Τρόπος εξέτασης του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ΓΕΛ Πανελ. Εξετάσεις 2019-20

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα


Όταν η ιστορία συνάντησε τη λογοτεχνία, όταν η ιστορία έγινε λογοτεχνία
Το βιβλίο της Μαρίας Πάλλα, Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα,  εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2010
Αφήγηση συναρπαστική...για αναγνώστες που αγαπούν το αργό διάβασμα, που δε βιάζονται, που αφήνονται να τους παρασύρει η μαγεία της γλώσσας...

Στις 31 Μαρτίου, ημέρα Πέμπτη, στις 8 το βράδυ, στο φιλόξενα ζεστό χώρο του βιβλιοπωλείου Βιβλιορυθμός, τρεις συνάδελφοι, φιλόλογοι και φίλοι, παρουσιάσαμε το βιβλίο μίας συναδέλφου, φιλολόγου και φίλης, της Μαρίας Πάλλα. Η Ευσεβία Χασάπη, ο Γιώργος Καλλίνης και εγώ, όπως και η συγγραφέας Μαρία Πάλλα, έχουμε κοινές πολιτιστικές καταβολές και μοιραζόμαστε κοινά οράματα, ίδιες ανησυχίες, παρόμοιους προβληματισμούς για την παιδεία...μας συνδέει επίσης ένας χώρος-κοινότητα, ένας μικρόκοσμος μεγάλης σημασίας για μας και για κάποιους άλλους: το Πειραματικό Σχολείο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης...Μα για αυτό θα μιλήσουμε μια άλλη φορά...

Αν θέλετε, λοιπόν, να ταξιδέψετε στο μαγικό κόσμο των προσώπων-ηρώων του βιβλίου, 4 γενεών ανθρώπων στον ιστορικό χώρο της Θεσσαλονίκης του 20ου αιώνα, διαβάστε το!

Επισκεφθείτε την ιστοσελίδα των εκδόσεων Νησίδων για να διαβάσετε τις τρεις βιβλιοπαρουσιάσεις: http://www.nissides.gr/greek/logotexnia/1.html

Δείτε φωτογραφίες από τη βιβλιοπαρουσίαση στην παρακάτω διεύθυνση:http://www.facebook.com/media/set/fbx/?set=a.10150145077279706.293866.622169705

Ακολουθεί παρακάτω το κείμενο της δικής μου παρουσίασης για το βιβλίο.


Άννα Αγγελοπούλου

Η μνήμη του ιστορικού χώρου της Θεσσαλονίκης
στο μυθιστόρημα Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα της Μαρίας Πάλλα

Στο μυθιστόρημα της Μαρίας Πάλλα Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα η «μεγάλη» ιστορία των ειδικών επιστημόνων, των ιστορικών, συνάντησε τη λογοτεχνία, έγινε λογοτεχνία. Αποτέλεσμα της συνάντησης ήταν ένα συναρπαστικό κείμενο μυθοπλασίας που αφηγείται τη «μικρή» ιστορία προσώπων από τέσσερις γενιές ανθρώπων στη Θεσσαλονίκη, μία ιστορία που υμνεί τη δύναμη της αγάπης μέσα στη θύελλα των ιστορικών γεγονότων του 20ου αιώνα που σάρωσαν την πόλη, μία ιστορία που καταλήγει να ηχεί ως αιώνιο και διαχρονικό τραγούδι, ως «τραγούδι του έρωτα σε ουράνια συναυλία» (είναι η τελευταία φράση του μυθιστορήματος).[1]
Διαβάζοντας το κείμενο οι αναγνώστες αντιλαμβάνονται σχεδόν αμέσως ότι ο τόπος-σκηνικό, όπου διαδραματίζεται η ιστορία, είναι η Θεσσαλονικέων πόλις, η Θεσσαλονίκη. Η Θεσσαλονίκη, όμως, δεν είναι μόνο ο τόπος όπου κινούνται, δρουν, ζουν και πεθαίνουν οι ήρωες του μύθου. Από τις πρώτες έως τις τελευταίες σελίδες του έργου η αφήγηση φαίνεται ότι βλέπει την πόλη ως χωροχρόνο, δηλαδή ως ιστορικό χώρο που επηρεάζει καταλυτικά τη ζωή των ατόμων κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα.[2] Η περιπέτεια των ιστορικών γεγονότων, που βίωσαν συλλογικά ομάδες του πληθυσμού της πόλης, μετασχηματίζεται από την αφήγηση σε προσωπική περιπέτεια των ηρώων του έργου.
Η αφηγηματική φωνή αναπαριστά, μέσω μίας αριστοτεχνικά επεξεργασμένης λόγιας και συνάμα λαϊκής γλώσσας, εικόνες από τη συλλογική συνείδηση για τον ιστορικό χώρο της Θεσσαλονίκης, έτσι όπως αυτές έχουν διασωθεί σε τόπους της ιστορικής μνήμης που μελετούν και διαχειρίζονται οι ιστορικοί. Εννοώ ως τόπους ιστορικής μνήμης τα αρχεία και τις βιβλιοθήκες, τις συλλογές οπτικοακουστικού υλικού από το παρελθόν, τα περιοδικά και τις εφημερίδες, τις μουσικές ανθολογίες, τις αυτοβιογραφίες, τα αρχιτεκτονικά μνημεία και τα κτίρια της πόλης, τα μουσεία και πολλές άλλες πρωτογενείς και δευτερογενείς πηγές, όπου οι ιστορικοί αναζητούν και επιλέγουν στοιχεία της μνήμης και των εμπειριών ατόμων και ομάδων, για να τα επεξεργαστούν και να συντάξουν κείμενα ιστοριογραφίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Μαρία Πάλλα έχει καταφύγει σε τέτοιους κοινούς τόπους ιστορικής μνήμης για να αντλήσει στοιχεία, με σκοπό να δημιουργήσει ένα κείμενο μυθοπλασίας και όχι ιστοριογραφίας. Υπάρχει όμως ακόμα ένας τόπος ιστορικής μνήμης, από τον οποίο άντλησε υλικό, ανασύροντας εικόνες του παρελθόντος: είναι ο τόπος της δικής της μνήμης, της ατομικής, που όμως δεν αποτελεί μόνο προσωπική, ιδιωτική υπόθεση. Γιατί, οι μνήμες, που συγκροτούν την ατομική μας ταυτότητα επηρεάζοντας τον τρόπο σκέψης και καθορίζοντας ίσως κατά πολύ τη ζωή μας, δεν είναι μόνο δικές μας. Είναι μνήμες συλλογικών βιωμάτων που έχουμε κατά κάποιον τρόπο κληρονομήσει από τις οικογένειές μας και που μας έχουν μεταδοθεί μέσα στους τόπους των κοινωνικών ομάδων και των κοινοτήτων στις οποίες ανήκουμε. Και στο σημείο αυτό πρέπει να ειπωθεί ότι η συγγραφέας γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης, έζησε και ζει στη Θεσσαλονίκη, κινήθηκε και συνεχίζει να κινείται στους ίδιους τόπους του ιστορικού χώρου της πόλης όπου κίνησε τα πρόσωπα-ήρωες του έργου της.
Η παρουσία της μνήμης του ιστορικού χώρου της Θεσσαλονίκης δηλώνεται αμέσως, από την αρχή του κειμένου, και λειτουργεί ως η βάση ύφανσης πάνω στην οποία υφαίνεται και διαπλέκεται η ιστορία της αφήγησης. Θα επιχειρήσω παρακάτω πολύ συνοπτικά να εξηγήσω τι εννοώ, κάνοντας αναφορές-παραδείγματα σε αποσπάσματα του κειμένου.
Στην «Κυριακή», όπως τιτλοφορείται το πρώτο κεφάλαιο του έργου, η αφήγηση, αφού προτάξει το χρονικό και τοπικό προσδιορισμό, στη συνέχεια αρχίζει να αναπαριστά εικόνες συλλογικής μνήμης από τον τόπο και τον χώρο όπου θα κινηθούν οι ήρωες και θα διαδραματισθεί η ιστορία τους.

Το 1919 σε πολλές συνοικίες γύρω από το κέντρο απέμεναν ένα-δυο σπίτια σωστά, περισσότερα ερείπια… και συστάδες διάφορες από δημοτικά πανομοιότυπα παραπήγματα είχαν δημιουργηθεί για να εξυπηρετήσουν περιστασιακά τους πυροπαθείς και τους νεήλυδες που κατέφθαναν από απώτερες και εγγύτερες περιοχές.[3]

Ο χρόνος, το 1919, ορίζεται ξεκάθαρα, χωρίς όμως να δίνεται προς το παρόν το όνομα του αστικού χώρου. Ωστόσο, εκτός από την ακριβή χρονολογία, δίνονται στοιχεία μέσα από φράσεις-δείκτες που αρχίζουν να συγκροτούν την ταυτότητα της πόλης ως ιστορικού αστικού χώρου.
Η φράση «υπολείμματα αγγλογαλλικών στρατευμάτων κατοχής περιφέρονταν στην πόλη από Εγνατία και κάτω...» μαζί με τη φράση «Βέβαια ο πόλεμος είχε τελειώσει», σε συνδυασμό με τη χρονολογία «1919» και τους χαρακτηρισμούς «πυροπαθείς» και «νεήλυδες», είναι ασφαλώς δείκτες αναφοράς στα γεγονότα του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (παρουσία στρατευμάτων των Δυνάμεων της Εntente στην πόλη, η πυρκαγιά του 1917, η άφιξη προσφύγων μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων). Από την άλλη πλευρά, η αναφορά στην κεντρική οδό «Εγνατία», οδό γνωστή και σε μη Θεσσαλονικείς, αποτελεί την πρώτη ασφαλή ένδειξη για το όνομα της πόλης.
Η αφηγηματική φωνή, όμως, αποφεύγει να αποκαλύψει ακόμα το όνομα, αλλά προτιμά να σκιαγραφήσει εικόνες της συλλογικής μνήμης για την πόλη, εικόνες από βιώματα ομάδων ανθρώπων που κινούνται μέσα στον αστικό χώρο και ζουν την περιπέτεια των ιστορικών γεγονότων. Το βλέμμα της επικεντρώνεται κυρίως σε ανθρώπους που μετακινούνται «με τα τραμ τσουβαλιαζόμενοι στανικώς», αλλά και σε πολλούς άλλους που κυκλοφορούν με τα πόδια, προσπαθώντας να αποφύγουν τους «αμαξηλάτες» και τους «καραγωγείς», καθώς και κάποια «αυτοκίνητα τρελλά». Εστιάζει σε άνθρωπους βασανισμένους από τη φτώχεια που περιμένουν μετά τη λήξη του πολέμου «να εμφανιστούν ξανά τα τρόφιμα και να λογικευθούν οι τιμές», σ’ένα «φτωχολόι» από υπαλληλίσκους, εργάτες και υποαπασχολούμενους που «αγωνιούσαν για την εξασφάλιση του καθημερινού ψωμιού».[4] Άλλωστε, οι αναγνώστες σε λίγο θα διαπιστώσουν ότι στη Φτωχολογιά της Θεσσαλονίκης ανήκουν και οι ήρωες του μύθου.
Μεταφέροντας τις εικόνες αυτών των φτωχών ανθρώπων, η αφήγηση προσθέτει ένα ακόμα όνομα-δείκτη, τον «Μεβλεβή-χανέ», το όνομα του μουσουλμανικού τεκέ (μοναστηριού) των Μεβλεβί δερβίσηδων, που βρισκόταν έξω από τα δυτικά τείχη, στο Βαρδάρη, εκεί που άρχιζε η οδός Αγ. Δημητρίου. Πρόκειται για τόπο-μνημείο που συνδέεται με την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της πόλης, αλλά και με το ιστορικό γεγονός της μεγάλης πυρκαγιάς:

στον Μεβλεβή-χανέ (από εκεί λέγανε πως είχε ξεκινήσει η πυρκαγιά), όπου τα τουρκικά καφενεδάκια, οι υπαίθριοι κουρείς που ξυρίζανε με την ψιλή για είκοσι λεπτά της δραχμής, νωχελείς θαμώνες σε μικροκαταστήματα, το αργό βάδισμα των Θεσσαλονικέων μουσουλμάνων, οι χοτζάδες με τζουμπέδες και τα καραβάνια των μεβλεβήδων, άλλος κόσμος εκεί…[5]

Καθώς περιγράφει τη συνοικία γύρω από τον Μεβληχανέ, η φωνή επιλέγει να αποκάλυψει πλήρως το όνομα της πόλης μέσω ενός επιθετικού προσδιορισμού, των «Θεσσαλονικέων», που προσδιορίζει την ταυτότητα μίας ιδιαίτερης κοινότητας της πόλης, των μουσουλμάνων. Η παραστατική περιγραφή καταλήγει στο τέλος σε μία εικόνα-σύνοψη για την ταυτότητα της Θεσσαλονίκης: «Mωσαϊκό λαών, γλωσσών, πολύχρωμης διαχρονίας μέσα στην ιστορική περιπέτεια», σχολιάζει.[6] Έτσι, το όνομα της Θεσσαλονίκης συνδέεται εξ αρχής μ’ ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του ιστορικού χώρου, την «πολυχρωμία» του πληθυσμού του.
Μερικές σελίδες παρακάτω, η περιγραφή της αγοράς στο Καπάνι, ενός τόπου επίσης αντιπροσωπευτικού –μέχρι σήμερα– για την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της πόλης, θα καταλήξει σε μία παρόμοια εικόνα για την ταυτότητα του ιστορικού χώρου: «εδώ μιλούσαν τούρκικα, εκεί ισπανοεβραϊκά και γίντις, αρμένικα, ελληνικές διαλέκτους, καυκασιανά, θρακικά, ιδιώματα νησιωτικά και ντόπια…»[7]
Τα χρόνια, επομένως, αμέσως μετά τον πρώτο μεγάλο πόλεμο ήταν εμφανή ακόμα τα ίχνη της παρουσίας των μουσουλμάνων, αλλά και ζωντανές οι μνήμες από το οθωμανικό πολυεθνικό παρελθόν της πόλης. Ήδη από την αρχή του μυθιστορήματος η αφήγηση παρουσιάζει στοιχεία που συνθέτουν την εικόνα μίας κατεξοχήν πόλης της φτωχολογιάς και των προσφύγων, αλλά και την εικόνα ενός κοσμοπολίτικου αστικού χώρου, με γειτονιές που διατηρούν έντονα το οθωμανικό χρώμα. Πρόκειται για την εικόνα μίας τυπικής ανατολίτικης και κοσμοπολίτικης, πολυεθνικής και πολύγλωσσης πόλης, μίας πόλης που για αιώνες και ως την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα αποτελούσε ιστορικό αστικό χώρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνέχισε να διατηρεί κάποια από τα χαρακτηριστικά της φυσιογνωμίας της και στην αμέσως επόμενη δεκαετία, όταν ενώθηκε με το ελληνικό κράτος.
Αφού, λοιπόν, πρώτα σκιαγραφήσει το μεγάλο ιστορικό χώρο, η φωνή θα επιστρέψει στο μικρό τόπο από όπου ξεκίνησε, στις συνοικίες των φτωχών πυροπαθών και νεήλυδων, και πιο συγκεκριμένα «σε μία συνοικία» όπου «δύο γυναίκες γέννησαν το πρώτο παιδί τους με διαφορά μερικούς μήνες η πρώτη από τη δεύτερη», εκεί όπου πρώτη θα γεννηθεί η Ευαγγελία από γονείς πρόσφυγες της Ανατατολικής Θράκης και λίγους μήνες μετά ο Κωνσταντίνος, οι δύο ήρωες του μυθιστορήματος. Η αφηγηματική φωνή θα διαπλέξει και θα ενσωματώσει τη μικρή ιστορία της ζωής των δύο ηρώων, της οικογένειάς τους και των φίλων τους μέσα στη μεγάλη ιστορία του αστικού χώρου της Θεσσαλονίκης και μέσα στη μεγαλύτερη της Ελλάδας και του κόσμου. Έτσι, ο χρόνος του εικοστού αιώνα με τα ιστορικά γεγονότα, που επηρεάζουν το βίο των προσώπων-ηρώων του μύθου στο χώρο της Θεσσαλονίκης, συμπυκνώνεται αφηγηματικά στις επτά ημέρες της «Μικρής Μεγάλης Εβδομάδας», γιατί φαίνεται ότι οι ατομικές «μικρές» ιστορίες προσωπικού και συλλογικού πόνου βιώνονται στην πραγματική ζωή αλλά και στην επινοημένη αφήγηση, ως ανάσες και διαρκούν ελάχιστα μέσα στην αιωνιότητα της «μεγάλης» ιστορίας και στη διαχρονικότητα του ιστορικού χώρου, μοιάζοντας με εικόνες-αναμνήσεις από ένα όνειρο, τυλιγμένες «στην αχλύ φαιών νεφών». Άλλωστε, και ο ίδιος ο εικοστός αιώνας, όπως και κάθε αιώνας, «κυλά άπιαστος σαν πνοή ανέμου, μια ανάσα» μέσα στις χιλιετηρίδες της Ιστορίας.[8]
Με άλλα λόγια, στα κεφάλαια του βιβλίου, που φέρουν τα ονόματα των επτά ημερών της εβδομάδας, συμπυκνώνονται οι ατομικές ιστορίες χαρμολύπης των προσώπων-ηρώων κατά τη διάρκεια των εκατό χρόνων ιστορικής συνέχειας της πόλης της Θεσσαλονίκης. Στο κεφάλαιο «Κυριακή» συμπυκνώνεται η περίοδος 1919-1936, στο κεφάλαιο «Δευτέρα» η περίοδος 1937-1940, στο κεφάλαιο «Τρίτη» η περίοδος 1940/1-1944, στο κεφάλαιο «Τετάρτη πρωί» η περίοδος 1944-1946, στο κεφάλαιο «Τετάρτη βράδυ» η περίοδος 1946/47-1950 (περίπου), στο κεφάλαιο «Πέμπτη πρωί» η περίοδος αρχές τις δεκαετίας του 1950-τέλη της ίδιας δεκαετίας, στο κεφάλαιο «Πέμπτη βράδυ» η περίοδος τέλη δεκαετίας 1950/1960-1973, στο κεφάλαιο «Παρασκευή πρωί» η περίοδος 1974-1981, στο κεφάλαιο «Παρασκευή βράδυ» η περίοδος 1982-1993 (περίπου), στο κεφάλαιο «Σάββατο» η περίοδος 1994-2005.
Ο γραμμικός ιστορικός χρόνος άλλοτε δηλώνεται φανερά με τον ακριβή προσδιορισμό των χρονολογιών και άλλοτε υπονοείται μέσω της αναφοράς περισσότερο ή λιγότερο γνωστών ιστορικών γεγονότων. Ο αφηγηματικός, όμως, χρόνος επιτρέπει παρεκκλίσεις από τη γραμμικότητα του ιστορικού χρόνου, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τη μνήμη των ατόμων. Έτσι, όταν το 1936 η Θεανώ λαμβάνει επιστολή από τον εξόριστο άνδρα της τον Κοσμά, θυμάται με συγκίνηση την περίοδο 1916-1918, τότε που ερωτεύτηκαν και παντρεύτηκαν. Η αναδρομική αφήγηση, μέσω των  αναμνήσεων της ερωτευμένης γυναίκας, μας ταξιδεύει στη Θεσσαλονίκη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου. Η αναδρομική αφήγηση συνεχίζει να συναρπάζει τους αναγνώστες και όταν η Θεανώ θυμάται την Πρωτομαγιά του 1920. Θα αναφέρω αυτολεξεί το απόσπασμα, το οποίο θυμίζει έντονα σκηνές από την ταινία 1900 του Μπ. Μπερτολούτσι, επειδή είναι ενδεικτικό για το πώς η αφήγηση ενσωματώνει ή διαπλέκει μία προσωπική-ιδιωτική στιγμή των ηρώων της μικρής ιστορίας σ’ ένα στιγμιότυπο της μεγαλύτερης ιστορίας του χώρου της Θεσσαλονίκης.

Θυμήθηκε την Πρωτομαγιά του είκοσι, είχε αφήσει όλη τη μέρα το μωρό στη μάνα της, ο Κοσμάς την πήρε και πήγαν από νωρίς σ’ ένα εξοχικό καφενείο παραγεμάτο εργάτες και εργάτριες, ανέμιζε το ερυθρό λάβαρο του Εργατικού Κέντρου και σε απόσταση καραδοκούσαν οι περίπολοι, μουσικοί έπαιζαν την Τρίτη Διεθνή κι εργατικά τραγούδια, στην εξέδρα ένα κοριτσάκι ντυμένο κόκκινο και με στεφάνι από τριαντάφυλλα απήγγειλε ποίημα. Εκφωνούσαν λόγους στα εβραϊκά, στα ελληνικά, στα τούρκικα, έπειτα μίλησαν οι εκπρόσωποι των σοσιαλιστικών νεολαιών, ζητούσαν να σταματήσει η καταδίωξη των συνδικαλιστών,  να επιστρέψει ο Αβραάμ Μπεναρόγια από τη Φολέγανδρο, ο Κοσμάς της έδειχνε τους εκπροσώπους της Φεντερασιόν κι επαναλάμβανε πως ήταν η σημαντικότερη οργάνωση του εργατικού κινήματος. Το απόγευμα ανέβηκαν κατά χιλιάδες στο Σέιχ-Σου, τραγούδησαν, χόρεψαν, με μουσικές συγκεντρώθηκαν το βράδυ στο Εργατικό Κέντρο… Πολύ είχε χαρεί ο Κοσμάς εκείνη την ημέρα, «α γένει ντουνιάς καλύτερος», το πίστευε, και η ίδια μαζί του…[9]

Μία αναδρομή σε στιγμές της ιστορίας της Θεσσαλονίκης γίνεται και όταν στα τέλη της δεκαετίας του 1970 η Ευαγγελία και ο Κωνσταντίνος (πρόσωπα της δεύτερης γενιάς), γέροι πια, διηγούνται περιστατικά του παρελθόντος στην εγγονή τους Θεανώ (πρόσωπο της τέταρτης γενιάς). Το απόσπασμα δείχνει ακριβώς αυτό που έχουμε υπαινιχθεί από την αρχή, ότι δηλαδή η μνήμη του ιστορικού χώρου δεν είναι παρά σύνθεση από μνήμες συλλογικών βιωμάτων που τα άτομα κατά κάποιον τρόπο έχουν κληρονομήσει από τις οικογένειές τους και τους έχουν μεταδοθεί από τις κοινότητες στις οποίες ανήκουν. Αξίζει να αναφέρουμε ότι ο Κωνσταντίνος μεταφέρει στην εγγονή του μνήμες και από τις διηγήσεις του δικού του πατέρα (του προπάππου της Θεανώς), του Μηνά (προσώπου της πρώτης γενιάς).

Ζητούσε από τον παππού και τη γιαγιά να της διηγούνται περιστατικά βιωμένα, ή όσα γνώριζαν εξ ακοής, αυτοί θυμούνταν τα παιδικά χρόνιά τους, τη ζωή στο γυμνάσιο. Ήρθε το 1927, τους αφηγούνταν οι καθηγητές τους, θεωρούσαν το γεγονός από τα συνταρακτικότερα που είχαν ζήσει, να δουν από κοντά τον Παλαμά...Θυμούνταν τις σκαλομαρίες στα τραμ και τους αστυνομικούς που τους κυνηγούσαν, όσους έπιαναν τους έδιναν το ξύλο της χρονιάς τους, ειδικά αν επρόκειτο για ξυπόλητους μικρούς...Της έλεγε και όσα θυμόταν από τις διηγήσεις του δικού του πατέρα, του Μηνά, ότι κάποιοι ανατίναξαν ένα γαλλικό πλοίο με ασύνηθες όνομα, είτα την Οθωμανική Τράπεζα και το ταχυδρομείο, καφενεία και δημόσια κτίρια τινάζονταν με δυναμίτη, είπανε πως αυτουργοί ήσαν Βούλγαροι αναρχικοί, Ήμουνα τότε δεκατέσσερα-δεκαπέντε χρονώ και το θυμούμαι έλεγε ο πρόπαππος. «Ο πατέρας μου γεννήθηκε το 1889 ή το 1890 νομίζω», υπολόγιζε ο παππούς, αυτά πρέπει να έγιναν στις αρχές του αιώνα μας, 1903 ή 1904, εκεί περίπου...[10]

Επομένως, στο μυθιστόρημα ο αφηγηματικός λόγος διασώζει εικόνες συλλογικής μνήμης από στιγμές-ανάσες των ατόμων στο ιστορικό χώρο της Θεσσαλονίκης. Στιγμές που τις έζησαν οι ήρωες του μύθου ως αυτόπτες μάρτυρες ή που μετείχαν σ’ αυτές ως δρώντα υποκείμενα, στιγμές που τις πληροφορήθηκαν από τις ειδήσεις των εφημερίδων και του ραδιοφώνου ή από αναμνήσεις διηγήσεων γερόντων παππούδων, φίλων και γνωστών… Παρακάτω, καταγράφονται συνοπτικά μόνο κάποιες από τις αναρίθμητες εικόνες των συλλογικών βιωμάτων, εικόνες από στιγμές των εκατό χρόνων ζωής της πόλης που αποτυπώνονται στην αφήγηση ως ενσταντανέ παλιών ασπρόμαυρων κιτρινισμένων αλλά και νεότερων έγχρωμων γυαλιστερών φωτογραφιών.
Πρόκειται για εικόνες-μνήμης από την πυρκαγιά του 1917, αλλά και τις βομβιστικές εκρήξεις δυναμίτιδας των Βουλγάρων αναρχικών το 1903, από την εβραϊκή εργατική οργάνωση Φεντερασιόν του Μπεναρόγια και τις πρώτες κινητοποιήσεις των εργατών, από τις μουσουλμανικές συνοικίες της πόλης, την αγορά στο Καπάνι, από το καταρριφθέν γερμανικό ζέππελιν και την έκθεσή του στο Λευκό Πύργο το 1916, αλλά και από τα αγγλογαλλικά στρατεύματα Κατοχής κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, από τις διασκεδάσεις στον Κήπο που στέγαζε το Θέατρο του Λευκού Πύργου μαζί με εστιατόριο, ζαχαροπλαστείο, λέσχη και καμπαρέ, από τους πρώτους κινηματογράφους της πόλης, τις ταβέρνες και τα καφενεία, από τους κεντρικούς δρόμους με τα τραμ, τα παλιά αυτοκίνητα και τα αστικά λεωφορεία, αλλά και από τα στενά σοκάκια με τα κάρα και τα άλογα, από τους πλανόδιους βιοπαλαιστές, τα μικρά μαγαζάκια και επαγγέλματα που πλέον έχουν χαθεί, από τη ζωή ιστορικών εκπαιδευτηρίων και νοσοκομείων, από τη άφιξη και την εγκατάσταση των προσφύγων πριν και μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, από την εργατική εξέγερση του Μάη του 1936, από τα καπνομάγαζα και τις καπναποθήκες, τα εργοστάσια κλωστοϋφαντουργίας, τις βιομηχανίες «Ιούτης, Λινού και Καννάβεως», από τις φυλακές του Γεντί Κουλέ, τις διώξεις των αντιφρονούντων κατά την περίοδο του Μεταξά, από την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου και τη δύσκολη περίοδο της Κατοχής, από τον εκτοπισμό και την εξόντωση μίας από τις πιο ιστορικές κοινότητες της πόλης, των Εβραίων, από την απελευθέρωση και την ενθουσιώδη υποδοχή που επιφύλαξαν οι Θεσσαλονικείς στις δυνάμεις του ΕΛΑΣ, από τη σύντομη αμφιλεγόμενη περίοδο της Εαμοκρατίας, τη σκοτεινή εποχή του εμφυλίου πολέμου και των μετεμφυλιακών χρόνων, από την πρώτη αεροπειρατεία των έξι νεαρών Θεσσαλονικέων σπουδαστών, από τη δολοφονία του Πολκ, τις φυλακίσεις και εκτελέσεις των αριστερών, τα παλλαϊκά συλλαλητήρια για το Κυπριακό, από τον ξενιτεμό των φτωχών στην Αμερική και τη Γερμανία, από τις εκδρομές με τα καραβάκια για τα καλοκαιρινά μπάνια του λαού στις παραλίες του Θερμαϊκού, από τη δολοφονία του Λαμπράκη, τις διαδηλώσεις του φοιτητικού κινήματος, από την ανοικοδόμηση της πόλης με την καταστροφή ιστορικών μνημείων και κτηρίων, την αντιπαροχή και την έγερση τσιμεντένιων πολυκατοικιών, από τις θλιβερές μέρες της Χούντας αλλά και τις φωτεινές της Μεταπολίτευσης, από τον πόλεμο της Γιουγκοσλαυίας, την άφιξη νέων προσφύγων μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου και την πτώση του κομμουνισμού στη νοτιοανατολική Ευρώπη και, τέλος, από τους Ολυμπιακούς αγώνες του 2004.
Οι αναγνώστες, όμως, βλέποντας να ξετυλίσσονται εικόνες του ιστορικού χώρου, «ακούν» ταυτόχρονα και τις μουσικές του. Η φωνή της αφήγησης σε κάθε κεφάλαιο-ημέρα ηχογραφεί κατά κάποιον τρόπο τις μουσικές μνήμες των ατόμων και των ομάδων στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Άλλωστε, οι μουσικές μνήμες είναι κατεξοχήν μνήμες συλλογικών βιωμάτων, μνήμες που συνδέουν το άτομο με την ομάδα. Έτσι, μαθαίνουμε για τα τραγούδια και τις μουσικές, που άκουγαν ή τραγουδούσαν ή έπαιζαν ως αυτοδίδακτοι μουσικοί οι ήρωες του μύθου. Ακούμε μουσική από λαϊκούς οργανοπαίχτες που παίζουν βιολί, κλαρίνο, ούτι, μπουζουκάκι, σαντούρι, ακορντέον, φυσαρμόνικα, αισθαντικούς αμανέδες από τη Σμύρνη, δημοτικά άσματα θρακιώτικα, ανατολίτικα και ποντιακά σε γάμους και σε οικογενειακά γλέντια, εργατικά επαναστατικά τραγούδια και ο ύμνος της Τρίτης Διεθνούς, τραγούδια του Μπαγιαντέρα και του Παπαϊωάννου, νοσταλγικά μελαγχολικά ερωτικά σεφεραδίτικα τραγούδια των Εβραίων, αρχοντορεμπέτικα σε γεμάτες καπνό ταβέρνες, ρούμπες, βαλς και ταγκό από μεγάλες προπολεμικές ορχήστρες και αργεντίνικα μουσικά συγκροτήματα, «ρούμι και κόκα κόλα, Λιλή Μαρλέν» την περίοδο της Κατοχής, δημοτική, ελαφρά και κλασική μουσική από το ράδιο τις μεταπολεμικές δεκαετίες, τραγούδια της Μαρίκας Νίνου, της Ελίζας Μανέλι, της Μαριάννας Χατζοπούλου, της Σοφίας Βέμπο, του Τζίμη Μακούλη, της Μαίρης Λίντα και του Μανόλη Χιώτη και φυσικά του Στέλιου με τη Μαρινέλα…και καθώς περνούσαν οι δεκαετίες, τραγούδια από το Νέο Κύμα, του Σαββόπουλου, Χατζιδάκι, Θεοδωράκη και βέβαια ροκ μουσική… Οι μουσικές αναφορές της αφήγησης είναι πραγματικά πολυάριθμες και θα μπορούσε κάποιος να  ισχυριστεί ότι γίνονται η μουσική συνοδεία των στιγμιότυπων του 20ού αιώνα, η μουσική υπόκρουση των εικόνων μνήμης του ιστορικού χώρου.
Τα αναρίθμητα στιγμιότυπα –οπτικά και μουσικά– από την ιστορία της Θεσσαλονίκης και των ανθρώπων της, που περιέχονται στο μυθιστόρημα, συνθέτουν την εικόνα ενός ιστορικού χώρου που μοιάζει με παλίμψηστο χειρόγραφο. Παρόλο που κατά την πρώτη φάση της ελληνικής περιόδου της πόλης, η οποία συμπίπτει με την περίοδο του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, η Θεσσαλονίκη διατηρεί κάποια από τα χαρακτηριστικά της πολυεθνικής φυσιογνωμίας της, αρχίζει, ωστόσο, να μεταμορφώνεται σε μία μονοεθνική πόλη, χάνοντας με την πάροδο των δεκαετιών τις ιστορικές κοινότητές της με τους ανθρώπους, τις γλώσσες και τις θρησκείες τους, τους τρόπους και τις συνήθειες της ζωής τους, τις μουσικές τους, τις γειτονιές με τα σχολεία και τους ναούς τους, τα μνημεία και τα νεκροταφεία τους, και τελικά τους πολιτισμούς τους. Μετά τους βαλκανικούς πολέμους και τον πρώτο μεγάλο πόλεμο ο σλαβικός και ο μουσουλμανικός πληθυσμός εγκατέλειψε την πόλη ή ανταλλάχτηκε, ενώ στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο εξοντώθηκε ο εβραϊκός πληθυσμός. Καθώς χάνονταν ή κρύβονταν τα ίχνη της παρουσίας των παλιών κοινοτήτων, έφθασαν άνθρωποι νέων κοινοτήτων και έγραψαν την ιστορία τους στο χώρο της πόλης, χαράζοντας νέα ίχνη πάνω ή δίπλα στα παλιά. Μετά κυρίως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και την ανταλλαγή των πληθυσμών, το «πάμπαν πλημμύρισε» με πρόσφυγες από τις χώρες της χερσονήσου του Αίμου και την άλλοτε Οθωμανική Αυτοκρατορία που εγκαταστάθηκαν σε ανταλλάξιμα σπίτια ή δημιούργησαν τις δικές τους νέες συνοικίες. Τη μεταπολεμική περίοδο ήλθαν και νέοι πρόσφυγες, αυτή τη φορά εσωτερικοί μετανάστες. Ενώ, λοιπόν, η πόλη έδειχνε ότι μεταμορφωνόταν σε μονοεθνική, η τελευταία δεκαετία του 20ου αιώνα επιφυλάσσει μία ακόμη μεταμόρφωση, αφού δέχτηκε και πάλι πρόσφυγες και μετανάστες από την Αλβανία και τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες, αλλά και τις πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες.
Τα πρόσωπα-ήρωες του μυθιστορήματος, οι γονείς, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονα, κινούνται σ’ αυτόν τον παλίμψηστο ιστορικό χώρο του εικοστού αιώνα, αφήνοντας πάνω του και τα δικά τους αποτυπώματα. Κινούνται ανάμεσα σε ρωμαϊκές κολόνες και αψίδες, ζουν σε σπίτια θεμελιωμένα πάνω σε αρχαία και νεότερα ερείπια, προσεύχονται σε παλαιοχριστιανικές βυζαντινές εκκλησιές, περνούν δίπλα από κρήνες με αραβικές επιγραφές, περπατούν δίπλα σε γκρεμισμένα οθωμανικά τζαμιά, μπεζεστένια και χαμάμ, ψωνίζουν από άλλοτε εβραϊκές αγορές, βλέπουν να διανοίγονται κεντρικοί δρόμοι, να κατεδαφίζονται χαμόσπιτα, να γκρεμίζονται κομψά νεοκλασικά και σπίτια με τα σαχνισιά και στη θέση τους να υψώνονται τσιμεντένιες πολυκατοικίες που σκοτεινιάζουν τους δρόμους αλλά και τις ζωές τους.
Αναφέρουμε ένα χαρακτηριστικό στιγμιότυπο από τις αλλαγές στη φυσιογνωμία της πόλης, που αποτυπώνονται στην αφήγηση, όταν το Νοέμβριο του 1937 η Ευσταθία μαζί με τα δύο μικρά παιδιά της κατεβαίνουν από το τραμ στην πλατεία Συντριβανίου για να πάνε πεζή στην οδό Καπετάν Άγρα, στο σπίτι όπου διέμεναν οι τότε νεόνυμφοι Κωνσταντίνος και Ευαγγελία. Η φωνή της αφήγησης περιγράφει την εικόνα του αστικού χώρου, βλέποντας και γνωρίζοντας όμως πολύ περισσότερα για τη μεταμόρφωση της πόλης από όσα έβλεπαν και γνώριζαν οι τότε αυτόπτες, η μητέρα και τα παιδιά:

πέρα μακριά η διάνοιξη της Εγνατίας βραδυπορούσε, χαμόσπιτα μέσα στη μέση της οδού έπαιρναν σειρά μακράς αναμονής για την κατεδάφιση… πήραν την Εγνατία για να ανηφορίσουν ακολούθως αρκετό ποδαρόδρομο προς την Καπετάν Άγρα, όπου η κατοικία της Θεανώς και του ζευγαριού. Πέρασαν από χαλάσματα, παράγκες και τετραώροφα καινούρια κτίσματα, τους καλούμενους ουρανοξύστας, παρέκαμψαν λάκκους με νερά σε λασπερούς δρόμους με σκόρπιες κοτρώνες-ο χαρακτηρισμός η πόλις της λάσπης θα συνεχιζόταν για πολλά χρόνια-…[11]

Σ’ ένα ακόμα χαρακτηριστικό απόσπασμα για τη μεταμόρφωση της πόλης στα τέλη της δεκαετίας του 1950 αναπαρίστανται εικόνες από την ίδια γειτονιά, με τις οδούς Αγ. Δημητρίου, Καπετάν Άγρα, Κάλβου, Διός και Αρκαδιουπόλεως, τη γειτονιά όπου πέρασαν τη ζωή τους το ζευγάρι των κεντρικών ηρώων, ο Κωνσταντίνος και η Ευαγγελία:

Κοντά στην εκπνοή της δεκαετίας υπερυψώθηκε ως αξιοθέατο, κράχτης κοινωνικής ανόδου και αρχόμενης ευημερίας, για κάποιους άλλους επισφράγιση κύρους, με ανεπίστροφες μετατροπές καθημερινότητας, η πρώτη πολυκατοικία της Καπετάν Άγρα. Οικοδομήθηκε κι άλλη, εν συνεχεία άλλη, συνήθισαν. Όμως, ενώ πέντε και έξι όροφοι επί της Αγίου Δημητρίου δεν δημιουργούσαν πρόβλημα, στο σοκάκι τους ο ήλιος εμφανιζόταν το μεσημέρι και πλέον από άνοιξη κι ύστερα. Γέμισε πρώτα η Αγίου Δημητρίου και είτα οι δρομίσκοι, η Κάλβου, η Διος, πιο πέρα η Αρκαδιουπόλεως, πολυκατοικίες-μέγαρα φύτρωναν σαν τα μανιτάρια του φθινοπώρου-έως τότε ογκώδη οικοδομήματα ήσαν κατ’ εξοχήν τα δημόσια, τουλάχιστον στις βόρειες γειτονιές. Κατεδαφίζονταν τα παλιά τούρκικα, χαμοκέλες και τριώροφα με την αρχιτεκτονική που συναντούσε κανείς σ’όλα τα Βαλκάνια και όχι μόνον, εδώ κι εκεί κάποια καμένα από τη στέγη όταν τελείωσαν, η ίδια τύχη επιφυλάχθηκε σε αρχοντικά, γερά νεοκλασικά, και ανυπερθέτως καλύφθηκαν με τσιμέντο αυλές, κήποι, περιβόλια…[12]

Καθώς, λοιπόν, περνούν οι δεκαετίες του 20ού αιώνα, τα πρόσωπα του μύθου ζουν τις μικρές «προσωπικές» περιπέτειες στον διαρκώς μεταμορφούμενο ιστορικό χώρο, γίνονται θεατές των μεταμορφώσεων, αλλά και βιώνουν τις αλλαγές της φυσιογνωμίας της πόλης στην καθημερινότητά τους. Και ενώ η πόλη αλλάζει, αυτοί επιμένουν να αναζητούν τα καλυμμένα χαμένα ίχνη του παρελθόντος και να αναγνωρίζουν τα ελάχιστα εναπομείναντα-ή μήπως είναι περισσότερα από όσα νομίζουμε-, ανασύροντας εικόνες από την ατομική και συλλογική συνείδηση, εικόνες ιστορικής μνήμης, και εν τέλει διαπιστώνοντας ότι όσο και αν αλλάζει μορφές η πόλη, παραμένει ταυτόχρονα και ίδια.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, οι δύο συνονόματες εξαδέλφες Πελαγίες, η μία κόρη του Κωνσταντίνου και η άλλη κόρη της αδελφής του Ασημίνας (πρόσωπα της τρίτης γενιάς), περπατούν ακόμα στους ίδιους δρόμους με τα ίδια ονόματα, που είχε περπατήσει το 1937 η Ευσταθία με τα παιδιά της και προφανώς βλέπουν την ίδια βυζαντινή εκκλησία (Δώδεκα Απόστολοι), που και αυτή θα είχε δει. Οι προσεκτικοί αναγνώστες του παρακάτω αποσπάσματος θυμούνται την εικόνα της λασπερής διαδρομής της Ευσταθίας, όταν διαβάζουν την εικόνα των δύο γυναικών που περπατούν στην ίδια γειτονιά:

Αρκαδιουπόλεως, Καπετάν Άγρα, Διος, Κάλβου. Τα πεζοδρόμια έχουν λάσπες, δε γλιτώνεις από δαύτες. Οι Πελαγίες βάδιζαν την Αγίου Δημητρίου, στο ύψος της Καπετάν Άγρα έβλεπαν τους Δώδεκα Αποστόλους…[13]

Στις επόμενες σελίδες οι δύο γυναίκες, συγκρίνοντας το παρόν της πόλης με το παρελθόν, θυμούνται και αναγνωρίζουν τα εναπομείναντα ίχνη του ιστορικού χώρου: «Όμως, υπάρχει η Άνω Πόλη, όλα αυτά σαν να μην την αφορούν, σαν να βρίσκεσαι σ’ άλλο τόπο»,[14] αναφωνεί σε κάποιο σημείο η Πελαγία της Ασημίνας, ενώ λίγο παρακάτω η Πελαγία του Κωνσταντίνου θυμάται ότι το «πανεθνικό κουρκούτι» των αρχών του 20ού αιώνα το «διαδέχτηκε η εθνική ομοιογένεια». Θυμάται επίσης ότι η πόλη

κάποτε ήταν πολυεθνικό κέντρο. Στις πρώτες δεκαετίες οι Σλαύοι και οι Τούρκοι είχαν φύγει κι οι Έλληνες της χερσονήσου του Αίμου και της Τουρκίας είχαν έλθει εδώ, μ’ όλα ταύτα έμενε κάτι από την ιστορική αύρα περασμένων μεγαλείων και οντοτήτων, οι Ισραηλίτες, που ωστόσο έφυγαν με τον τρόπο που έφυγαν, κι η πόλη προϊόντος του χρόνου παρήκμαζε και μετατρεπόταν σε επαρχιακό μπακάλικο του μικρού βασιλείου. Τώρα οι ελάχιστοι εναπομείναντες Ελληνοεβραίοι με την «Μακκαμπή», τις δύο συναγωγές, το μικρό μουσείο, το νέο νεκροταφείο, το Ματανώθ Λεβιονίμ στεγάζει το μικρό σχολείο τους, κτήριο που στην Κατοχή μοίραζε συσσίτιο, τότε που τα παιδιά δεν είχαν τροφή… Ελάχιστοι Αρμένιοι με την εκκλησία τους, το κοιμητήριο λησμονημένο, αν όχι σε εγκατάλειψη…[15]

Η Πελαγία του Κωνσταντίνου δεν αναγνωρίζει μόνο τα εναπομείναντα ίχνη του παρελθόντος, αλλά βλέπει και με αισιοδόξία τη «νέα επέλαση από χιλιάδες των αλλογενών που κατέκλυσαν την πόλη και θυμίζουν σε κάποιους παλιούς τον αλλοτινό πολυεθνικό πυρετό της». Στην τελευταία δεκαετία του αιώνα, ο ιστορικός χώρος φαίνεται να επανακτά την παλιά ταυτότητα του, που ίσως ποτέ να μην την είχε χάσει τελείως: «εξακολουθούν να έρχονται…αντιδάνεια σκόρπιων ονείρων… επαναπατριζόμενοι νέας κοπής, μετανάστες και πρόσφυγες, κλαίνε ζωές ξοδεμένες και νοσταλγημένες πατρίδες, προσπαθούν εδώ και κάποιες δεκαετίες να ριζώσουν κι αυτοί… όλοι στο μεγάλο μικρό χωνευτήρι της άκρης των Βαλκανίων, δεν φέρνουν μόνο την απόγνωσή τους, κομίζουν και την ελπίδα για καλύτερη ζωή. Για αυτούς και για μάς…», διαβάζουμε τις σκέψεις της Πελαγίας.[16]
Ενώ, λοιπόν, ο αιώνας κυλά προς το τέλος και μαζί του εκπνέουν οι ζωές των γεροντότερων προσώπων του μυθιστορήματος, διαπιστώνουμε ότι η συλλογική μνήμη του ιστορικού χώρου στοιχειώνεται στην ατομική συνείδηση των ηρώων, γίνεται αναπόσπαστο στοιχείο της υπόστασής τους. Λίγο προτού πεθάνει ο γηραιός πλέον Κωνσταντίνος, απαρηγόρητος από τον προηγηθέντα χαμό της αγαπημένης του Ευαγγελίας, βλέπει ένα όνειρο που επιβεβαιώνει ότι η μνήμη του ιστορικού χώρου ζει εντυπωμένη στη συνείδηση του ατόμου. Ο Κωνσταντίνος ονειρεύεται ότι άλλοτε μόνος του και άλλοτε μαζί με την Ευαγγελία περπατάει σε δρόμους του χωροχρόνου, αναζητώντας με αγωνία και αναγνωρίζοντας με ανακούφιση αλλά και θλίψη τα εναπομείναντα ίχνη του παρελθόντος της πόλης, τα ίχνη του δικού του παρελθόντος. Ονειρεύεται ότι περπατάει στα σοκάκια που τον οδηγούν στην Άνω Πόλη των παλιών σπιτιών «με τους χαρακτηριστικούς εξώστες, τα σαχνισιά που τα έβλεπε κατεβαίνοντας με την Ευαγγελία από το γυμνάσιο του Κουλέ Καφέ μετά το σχόλασμα», ότι περνάει από τη βρύση με την καλλιτεχνική αραβική επιγραφή στο Τσινάρι «δίχως πλάτανο από πάνω…», ότι συναντά τη μισογκρεμισμένη κρήνη της οδού Ολυμπιάδος, την Κρήνη του Αβδουραχμάν Μπέη, ότι προχωράει παραπέρα και βλέπει «το πρώτο νοσοκομείο της πόλης, κτίσμα του 1850, με τα πολλά ονόματα στο διάβα του χρόνου...» και ότι ξαφνικά βρίσκεται να περπατά στη Μπάρα και να αντικρίζει «το τείχος που κατέβαινε ως το λιμάνι, από την άλλη πλευρά του η πλατεία Βαρδαρίου που φαινόταν από τη διπλή πύλη, την πορτάρα που οι Βυζαντινοί ονόμαζαν Χρυσή Πύλη, τους έλεγαν οι καθηγητές τους…». Η διαδρομή του ονείρου καταλήγει σε υπόγειες στοές, σκοτεινούς λαβυρίνθους στα βάθη της πόλης, όπου βρίσκονται θαμμένα ίχνη του παρελθόντος, ίχνη που πρόκειται να θαφτούν ακόμα βαθύτερα από τα έργα κατασκευής του σύγχρονου μετρό.[17]
Επομένως, ο ιστορικός χώρος ζει στην ατομική συνείδηση, γιατί η ατομική μνήμη ταυτίζεται κατά πολύ με τη συλλογική. Ακόμα και όταν οι ήρωες του μυθιστορήματος αρχίζουν να εκλείπουν, ο ιστορικός χώρος της πόλης δε χάνεται μαζί τους, αλλά παραμένει το διαχρονικά μεταμορφούμενο ζων πρόσωπο του μύθου και της ιστορίας. Τελικά, η ιστορική μνήμη της Θεσσαλονίκης θα παραμένει ζωντανή όσο οι εικόνες του παρελθόντος της πόλης θα αναγνωρίζονται από τις επόμενες γενιές και όσο θα γράφονται βιβλία, όπως η Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα της Μαρίας Πάλλα.








[1] Μαρία Πάλλα, Μικρή Μεγάλη Εβδομάδα, εκδόσεις Νησίδες, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 443.
[2] Διαβάζοντας το μυθιστόρημα και γράφοντας το παρόν κείμενο, πιστεύω ότι ανέσυρα «εικόνες» από παλιότερα και νεότερα διαβάσματά μου σχετικά με την ιστορία, τη μνήμη και τη Θεσσαλονίκη. Αναφέρω ενδεικτικά: Αναστασιάδης Γ., Σινεμά ο Παράδεισος, εκδ. Ιανός, Θεσσαλονίκη 2000. Του ιδίου, Η Θεσσαλονίκη στις συμπληγάδες του 20ού αιώνα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2005. Του ιδίου, Το παλίμψηστο του αίματος. Πολιτικές δολοφονίες και εκτελέσεις στη Θεσσαλονίκη (1913-1968), εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2010. Αναστασιάδης Γ., Χεκίμογλου Ε., Τσιμισκή Αγίας Σοφίας Διαγώνιος, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997. Των ιδίων, Η μάχη της μνήμης. Παραλία, λιμάνια, Λευκός Πύργος, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997. Των ιδίων, Το πρόσωπο της μνήμης. Η φωτογραφία στη Θεσσαλονίκη του μεσοπολέμου, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998. Των ιδίων, Η «χαμένη» Εγνατία της Θεσσαλονίκης, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2001. Vakalopoulos Ap., Αναμνήσεις από την παλιά Θεσσαλονίκη-Memories of old Thessaloniki, εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, Θεσσαλονίκη 1993. Ζακ Λε Γκοφ, Ιστορία και Μνήμη, μτφρ. Κουμπουρλής Γ., εκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998. Γούναρης Β., Παπαπολυβίου Π. (επιμ.), Ο φόρος του αίματος στην κατοχική Θεσσαλονίκη, εκδ. Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2002. Ζαφείρης Χρ., Θεσσαλονίκης Τοπιογραφία, εκδ. Επίκεντρο (2η έκδ.), Θεσσαλονίκη 2006. Του ιδίου, Η μνήμη της πόλης. Η Θεσσαλονίκη τον 19ο και τον 20ό αιώνα, εκδ. Γνώση, Αθήνα 2007. Θεολόγου Κ., Χώρος και Μνήμη. Θεσσαλονίκη 15ος-20ός αι. Από τις παραδοσιακές κοινότητες στην αστική νεοτερικότητα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008. Καραβάτος Σ., Ματιές στην πόλη. Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης στον 20ό αιώνα, Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης 2005. Καραδήμου Γερολύμπου Α., Το χρονικό της μεγάλης πυρκαγιάς (Θεσσαλονίκη, Αύγουστος 1917), εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2002. Κίτσης Ε., Καρτ-ποστάλ της Θεσσαλονίκης στις αρχές του 20ού αιώνα, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2008. Λιάκος Α., Η Σοσιαλιστική και Εργατική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης (Φεντερασιόν) και η Σοσιαλιστική Νεολαία, Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1985. Του ιδίου, πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2007. Lieberg Μ. (επιμ. Ε. Χεκίμογλου), Θεσσαλονίκη 1944. Τα φωτογραφικά ντοκουμέντα του Jean Lieberg, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1999. Mazawer M., Θεσσαλονίκη. Πόλη των φαντασμάτων, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2006. Nora P., «Between Memory and History: Les Lieux de Mémoire», Represantations, 26, Spring 1989, University of California press, Berkley 1989, 7-25. Τομανάς Κ. Οι κάτοικοι της παλιάς Θεσσαλονίκης, εκδ. Εξάντας, Αθήνα 1992. Του ιδίου, Τα καφενεία της παλιάς Θεσσαλονίκης, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1997. Του ιδίου, Δρόμοι και γειτονιές της Θεσσαλονίκης, εκδ. Νησίδες, Θεσσαλονίκη 1997. Του ιδίου, Οι πλατείες της Θεσσαλονίκης, εκδ. Νησίδες (ανατύπωση), Θεσσαλονίκη 2008. Χεκίμογλου E.-Danacioglu Esra, H Θεσσαλονίκη πριν από εκατό χρόνια, εκδ. University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1998.
[3] Πάλλα, ό.π., σ. 9.
[4] Ό.π., σ. 9.
[5] Ό.π., σ. 9-10.
[6] Ό.π., σ. 10.
[7] Ό.π., σ. 22.
[8] «Ο εικοστός αιώνας κύλησε νερό, άπιαστος σαν πνοή ανέμου, μια ανάσα, γοργό το τραίνο της Ιστορίας τον άφησε πίσω μαζί με τους άλλους» (ό.π., σ. 81).
[9] Ό.π., σ. 59.
[10] Ό.π., σ. 335-336.
[11] Ό.π., σ. 71-72.
[12] Ό.π., σ. 262.
[13] Ό.π., σ. 383.
[14] Ό.π., σ. 386.
[15] Ό.π, σ. 387.
[16] Ό.π., σ. 387-388.
[17] Για το όνειρο του Κωνσταντίνου, βλ. ό.π., σ. 412-414.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου