Παναγιώτης Σούτσος
(1806-1868)
Από τα Ερωτικά
Τι ωραίο φεγγαράκι!
Τι ερωτική βραδιά!
Ήσυχα τ’ αεράκι
παίζει μέσα στα κλαδιά.
Κοίταξε το αηδόνι
μες στα φύλλα πώς πετά,
και στες βρύσες το τρυγόνι,
πώς το ταίρι του ζητά.
Τ’ ανταμώνει, τ’ αγκαλιάζει
με λαχτάρα και χαρά˙
το φιλεί, γλυκοστενάζει
και σαλεύει τα πτερά.
Τι πουλάκι’ αγαπημένα!
Τι αθώοι στεναγμοί!...
Τέτοιον έρωτα σ’ εμένα,
σκληρή! Δείξε μιαν στιγμή.
Γεώργιος Ζαλοκώστας (1805-1858)
Εις το φεγγάρι
Χαρά
της πρώτης μου ζωής, φεγγάρι αγαπημένο,
συ δεν πονείς, εγώ πονώ˙
γιατί ψηλά στον ουρανό
κρεμιέσαι λυπημένο;
Εσύ που χρύσωνες τη γη κι εμάγευες το κύμα,
γιατί μου ρίχνεις φως πικρό,
σα να φωτάς ένα νεκρό
που κείτεται στο μνήμα;
Φεγγάρι! Στο βασίλειο σου μη κατοικούν αγγέλοι
κι ο άγγελός μου κατοικεί;
Μη, φίλημα πικρό από κει,
την λάμψη σου μου στέλει;
Το φως σου αν είναι φίλημα, μυστήριο χαμένο
από του γιου μου την ψυχή,
οχ, άκουσέ μου μιαν ευχή,
φεγγάρι αγαπημένο!
Οχ, λάβε αυτόν τον στεναγμό και πε του, δε φοβάται
άλλην ο νους μου συμφορά-
κάθε μου πόθος και χαρά
στο χώμα του κοιμάται.
Αυτά, φεγγάρι, σου ζητώ και πε του, αν σ’ ερωτήση
πότε θα παύσουν οι καημοί,
όταν μια αχτίδα σου χλωμή
την πλάκα μου φωτίση.
K. Ντ. Φρίντριχ, Άνδρας
και γυναίκα που κοιτάζουν το φεγγάρι, 1830-35. Παλαιά Πινακοθήκη. Βερολίνο.
Θεόδωρος Ορφανίδης (1817-1866)
Από τον Άγιον Μηνά
Άσμα Δεύτερον
VIII
Την ηγάπων, καθώς αγαπώσι
εις τον κόσμον παν τερπνόν,
ως το ον που τολμά το αγνόν
εις εκστάσεις ο νους να
μορφώση.
Και πλησίον της είχον
ακούσει
της καρδίας τους πρώτους
παλμούς,
της ψυχής τους ηδείς
σπαραγμούς
που και άγγελοι ίσως
ποθούσι.
Ερασμία, αθώα ως κρίνον
είχε κάλλος σαρκός και
ψυχής,
ήτον άρωμ’ αγνής προσευχής,
ήτο φως ηδυπάθειαν χύνον.
Αλλ’ ενώ μας εμέθυον μύρα,
ευτυχίας αφάτου τερπνά,
τραγικά μας επήλθον δεινά,
κ’ η σκληρά μας εχώρισε
Μοίρα.
Αχιλλέας Παράσχος
(1838-1895)
Δεν την είδα
Δεν την ηύρα κ’ η ήβη μου
σβήνει
Δεν την ηύρα την κόρην
ακόμα.
Όσας είδα, δεν ήτον Εκείνη,
τ’ ουρανού δεν αφήκε το
δώμα.
Της ψυχής μου το όναρ εις
σχήμα
νέας κόρης δεν είδον...και
φθάνει
το φθινόπωρον, φθάνει το
μνήμα,
και αυτή, και αυτή δεν
εφάνη!
Ω, συχνά εις νεάνιδος θέαν,
«Είν’ αυτή!» η ψυχήν μου
εφώνει,
και σιγών εθεώρουν την
νέαν,
ευλαβώς κλίνων το γόνυ.
Αλλά φευ! Μετ’ ολίγον
δακρύων,
Κι ωχρός ως χειμώνος
σελήνη,
με λυγμόν εις τα χείλη
παιδίων
ανεχώρουν-δεν ήτον Εκείνη!
Όχι, όχι˙ σκιαί ήσαν πλάνης
όσας είδον ονείρου μου
θείου˙
δεν εφάνης, ποτέ δεν
εφάνης,
ερωμένη αγνού ενυπνίου...
Γεωργίου Ζαλοκώστα, Ο Βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει
Ήτον νύχτα, εις την στέγη
εβογκούσε
o βοριάς, και ψιλό έπεφτε
χιόνι.
Τι μεγάλο κακό να εμηνούσε
o βοριάς που τ’ αρνάκια
παγώνει;
Μες στο σπίτι μια
χαροκαμένη,
μια μητέρα από πόνους
γεμάτη,
στου παιδιού της την κούνια
σκυμμένη
δέκα νύχτες δεν έκλεινε
μάτι.
Είχε τρία παιδιά πεθαμένα,
αγγελούδια, λευκά σαν τον
κρίνο,
κι ένα μόνο της έμεινεν,
ένα,
και στον τάφο κοντά ήτον κι
εκείνο.
Το παιδί της με κλάμα
εβογκούσε
ως να εζήταε το δόλιο
βοήθεια,
κι η μητέρα σιμά του
εθρηνούσε
με λαχτάρα χτυπώντας τα
στήθια.
Τα γογγύσματα εκείνα κι οι
θρήνοι
Επληγώναν βαθιά την ψυχή
μου.
Σύντροφός μου η ταλαίπωρη
εκείνη,
αχ, και το άρρωστο ήτον το
παιδί μου.
Στου σπιτιού μου τη στέγη εβογκούσε
o βοριάς, και ψιλό έπεφτε
χιόνι.
Αχ, μεγάλο κακό μου
εμηνούσε
o βοριάς που τ’ αρνάκια
παγώνει.
Τον γιατρό καθώς είδε, εσηκώθη
σαν τρελλή. Όλοι γύρω εσωπαίναν˙
φλογεροί της ψυχής της οι πόθοι
με τα λόγ’ απ’ το στόμα της βγαίναν.
“Ω, κακό που μ’ ευρήκε μεγάλο!
Το παιδί μου, γιατρέ, το παιδί μου…
Ένα τό’ χω, δεν μ’ έμεινεν άλλο˙
σώσε μού το και παρ’ την
ψυχή μου».
Κι ο γιατρός με τα μάτια
σκυμμένα
πολλήν ώρα δεν άνοιξε
στόμα.
Τέλος πάντων-αχ, λόγια
χαμένα-
«Μη φοβάσαι, της είπεν,
ακόμα».
Κι εκαμώθη πως θέλει να
σκύψη
στο παιδί, και να ιδή το
σφυγμό του.
Ένα δάκρυ επροσπάθαε να
κρύψη
που κατέβ’ εις τ’ ωχρό
πρόσωπό του.
Στου σπιτιού μας τη στέγη
εβογκούσε
ο βοριάς, και ψιλό έπεφτε
χιόνι.
Αχ, μεγάλο κακό μου
εμηνούσε
o βοριάς που τ’ αρνάκια
παγώνει.
Η μητέρα ποτέ δακρυσμένο
του γιατρού να μη νιώση το μάτι,
όταν έχη βαριά ξαπλωμένο
το παιδί της σε πόνου κρεβάτι.
Γεωργίου Ζαλοκώστα, Το φίλημα
-Μια βοσκοπούλα αγάπησα,
μια ζηλεμένη κόρη,
κι την αγάπησα πολύ˙-
ήμουν αλάλητο πουλί,
δέκα χρονώ αγόρι.
Μια μέρα που καθόμαστε στα χόρτα τ’ ανθισμένα,
-Μάρω, ένα λόγο θα σου πω,
Μάρω, της είπα, σε αγαπώ,
τρελαίνομαι για σένα.
Από τη μέση με άρπαξε, με φίλησε στο στόμα
και μου ΄πε: Για αναστεναγμούς,
για της αγάπης τους καημούς
είσαι μικρός ακόμα.
Μεγάλωσα και την
ζητώ...άλλον ζητά η καρδιά της,
και με ξεχνάει τ’ ορφανό...
Εγώ όμως δεν το λησμονώ
ποτέ το φίλημά της.
Διονύσιος Σολωμός. Στα ποιήματά του ανιχνεύουμε στοιχεία του ρομαντισμού.
Διονυσίου Σολωμού
(1798-1857), Η
τρελή μάνα ή το κοιμητήριο (απόσπασμα)
Τώρα που η ξάστερη
νύχτα μονάχους
μας ηύρε απάντεχα,
και εκεί στους βράχους
σχίζεται η θάλασσα
σιγαλινά.
Τώρα που ανοίγεται
κάθε καρδία
στη
λύπη,ακούσετε
μιαν ιστορία,
που την αισθάνονται
τα σωθικά.
Σε κοιμητήριο
είναι στημένα
δύο κυπαρίσσια
αδελφωμένα
που πρασινίζουνε
μες στους
σταυρούς.
Όταν μεσάνυχτα
καταβουίζουν
οι άνεμοι, αν
τα’ βλεπες
πώς κυματίζουν,
έλεες πως κράζουνε
τους ζωντανούς.
Δύο αδέλφια δύστυχα
κοιμούνται κάτου
τον ανεξύπνητον
ύπνο θανάτου
κι έχασε η μάνα τους
τα λογικά.
...
Η Ξανθούλα
Την
είδα την Ξανθούλα,
την
είδα ψες αργά,
που
εμπήκε στη βαρκούλα
να
πάη στην ξενιτιά.
Εφούσκωνε
τ’ αέρι
λευκότατα
πανιά,
ωσάν
το περιστέρι
που
απλώνει τα φτερά.
Εστέκονταν
οι φίλοι
με
λύπη, με χαρά,
και
αυτή με το μαντίλι
τους
αποχαιρετά.
Και
το χαιρετισμό της
εστάθηκα
να ιδώ,
ως
που η πολλή μακρότης
μου
τό΄κρυψε και αυτό.
Σ’
ολίγο, σ’ ολιγάκι
δεν
ήξερα να πω
αν
έβλεπα πανάκι
ή
του πελάγου αφρό˙
κι
αφού πανί, μαντίλι
εχάθη
στο νερό,
εδάκρυσαν
οι φίλοι,
εδάκρυσα
κι εγώ.
Δεν
κλαίγω τη βαρκούλα,
δεν
κλαίγω τα πανιά,
μον
κλαίγω την Ξανθούλα
που
πάει στην ξενιτιά.
Δεν
κλαίγω τη βαρκούλα
με
τα λευκά πανιά,
μον
κλαίγω την Ξανθούλα
με
τα ξανθά μαλλιά.
Γαλήνη (επίγραμμα)
Δεν ακούεται ούτ’ ένα κύμα
εις την έρμη ακρογιαλιά·
Λες και η θάλασσα κοιμάται
μες στης γης την αγκαλιά.
Το όνειρο
Άκου ένα όνειρο, ψυχή μου,
και της ομορφιάς θεά·
μου εφαινότουν οπώς ήμουν
μετ’ εσένα μία νυχτιά.
Σ’ ένα ωραίο περιβολάκι
περπατούσαμε μαζί·
όλα ελάμπανε τ’ αστέρια
και τα κοίταζες εσύ.
Εγώ τσόλεα: Πέστε,
αστέρια,
είν’ κανέν’
από τ’ εσάς,
που να λάμπη
από’ κει απάνου
σαν τα μάτια
της κυράς;
Πέστε αν
είδετε ποτέ σας
σ’ άλλη τέτοια
ωραία μαλλιά,
τέτοιο χέρι,
τέτοιο πόδι,
τέτοια αγγελική
θωριά;
Τέτοιο σώμα
ωραίον οπ’ όποιος
το κοιτάζει
ευθύς ρωτά:
Αν είν’
άγγελος εκείνος,
πώς δεν έχει
τα φτερά;
Ό,τι είπα αυτά
τα λόγια,
μου εφάνηκανε
ομπρός
άλλες κόρες
στολισμένες
με του
φεγγαριού το φως.
Εχορεύανε
πιασμένες
απ΄τα χέρια τα
λευκά,
κι όλες τους
επολεμούσαν
να μου πάρουν
την καρδιά.
Τότε άκουσα το
χείλι
το δικό σου να
μου πη:
Πώς σου
φαίνονται; και σούπα:
Είναι άσκημες
πολύ.
Εσύ έκαμες
ετότες
γέλιο τόσο
αγγελικό,
που μου φάνηκε
πως είδα
ανοιχτό τον
ουρανό.
Και παράμερα
σ’ επήρα
εισέ μία
τριανταφυλλιά
κι έπεσά σου
αγάλι αγάλι
στην ολόλευκη
αγκαλιά.
Κάθε φίλημα,
ψυχή μου
οπού μόδινες
γλυκά,
εξεφύτρωνες
άλλο ρόδο
από την
τριανταφυλλιά.
Τούτο είν’ τ’
όνειρο, ψυχή μου·
τώρα στέκεται εις εσέ
να το κάμης ν’ αληθέψη
και να θυμηθής για με.
Ευρυκόμη
―«Θάλασσα, πότε θέλ’ ιδώ την όμορφη Eυρυκόμη;
Πολύς καιρός επέρασε και δεν την είδα ακόμη.
Πόσες φορές κοιτάζοντας από το βράχο γέρνω
Kαι τον αφρό της θάλασσας για τα πανιά της παίρνω!
Φέρ’ τηνε, τέλος, φέρ’ τηνε». Aυτά ο Θύρσης λέει,
Kαι παίρνει από τη θάλασσα και τη φιλεί και κλαίει·
Kαι δεν ηξέρει ο δύστυχος οπού φιλεί το κύμα
Eκείνο, που της έδωσε και θάνατο
και μνήμα.
Ύμνος εις την Ελευθερίαν
(απόσπασμα)
Ὁ Διονύσιος Σολωμὸς ἄρχισε νὰ γράφει τὸ ποίημα «Ὕμνος εἰς τὴν Ἐλευθερία»
τὸ 1822, μετὰ τὴ συνάντησή του μὲ τὸν Τρικούπη (ποὺ τὸν ἐπηρέασε πολύ) καὶ τὸν ὁλοκλήρωσε
τὸν Μάιο τοῦ 1823. Αποτελείται από 158 στροφές. Πρωτοδημοσιεύθηκε τὸ 1824 στὸ
Μεσολόγγι καὶ ἐκυκλοφόρησε τὸ 1825. Ἔπειτα, ἐπανεκτυπώθηκε πολλὲς φορές καὶ
μεταφράσθηκε σὲ πολλὲς γλῶσσες. Τὸ 1865, μὲ τὴ μουσικὴ σύνθεση του, ἀπὸ τὸν
Νικόλαο Μάντζαρο, ἔγινε ἐπισήμως ὁ Ἐθνικὸς Ὕμνος τῆς Ἑλλάδος.
1.
Σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν κόψη
τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή,
σὲ γνωρίζω ἀπὸ τὴν ὄψη,
ποῦ μὲ βία μετράει τὴ γῆ.
2.
Ἀπ᾿ τὰ κόκαλα βγαλμένη
τῶν Ἑλλήνων τὰ ἱερά,
καὶ σὰν πρῶτα ἀνδρειωμένη,
χαῖρε, ὢ χαῖρε, Ἐλευθεριά!
3.
Ἐκεῖ μέσα ἐκατοικοῦσες
πικραμένη, ἐντροπαλή,
κι ἕνα στόμα ἀκαρτεροῦσες,
«ἔλα πάλι», νὰ σοῦ πῇ.
4.
Ἄργειε νά ῾λθη ἐκείνη ἡ μέρα
κι ἦταν ὅλα σιωπηλά,
γιατὶ τά ῾σκιαζε ἡ φοβέρα
καὶ τὰ πλάκωνε ἡ σκλαβιά.
5.
Δυστυχής! Παρηγορία
μόνη σου ἔμεινε νὰ λὲς
περασμένα μεγαλεῖα
καὶ διηγώντας τα νὰ κλαῖς.
…
9.
Μὲ τὰ ροῦχα αἱματωμένα
ξέρω ὅτι ἔβγαινες κρυφὰ
νὰ γυρεύῃς εἰς τὰ ξένα
ἄλλα χέρια δυνατά.
10.
Μοναχὴ τὸ δρόμο ἐπῆρες,
ἐξανάλθες μοναχή,
δὲν εἶν᾿ εὔκολες οἱ θύρες,
ἐὰν ἡ χρεία τὲς κουρταλῆ.
11.
Ἄλλος σου ἔκλαψε εἰς τὰ στήθια,
ἀλλ᾿ ἀνάσασιν καμιὰ
ἄλλος σοῦ ἔταξε βοήθεια
καὶ σὲ γέλασε φρικτά.
Ανδρέας Κάλβος (1792-1869)
Ωδή Δεκάτη. Ο Ωκεανός (απόσπασμα)
Γη των θεών φροντίδα,
Eλλάς ηρώων μητέρα,
φίλη, γλυκεία πατρίδα μου
νύκτα δουλείας σ' εσκέπασε,
νύκτα αιώνων.
…
Kαι εις την σκοτιάν βαθείαν,
εις το απέραντον διάστημα,
τα φώτα σιγαλέα
κινώνται των αστέρων
λελυπημένα.
Eχάθηκαν η πόλεις,
εχάθηκαν τα δάση,
κ' η θάλασσα κοιμάται
και τα βουνά· και ο θόρυβος
παύει
των ζώντων.
Eις τα φρικτά βασίλεια
ομοιάζει του θανάτου
η φύσις όλη· εκείθεν
ήχος ποτέ δεν έρχεται
ύμνων
ή θρήνων.
…
Έθλιψε την Eλλάδα
νύκτα πολλών αιώνων,
νύκτα μακράς δουλείας,
αισχύνη ανδρών, ή θέλημα
των
αθανάτων.
…
Εις τον Ιερόν Λόχον (απόσπασμα)
Ας μη βρέξει ποτέ
το σύννεφον, και ο άνεμος
σκληρός ας μή σκορπίση
το χώμα το μακάριον
που σας σκεπάζει.
Ας το δροσίση πάντοτε
με τ' αργυρά της δάκρυα
η ροδόπεπλος κόρη'
και αυτού ας ξεφυτρώνουν
αιώνια τ' άνθη.
Ω γνήσια της Ελλάδος
τέκνα' ψυχαί που επέσατε
εις τον αγώνα ανδρείως,
τάγμα εκλεκτών Ηρώων,
καύχημα νέον
σας άρπαξεν η τύχη
την νικητήριον δάφνην,
και από μυρτιά σας έπλεξε
και πένθιμον κυπάρισσον
στέφανον άλλον.
…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου