ομηρικά έπη, τραγωδίες) αλλά και τον Επιτάφιο θρήνο της Παναγίας.
Η δημοσίευση της φωτογραφίας εμπνέει τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο να δημιουργήσει μία ποιητική σύνθεση που έγινε γνωστή με τον τίτλο "Επιτάφιος". Χάρη στην Τέχνη και συγκεκριμένα μέσω του ποιητικού λόγου, μία πληροφορία, η οποία είχε γίνει είδηση για το ευρύ κοινό, ξεπερνά το εφήμερο και διασώζεται στο διηνεκές. Χάρη στην Τέχνη, μία πληροφορία από τη μικροϊστορία ξεπερνά το τοπικό και προσωπικό πλαίσιο και αποκτά καθολικό χαρακτήρα. Μία φωτογραφία, που απεικονίζει πρόσωπα σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, μεταφέρει την εικόνα μίας στιγμής από την πραγματικότητα και πυροδοτεί τη συγκίνηση του ποιητή με αποτέλεσμα την ποιητική έκφραση. Ο ποιητής προσλαμβάνει την πραγματικότητα της φωτογραφίας και την αναπλαισιώνει στη δική του πραγματικότητα, αφαιρώντας και συνθέτοντας. Ο ποιητικός λόγος αφαιρεί στοιχεία από την ταυτότητα του ιστορικού γεγονότος και μεταφέρει όχι την ίδια τη φωτογραφία, αλλά την προσλαμβάνουσα "εικόνα" της μάνας. Ο θρήνος, ο σπαραγμός της μάνας για τον άδικο χαμό του γιου της μία μέρα της Άνοιξης, μια μέρα του Μαγιού προσλαμβάνεται και εκφράζεται ως επιτάφιος θρήνος και λαϊκό μοιρολόι....
Η δημοσίευση της φωτογραφίας εμπνέει τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο να δημιουργήσει μία ποιητική σύνθεση που έγινε γνωστή με τον τίτλο "Επιτάφιος". Χάρη στην Τέχνη και συγκεκριμένα μέσω του ποιητικού λόγου, μία πληροφορία, η οποία είχε γίνει είδηση για το ευρύ κοινό, ξεπερνά το εφήμερο και διασώζεται στο διηνεκές. Χάρη στην Τέχνη, μία πληροφορία από τη μικροϊστορία ξεπερνά το τοπικό και προσωπικό πλαίσιο και αποκτά καθολικό χαρακτήρα. Μία φωτογραφία, που απεικονίζει πρόσωπα σε συγκεκριμένο χρόνο και τόπο, μεταφέρει την εικόνα μίας στιγμής από την πραγματικότητα και πυροδοτεί τη συγκίνηση του ποιητή με αποτέλεσμα την ποιητική έκφραση. Ο ποιητής προσλαμβάνει την πραγματικότητα της φωτογραφίας και την αναπλαισιώνει στη δική του πραγματικότητα, αφαιρώντας και συνθέτοντας. Ο ποιητικός λόγος αφαιρεί στοιχεία από την ταυτότητα του ιστορικού γεγονότος και μεταφέρει όχι την ίδια τη φωτογραφία, αλλά την προσλαμβάνουσα "εικόνα" της μάνας. Ο θρήνος, ο σπαραγμός της μάνας για τον άδικο χαμό του γιου της μία μέρα της Άνοιξης, μια μέρα του Μαγιού προσλαμβάνεται και εκφράζεται ως επιτάφιος θρήνος και λαϊκό μοιρολόι....
Το φύλλο της εφημερίδας "Ριζοσπάστης" με ημερομηνία 10 Μαϊου του 1936. Αναφέρεται στα αιματηρά γεγονότα της προηγούμενης ημέρας στη Θεσσαλονίκη και δημοσιεύει φωτογραφίες με στιγμιότυπα από δρόμους του ιστορικού κέντρου της πόλης όπου διαδραματίστηκαν τα επεισόδια της διαδήλωσης. Οι δυνάμεις της χωροφυλακής χτυπούν τους άοπλους διαδηλωτές της εργατικής απεργίας με αποτέλεσμα νεκρούς στους δρόμους...
Λεπτομέρεια της φωτογραφίας που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης του Ρίτσου για τη σύνθεση του ποιητικού έργου "Επιτάφιου". Στις 9 Μαΐου του 1936 η μάνα του νεκρού διαδηλωτή Τάσου Τούση έχει γονατίσει στο δρόμο και θρηνεί τον γιο της. Ο Τούσης ήταν αυτοκινητιστής που συμμετείχε στην πανεργατική απεργία και τη διαδήλωση στη Θεσσαλονίκη. Οι σύντροφοί του έχουν τοποθετήσει το σώμα του πάνω στο φύλλο μίας πόρτας που είχαν ξυλώσει από κάπου, για να τον μεταφέρουν. Ο ποιητής συγκλονίζεται από την εικόνα του θρήνου της μάνας και συνθέτει μία ποιητική σύνθεση με χαρακτηριστικά Επιτάφιου Θρήνου και λαϊκού μοιρολογιού.
Οι διαδηλώσεις στη Θεσσαλονίκη συνεχίστηκαν και την επόμενη ημέρα κατά τη διάρκεια της κηδείας των νεκρών διαδηλωτών. Φωτογραφία της 10ης Μαΐου του 1936. Από τον Απρίλιο είχαν ξεκινήσει οι κινητοποιήσεις και οι απεργίες των καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη που στη συνέχεια επεκτάθηκαν σε άλλες πόλεις. Διεκδικούσαν καλύτερες συνθήκες εργασίας, όπως οκτάωρο εργασίας. Το Μάιο
Φύλλο της εφημερίδας "Μακεδονία" με ημερομηνία 12 Μαΐου 1936. Ένα φωτογραφικό ρεπορτάζ στους δρόμους της Θεσσαλονίκης με στιγμιότυπα από τα "αιματηρά γεγονότα του αγωνιώδους τριημέρου" στη Θεσσαλονίκη. Τελικά οι καπνέμποροι δέχθησαν τα αιτήματα των καπνεργατών.
Η αρχική μορφή της ποιητικής σύνθεσης του Γιάννη Ρίτσου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "Ριζοσπάστης" της 12ης Μαΐου 1936 με τον τίτλο «Μοιρολόι» και αφιέρωση Στους ηρωϊκούς εργάτες της Θεσσαλονίκης.
Το φύλλο της εφημερίδας "Ριζοσπάστη" με ημερομηνία 12 Μαΐου 1936, στο οποίο δημοσιεύεται το "Μοιρολόι" του Γιάννη Ρίτσου. Αποτελείται από τρία ποιητικά άσματα με 44 στίχους.
Ακολουθεί η πρώτη έκδοση του ποιητικού έργου με τον τίτλο «Επιτάφιος" από τον εκδοτικό οίκο του "Ριζοσπάστη" τον Ιούνιο του 1936. Η έκταση του έργου είναι πολύ μεγαλύτερη. Αποτελείται από 14 άσματα και 224 στίχους. Είκοσι χρόνια αργότερα, το 1956, από τις εκδόσεις "Κέδρος" κυκλοφόρησε η οριστική έκδοση του έργου με έξι επιπλέον άσματα. Η οριστική αυτή έκδοση περιλαμβάνει 20 άσματα, τα οποία αποτελούνται από 8 δίστιχα το καθένα, εκτός από το 19ο και το 20ο άσμα, που αποτελούνται από 9 δίστιχα. Ο στίχος είναι ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος ομοικατάληκτος και είναι εμφανείς οι επιρροές από την Κρητική Λογοτεχνία, τον Διονύσιο Σολωμό, τα δημοτικά μοιρολόγια. Ο τίτλος "Επιτάφιος" αναμφισβήτητα αποτελεί αναφορά στον Χριστιανικό Επιτάφιο και στον θρήνο της Μάνας-Παναγίας.
Μία ακόμα φωτογραφία από το μοιρολόι της μάνας στις 9 Μαΐου του 1936. Θα μπορούσε να είναι η Θέτιδα, η Ιοκάστη, η ίδια η Παναγία, μία οποιαδήποτε μάνα σε οποιαδήποτε χρονολογία σε κάθε τόπο που θρηνεί για τον άδικο χαμό του αγωνιστή γιού της...
"Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της."...
Με τα παρακάτω λόγια προλογίζει ο Γιάννης Ρίτσος την πρώτη έκδοση του ποιητικού του έργου "Επιτάφιος" από τις εκδόσεις του Ριζοσπάστη τον Ιούνιο του 1936.
"Θεσσαλονίκη. Μάης τοῦ 1936. Μιὰ μάνα, καταμεσὶς τοῦ δρόμου, μοιρολογάει τὸ σκοτωμένο παιδί της. Γύρω της καὶ πάνω της, βουΐζουν καὶ σπάζουν τὰ κύματα τῶν διαδηλωτῶν - τῶν ἀπεργῶν καπνεργατῶν. Ἐκείνη συνεχίζει τὸ θρῆνο της."...
Η πρώτη έκδοση του "Επιτάφιου" από το εκδοτικό οίκο του "Ριζοσπάστη" τον Ιούνιο του 1936. Χαρακτικό του Λυδάκη.
Και γω, μη μου βασκάνουνε, λεβέντη μου, τέτοιο άντρα,
Ξυλογραφία του Τάσσου από την 30η έκδοση του "Επιτάφιου", Κέδρος 1979.
Επιλέγω τα πρώτα αποσπάσματα από την τελική έκδοση του Επιταφίου. Κάποιοι από τους στίχους είναι γνωστοί στο ευρύ κοινό, γιατί έχουν μελοποιηθεί και τραγουδηθεί.
I
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχειάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου,
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γροικάς τα που πικρά σου λέω;
Γιόκα μου, εσύ που γιάτρευες κάθε παράπονό μου,
που μάντευες τί πέρναγε κάτου απ’ το τσίνορό μου,
Τώρα δε με παρηγοράς και δε μου βγάζεις άχνα
και δε μαντεύεις τις πληγές που τρώνε μου τα σπλάχνα;
Πουλί μου, εσύ που μου ’φερνες νεράκι στην παλάμη
πώς δε θωρείς που δέρνουμαι και τρέμω σαν καλάμι;
Στη στράτα εδώ καταμεσίς τ’ άσπρα μαλλιά μου λύνω
και σου σκεπάζω της μορφής το μαραμένο κρίνο.
Φιλώ το παγωμένο σου χειλάκι που σωπαίνει
κ’ είναι σα να μου θύμωσε και σφαλιγμένο μένει.
Δε μου μιλείς κ’ η δόλια εγώ τον κόρφο, δες, ανοίγω
και στα βυζιά που βύζαξες τα νύχια, γιε μου, μπήγω.
II
Κορώνα μου, αντιστύλι μου, χαρά των γερατειώ μου,
ήλιε της βαρυχειμωνιάς, λιγνοκυπάρισσό μου,
Πώς μ’ άφησες να σέρνουμαι και να πονώ μονάχη
χωρίς γουλιά, σταλιά νερό και φως κι ανθό κι αστάχυ;
Με τα ματάκια σου έβλεπα της ζωής κάθε λουλούδι,
με τα χειλάκια σου έλεγα τ’ αυγερινό τραγούδι.
Με τα χεράκια σου τα δυο, τα χιλιοχαϊδεμένα,
όλη τη γης αγκάλιαζα κι όλ’ είτανε για μένα.
Νιότη απ’ τη νιότη σου έπαιρνα κι ακόμη αχνογελούσα,
τα γερατειά δεν τρόμαζα, το θάνατο αψηφούσα.
Και τώρα πού θα κρατηθώ, πού θα σταθώ, πού θα ’μπω,
που απόμεινα ξερό δεντρί σε χιονισμένο κάμπο;
Γιε μου, αν δε σου ’ναι βολετό να ’ρθεις ξανά σιμά μου,
πάρε μαζί σου εμένανε, γλυκειά μου συντροφιά μου.
Κι αν είν’ τα πόδια μου λιγνά, μπορώ να πορπατήσω
κι αν κουραστείς, στον κόρφο μου, γλυκά θα σε κρατήσω.
III
Μαλλιά σγουρά που πάνω τους τα δάχτυλα περνούσα
τις νύχτες που κοιμόσουνα και πλάι σου ξαγρυπνούσα,
Φρύδι μου, γαϊτανόφρυδο και κοντυλογραμμένο,
—καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο,
Μάτια γλαρά που μέσα τους αντίφεγγαν τα μάκρη
πρωινού ουρανού, και πάσκιζα μην τα θαμπώσει δάκρυ,
Χείλι μου μοσκομύριστο που ως λάλαγες ανθίζαν
λιθάρια και ξερόδεντρα κι αηδόνια φτερουγίζαν,
Στήθεια πλατιά σαν τα στρωτά φτερούγια της τρυγόνας
που πάνωθέ τους κόπαζε κ’ η πίκρα μου κι ο αγώνας,
Μπούτια γερά σαν πέρδικες κλειστές στα παντελόνια
που οι κόρες τα καμάρωναν το δείλι απ’ τα μπαλκόνια,
σου κρέμαγα το φυλαχτό με τη γαλάζια χάντρα,
Μυριόρριζο, μυριόφυλλο κ’ ευωδιαστό μου δάσο,
πώς να πιστέψω η άμοιρη πως μπόραε να σε χάσω;
VI
Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, που ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω
Στὸ λιακωτό καὶ κοίταζες καὶ δίχως νὰ χορταίνεις
ἄρμεγες μὲ τὰ μάτια σου τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης
Καὶ μὲ τὸ δάχτυλο ἁπλωτό μοῦ τἄδειχνες ἕνα-ἕνα
τὰ ὅσα γλυκά, τὰ ὅσα καλά κι ἀχνά καὶ ροδισμένα
Καὶ μοὔδειχνες τὴ θάλασσα νὰ φέγγει πέρα, λάδι,
καὶ τὰ δεντρά καὶ τὰ βουνά στὸ γαλανό μαγνάδι
Καὶ τὰ μικρά καὶ τὰ φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αὐτές τὶς διαμαντόπετρες που ἵδρωνε δίπλα ἡ στάμνα.
Μά, γιόκα μου, κι ἂν μοὔδειχνες τ' ἀστέρια καὶ τὰ πλάτια,
τἄβλεπα ἐγὼ πιό λαμπερά στὰ θαλασσιά σου μάτια.
Καὶ μοῦ ἱστοροῦσες μὲ φωνὴ γλυκειά, ζεστή κι ἀντρίκια
τόσα ὅσα μήτε τοῦ γιαλοῦ δέ φτάνουν τὰ χαλίκια
Καὶ μοὔλεες, γιέ, πὼς ὅλ' αὐτά τὰ ὡραῖα θἆναι δικά μας,
καὶ τώρα ἐσβήστης κ' ἔσβησε τὸ φέγγος κ’ ἡ φωτιά μας.
Ξυλογραφία του Τάσσου από την 30η έκδοση του "Επιτάφιου", Κέδρος 1979.
IV
Γιέ μου, ποιά Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιά μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;
Πουρνό-πουρνό μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακρυά ὁ καμπανοκρούστης.
Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνά-πυκνά ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.
Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζί κι ἀηδόνι.
Καὶ γὼ ἡ φτωχειά κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλή κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνή ἡ ματιά μου ἐφίλα
Μιά-μιά τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θώρι
κι ἀγάλλομουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.
Κι οὐδέ κακόβαλα στιγμή κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρός τὰ βόλια νὰ κρατήσω.
Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτές μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὤ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.
V
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
Ἡ μπλέ σου ἡ μπλούζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερό τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργός θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρό περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιές ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
Γιέ μου, ποιά Μοῖρα στὄγραφε καὶ ποιά μοῦ τὄχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά στὰ στήθεια μου ν᾿ ἀνάψει;
Πουρνό-πουρνό μοῦ ξύπνησες, μοῦ πλύθηκες, μοῦ ἐλούστης
πριχοῦ σημάνει τὴν αὐγὴ μακρυά ὁ καμπανοκρούστης.
Κοίταες μὴν ἔφεξε συχνά-πυκνά ἀπ᾿ τὸ παραθύρι
καὶ βιαζόσουν σὰ νἄτανε νὰ πᾶς σὲ πανηγύρι.
Εἶχες τὰ μάτια σκοτεινά, σφιγμένο τὸ σαγόνι
κι εἴσουν στὴν τόλμη σου γλυκός, ταῦρος μαζί κι ἀηδόνι.
Καὶ γὼ ἡ φτωχειά κ᾿ ἡ ἀνέμελη καὶ γὼ ἡ τρελλή κ᾿ ἡ σκύλα,
σοὔψηνα τὸ φασκόμηλο κι ἀχνή ἡ ματιά μου ἐφίλα
Μιά-μιά τὶς χάρες σου, καλέ, καὶ τὸ λαμπρό σου θώρι
κι ἀγάλλομουν καὶ γέλαγα σὰν τρυφερούλα κόρη.
Κι οὐδέ κακόβαλα στιγμή κι οὐδ᾿ ἔτρεξα ξοπίσω
τὰ στήθεια μου νὰ βάλω μπρός τὰ βόλια νὰ κρατήσω.
Κι ἔφτασ᾿ ἀργὰ κι, ὤ, ποὺ ποτές μὴν ἔφτανε τέτοια ὥρα
κι, ὤ, κάλλιο νὰ γκρεμίζονταν στὸ καύκαλό μου ἡ χώρα.
V
Σήκω, γλυκέ μου, ἀργήσαμε· ψηλώνει ὁ ἥλιος· ἔλα,
καὶ τὸ φαγάκι σου ἔρημο θὰ κρύωσε στὴν πιατέλα.
Ἡ μπλέ σου ἡ μπλούζα τῆς δουλειᾶς στὴν πόρτα κρεμασμένη
θὰ καρτεράει τὴ σάρκα σου τὴ μαρμαρογλυμμένη.
Θὰ καρτεράει τὸ κρύο νερό τὸ δροσερό σου στόμα,
θὰ καρτεράει τὰ χνῶτα σου τ᾿ ἀσβεστωμένο δῶμα.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ γάτα μας στὰ πόδια σου νὰ παίξει
κι ὁ ἥλιος ἀργός θὰ καρτερᾷ στὰ μάτια σου νὰ φέξει.
Θὰ καρτεράει κ᾿ ἡ ρούγα μας τ᾿ ἁδρό περπάτημά σου
κ᾿ οἱ γρίλιες οἱ μισάνοιχτες τ᾿ ἀηδονολάλημά σου.
Καὶ τὰ συντρόφια σου, καλέ, ποὺ τὶς βραδιές ἐρχόνταν
καὶ λέαν καὶ λέαν κι ἀπ᾿ τὰ ἴδια τοὺς τὰ λόγια ἐφλογιζόνταν
Καὶ μπάζανε στὸ σπίτι μας τὸ φῶς, τὴν πλάση ἀκέρια,
παιδί μου, θὰ σὲ καρτερᾶν νὰ κάνετε νυχτέρια.
Καὶ γὼ θὰ καρτεράω σκυφτὴ βραδὶ καὶ μεσημέρι
νἀρθεῖ ὁ καλός μου, ὁ θάνατος, κοντά σου νὰ μὲ φέρει.
Ξυλογραφία του Τάσσου από την 30η έκδοση του "Επιτάφιου", Κέδρος 1979.
VI
Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, που ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω
Στὸ λιακωτό καὶ κοίταζες καὶ δίχως νὰ χορταίνεις
ἄρμεγες μὲ τὰ μάτια σου τὸ φῶς τῆς οἰκουμένης
Καὶ μὲ τὸ δάχτυλο ἁπλωτό μοῦ τἄδειχνες ἕνα-ἕνα
τὰ ὅσα γλυκά, τὰ ὅσα καλά κι ἀχνά καὶ ροδισμένα
Καὶ μοὔδειχνες τὴ θάλασσα νὰ φέγγει πέρα, λάδι,
καὶ τὰ δεντρά καὶ τὰ βουνά στὸ γαλανό μαγνάδι
Καὶ τὰ μικρά καὶ τὰ φτωχά, πουλιά, μερμήγκια, θάμνα,
κι αὐτές τὶς διαμαντόπετρες που ἵδρωνε δίπλα ἡ στάμνα.
Μά, γιόκα μου, κι ἂν μοὔδειχνες τ' ἀστέρια καὶ τὰ πλάτια,
τἄβλεπα ἐγὼ πιό λαμπερά στὰ θαλασσιά σου μάτια.
Καὶ μοῦ ἱστοροῦσες μὲ φωνὴ γλυκειά, ζεστή κι ἀντρίκια
τόσα ὅσα μήτε τοῦ γιαλοῦ δέ φτάνουν τὰ χαλίκια
Καὶ μοὔλεες, γιέ, πὼς ὅλ' αὐτά τὰ ὡραῖα θἆναι δικά μας,
καὶ τώρα ἐσβήστης κ' ἔσβησε τὸ φέγγος κ’ ἡ φωτιά μας.
VII
Εἴσουν καλός κ' εἴσουν γλυκός, κι εἶχες τίς χάρες ὅλες,
ὅλα τὰ χάδια τοῦ αγεριοῦ, τοῦ κήπου ὅλες τίς βιόλες.
Τό πόδι ἐλαφροπάτητο σάν τρυφερούλι ἐλάφι,
πάταγε τὸ κατώφλι μας κι ἔλαμπε σὰ χρυσάφι.
Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι;
Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει
Ὤχ, δὲν ἀκούστηκε ποτές καὶ δέ μπορεῖ νὰ γίνει
νὰ καίγουνται τὰ χείλια μου καὶ νἆμαι μπρός στὴν κρήνη,
Νἆμαι κοντά σου, ἀγόρι μου, καὶ νὰ σὲ κράζω ὠιμένα,
καὶ σύ μήτε νὰ νοιάζεσαι γιὰ τὴ φτωχούλα ἐμένα.
Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.
Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα;
Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.
Δόστε μου ἀϊτοί, νύχια, φτερά γιὰ νάν τους κυνηγήσω
καὶ τὴν καρδιά τους, μύγδαλο νάν τηνε ροκανίσω.
VIII
Ποῦ πέταξε τ' ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ' ἀφήνει;
Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.
Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στ' ἄσπρο μικρούλι σπίτι,
νὰ σ' ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ' ἔχω σάν σπουργίτι,
Νὰ ταΐζω σε στὴ φοῦχτα ου σπυρί-σπυρἰ τὴ ζωή μου
καὶ μὲς στὸν ἴσκιο σου νὰ ζῶ, καμαρωτό δεντρί μου.
Καμμιᾶς κοπέλας θησαυρό δέ στάθηκες νὰ πάρεις –
ἔφευγες πάντα ἐμπρός λαμπρός καὶ πάντα καβαλλάρης.
Κ' εἴταν χαρά σου νὰ σκορπᾷς, καὶ δόξα σου νὰ παίρνουν –
ν' ἀνασηκώνεις ἀπ' τὴ γῆς τὰ ὅσα βογγοῦν καὶ γέρνουν.
Κι ὅλα τὰ πλούτια σου, γλυκέ, στὸν κόσμο ἐχάριζές τα –
κι ὅλα τὰ χάρισες, κ' ἐμέ μ' ἀφῆκες δίχως ζέστα.
Γιέ μου, δέν ξέρω ἂν πρέπει μου νὰ σκύβω, νὰ σπαράζω,
γιά πρέπει μου ὄρθια νὰ σταθῶ, νὰ σέ χιλιοδοξάζω.
Πότε τὶς χάρες σου, μιά-μιά, τὶς παίζω κομπολόι,
πότε ξανά, λυγμό-λυγμό, τὶς δένω μοιρολόι.
IX
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα!
Κι, ἄχ, Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν εἰσουν Θεός κι ἄν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι ἄν εἰσουν δίκαιος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ μου, καλά μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορά που ὡρμήνευε, κάθε φορά που ἐμίλει:
Ἐ μ ε ῖ ς ταγίζουμε τὴ ζωή στὸ χέρι περιστέρι,
κ᾿ ἐ μ ε ῖ ς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δέν ἔχουμε στὸ χέρι –
Ἐ μ ε ῖ ς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοί κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιά δέ μοὔμεινε καμμιά χαρά καὶ πίστη –
καὶ τὸ χλωμό καὶ τὸ στερνό καντήλι μας ἐσβήστη.
Καί, τώρα, ἐπά’ σὲ ποιά φωτιά τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;
Εἴσουν καλός κ' εἴσουν γλυκός, κι εἶχες τίς χάρες ὅλες,
ὅλα τὰ χάδια τοῦ αγεριοῦ, τοῦ κήπου ὅλες τίς βιόλες.
Τό πόδι ἐλαφροπάτητο σάν τρυφερούλι ἐλάφι,
πάταγε τὸ κατώφλι μας κι ἔλαμπε σὰ χρυσάφι.
Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι;
Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει
Ὤχ, δὲν ἀκούστηκε ποτές καὶ δέ μπορεῖ νὰ γίνει
νὰ καίγουνται τὰ χείλια μου καὶ νἆμαι μπρός στὴν κρήνη,
Νἆμαι κοντά σου, ἀγόρι μου, καὶ νὰ σὲ κράζω ὠιμένα,
καὶ σύ μήτε νὰ νοιάζεσαι γιὰ τὴ φτωχούλα ἐμένα.
Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.
Ποιός μοῦ τὸ πῆρε; Ποιός μπορεῖ νὰ μοῦ τὸ πάρει ἐμένα;
Ἄσπρισαν τὰ χειλάκια του, τὰ μάτια του κλεισμένα.
Δόστε μου ἀϊτοί, νύχια, φτερά γιὰ νάν τους κυνηγήσω
καὶ τὴν καρδιά τους, μύγδαλο νάν τηνε ροκανίσω.
VIII
Ποῦ πέταξε τ' ἀγόρι μου; ποῦ πῆγε; ποῦ μ' ἀφήνει;
Χωρίς πουλάκι τὸ κλουβί, χωρίς νεράκι ἡ κρήνη.
Δέν ἔμενες, καρδοῦλα μου, στ' ἄσπρο μικρούλι σπίτι,
νὰ σ' ἔχω σάν ἀφέντη μου, νὰ σ' ἔχω σάν σπουργίτι,
Νὰ ταΐζω σε στὴ φοῦχτα ου σπυρί-σπυρἰ τὴ ζωή μου
καὶ μὲς στὸν ἴσκιο σου νὰ ζῶ, καμαρωτό δεντρί μου.
Καμμιᾶς κοπέλας θησαυρό δέ στάθηκες νὰ πάρεις –
ἔφευγες πάντα ἐμπρός λαμπρός καὶ πάντα καβαλλάρης.
Κ' εἴταν χαρά σου νὰ σκορπᾷς, καὶ δόξα σου νὰ παίρνουν –
ν' ἀνασηκώνεις ἀπ' τὴ γῆς τὰ ὅσα βογγοῦν καὶ γέρνουν.
Κι ὅλα τὰ πλούτια σου, γλυκέ, στὸν κόσμο ἐχάριζές τα –
κι ὅλα τὰ χάρισες, κ' ἐμέ μ' ἀφῆκες δίχως ζέστα.
Γιέ μου, δέν ξέρω ἂν πρέπει μου νὰ σκύβω, νὰ σπαράζω,
γιά πρέπει μου ὄρθια νὰ σταθῶ, νὰ σέ χιλιοδοξάζω.
Πότε τὶς χάρες σου, μιά-μιά, τὶς παίζω κομπολόι,
πότε ξανά, λυγμό-λυγμό, τὶς δένω μοιρολόι.
IX
Ὦ Παναγιά μου, ἂν εἴσουνα, καθὼς ἐγώ μητέρα,
βοήθεια στὸ γιό μου θἄστελνες τὸν Ἄγγελο ἀπὸ πέρα!
Κι, ἄχ, Θέ’ μου, Θέ’ μου, ἄν εἰσουν Θεός κι ἄν εἴμασταν παιδιά σου
θὰ πόναγες καθὼς ἐγώ, τὰ δόλια πλάσματά σου.
Κι ἄν εἰσουν δίκαιος, δίκαια θὰ μοίραζες τὴν πλάση,
κάθε πουλί, κάθε παιδί νὰ φάει καὶ νὰ χορτάσει.
Γιέ μου, καλά μοῦ τἄλεγε τὸ γνωστικό σου ἀχεῖλι
κάθε φορά που ὡρμήνευε, κάθε φορά που ἐμίλει:
Ἐ μ ε ῖ ς ταγίζουμε τὴ ζωή στὸ χέρι περιστέρι,
κ᾿ ἐ μ ε ῖ ς οὔτ᾿ ἕνα ψίχουλο δέν ἔχουμε στὸ χέρι –
Ἐ μ ε ῖ ς κρατᾶμε ὅλη τὴ γῆς μὲς στ᾿ ἀργασμένα μπράτσα
καὶ σκιάχτρα στέκουνται οἱ Θεοί κι ἀφέντη ἔχουνε φάτσα.
Ἄχ, γιέ μου, πιά δέ μοὔμεινε καμμιά χαρά καὶ πίστη –
καὶ τὸ χλωμό καὶ τὸ στερνό καντήλι μας ἐσβήστη.
Καί, τώρα, ἐπά’ σὲ ποιά φωτιά τὰ χέρια μου θ᾿ ἀνοίγω,
τὰ παγωμένα χέρια μου νὰν τὰ ζεστάνω λίγο;
Γιάννης Ρίτσος, Επιτάφιος, Κέδρος 1979. Η 30ή έκδοση του Επιτάφιου από τις εκδόσεις "Κέδρος" με ξυλογραφίες του γνωστού χαράκτη Α. Τάσσου. Ήταν τιμητική έκδοση για τα εβδομήντα χρόνια από τη γέννηση του Ρίτσου (γεννήθηκε το 1909 στη Μονεμβασιά).
Το 1958 ο Γιάννης Ρίτσος έστειλε ένα αντίτυπο της δεύτερης έκδοσης του βιβλίου (έκδοση "Κέδρος", 1956) στον Μίκη Θεοδωράκη που τότε βρισκόταν για μουσικές σπουδές στο Παρίσι. Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε οκτώ αποσπάσματα της ποιητικής σύνθεσης και στα τέλη του 1959 τα στέλνει στην Αθήνα για να εκδοθούν ως δίσκος από την Columbia με ενορχήστρωση του Μάνου Χατζιδάκι. Ωστόσο, ο πρώτος δίσκος με τον μελοποιημένο Επιτάφιο σε ενορχήστρωση Μάνου Χατζιδάκι και ερμηνεία Νάνα Μούσχουρη φαίνεται ότι δεν ικανοποίησε τον Θεοδωράκη και τον Ρίτσο.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στο πιάνο και ο Μανόλης Χιώτης στο μπουζούκι με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Τελικά, ο Μίκης Θεοδωράκης επέστρεψε στην Αθήνα από το Παρίσι και ηχογράφησε το έργο με δική του ενορχήστρωση και ερμηνεία του Γρηγόρη Μπιθικώτση, ενώ χρησιμοποίησε στο μπουζούκι τον Μανόλη Χιώτη. Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Σεπτέμβριο του 1960 και είχε μεγάλη απήχηση.
"Επιτάφιος" σε στίχους Γιάννη Ρίτσου, μουσική και ενορχήστρωση Μίκη Θεοδωράκη. Ερμηνεία Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Καίτη Θύμη. Μπουζούκι Μανώλης Χιώτης. 1960. Πρόκειται για εμβληματικό μουσικό έργο της ελληνικής έντεχνης μουσικής. Από τα πρώτα έργα με μελοποιημένη ποίηση. Χάρη στη μελοποίηση το ευρύ κοινό ήλθε κοντά με την ποίηση.
Η πρώτη έκδοση του έργου. 1960. Το εξώφυλλο του δίσκου με ενορχήστρωση Μάνου Χατζιδάκι. Ο ίδιος έπαιζε στο πιάνο. Τραγούδι η Νάνα Μούσχουρη. Εικονογράφηση του Γιάννη Μόραλη. Ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Ρίτσος δεν ενέκριναν αυτή την εκτέλεση του έργου.
Το 1963 ακολούθησε η τρίτη μουσική έκδοση του έργου. Σε ερμηνεία της Μαίρης Λίντα. Στο μπουζούκι ο Μανώλης Χιώτης και μικρή ορχήστρα εγχόρδων.
http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A111/262/1919,6398/extras/texts/indexG10_4_parallilokeimeno.html
https://sarantakos.wordpress.com/2011/05/01/ritsos-2/
http://poetry-in-greece.blogspot.gr/1997/05/1909-1990.html
http://www.mikistheodorakis.gr/el/music/ergography/beforedictatorship/?nid=4689
https://sarantakos.wordpress.com/2011/05/01/ritsos-2/
http://poetry-in-greece.blogspot.gr/1997/05/1909-1990.html
http://www.mikistheodorakis.gr/el/music/ergography/beforedictatorship/?nid=4689