Τρόπος εξέτασης του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ΓΕΛ Πανελ. Εξετάσεις 2019-20

Πέμπτη 17 Νοεμβρίου 2011

Μανόλης Αναγνωστάκης, Ο Στόχος

Μανόλης Αναγνωστάκης, Ο Στόχος

Η ποιητική συλλογή του Μανόλη Αναγνωστάκη Ο Στόχος συμπεριλαμβάνεται στα Δεκαοκτώ Κείμενα που δημοσιεύτηκαν το 1970 κατά τη διάρκεια της δικτατορίας.

Μανόλης Αναγνωστάκης (1925-2005)

Μανόλη Αναγνωστάκη

Ο ΣΤΟΧΟΣ
Το θέμα είναι τώρα τι λες
Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ
Μικροζημιές και μικροκέρδη συμψηφίζοντας
Το θέμα είναι τώρα τι λες.


Ποιητική
- Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
                                   Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρη γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.

- Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν' ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.

Για ποια ανθρώπινα ιερά μάς εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.

Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις.

Να μην τις παίρνει ο άνεμος.


Στο παιδί μου
Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο

Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.

Ο ουρανός
Πρῶτα νὰ πιάσω τὰ χέρια σου
Νὰ ψηλαφίσω τὸ σφυγμό σου
Ὕστερα νὰ πᾶμε μαζὶ στὸ δάσος
Ν᾿ ἀγκαλιάσουμε τὰ μεγάλα δέντρα
Ποὺ στὸν κάθε κορμὸ ἔχουμε χαράξει
Ἐδῶ καὶ χρόνια τὰ ἱερὰ ὀνόματα
Νὰ τὰ συλλαβίσουμε μαζὶ
Νὰ τὰ μετρήσουμε ἕνα-ἕνα
Μὲ τὰ μάτια ψηλὰ στὸν οὐρανὸ σὰν προσευχή.


Τὸ δικό μας τὸ δάσος δὲν τὸ κρύβει ὁ οὐρανός.

Δὲν περνοῦν ἀπὸ δῶ ξυλοκόποι.

Θεσσαλονίκη, Μέρες του 1969 μ.Χ.
Στην οδό Αιγύπτου -πρώτη πάροδος δεξιά-
Τώρα υψώνεται το μέγαρο της Τράπεζας Συναλλαγών
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως.
Και τα παιδάκια δεν μπορούνε πια να παίξουνε από τα τόσα 
τροχοφόρα που περνούνε.
Άλλωστε τα παιδιά μεγάλωσαν, ο καιρός εκείνος πέρασε που 
ξέρατε
Τώρα πια δε γελούν, δεν ψιθυρίζουν μυστικά, δεν εμπιστεύον-
ται,
Όσα επιζήσαν, εννοείται, γιατί ήρθανε βαριές αρρώστιες από 
τότε
Πλημμύρες, καταποντισμοί, σεισμοί, θωρακισμένοι στρατιώ-
τες,
Θυμούνται τα λόγια του πατέρα: εσύ θα γνωρίσεις καλύτερες 
μέρες
Δεν έχει σημασία τελικά αν δεν τις γνώρισαν, λένε το μάθημα
            οι ίδιοι στα παιδιά τους
Ελπίζοντας πάντοτε πως κάποτε θα σταματήσει η αλυσίδα
Ίσως στα παιδιά των παιδιών τους ή στα παιδιά των παιδιών
            των παιδιών τους.
Προς το παρόν, στον παλιό δρόμο που λέγαμε, υψώνεται η 
Τράπεζα Συναλλαγών
- εγώ συναλλάσσομαι, εσύ συναλλάσσεσαι αυτός συναλλάσσεται-
Τουριστικά γραφεία και πρακτορεία μεταναστεύσεως
-εμείς μεταναστεύουμε, εσείς μεταναστεύετε, αυτοί μετανα-
στεύουν-
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο 
Ποιητής
Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες 
εκκλησιές

Η Ελλάς των Ελλήνων. 

Επιτύμβιον

Πέθανες- κι ἔγινες καὶ σύ: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.
Τριάντα ἕξη στέφανα σὲ συνοδέψανε, τρεῖς λόγοι ἀντιπροέδρων,
Ἑφτὰ ψηφίσματα γιὰ τὶς ὑπέροχες ὑπηρεσίες ποὺ προσέφερες.

Ἄ, ρὲ Λαυρέντη, ἐγὼ ποὺ μόνο τὄξερα τί κάθαρμα ἤσουν,
Τί κάλπικος παρᾶς, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μέσα στὸ ψέμα
Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ, δὲν θὰ ῾ρθῶ τὴν ἡσυχία σου νὰ ταράξω.

(Ἐγώ, μιὰ ὁλόκληρη ζωὴ μὲς στὴ σιωπὴ θὰ τὴν ἐξαγοράσω
Πολὺ ἀκριβὰ κι ὄχι μὲ τίμημα τὸ θλιβερό σου τὸ σαρκίο.)

Κοιμοῦ ἐν εἰρήνῃ. Ὡς ἤσουν πάντα στὴ ζωή: ὁ καλός,
Ὁ λαμπρὸς ἄνθρωπος, ὁ οἰκογενειάρχης, ὁ πατριώτης.


Δὲ θά ῾σαι ὁ πρῶτος οὔτε δὰ κι ὁ τελευταῖος.



Απόφαση
Είστε υπέρ ή κατά; 
Έστω απαντήστε μ’ ένα ναι ή μ’ ένα όχι. 
Το έχετε το πρόβλημα σκεφτεί 
Πιστεύω ασφαλώς πως σας βασάνισε 
Τα πάντα βασανίζουν στη ζωή 
Παιδιά γυναίκες έντομα,
 Βλαβερά φυτά χαμένες ώρες
 Δύσκολα πάθη, χαλασμένα δόντια
 Μέτρια φιλμς. Κι αυτό θα σας βασάνισε ασφαλώς.
 Μιλάτε υπεύθυνα λοιπόν. Έστω με ναι ή όχι.
 Σ’ εσάς ανήκει η απόφαση. 
Δε σας ζητούμε φυσικά να πάψετε 
Τις ασχολίες σας να διακόψτε τη ζωή σας, 
Τις προσφιλείς εφημερίδες σας τις συζητήσεις
 Στο κουρείο τις Κυριακές σας στα γήπεδα. 
Μια λέξη μόνο. Εμπρός λοιπόν: 
Είστε υπέρ ή κατά ; 
Σκεφτείτε το καλά.
 Θα περιμένω.
Προσευχή
Κυριακή. Θε μου σ' ευχαριστούμε
Δέξου μας σαν πρόβατα στην αγκαλιά σου απολωλότα
Πολύ αμαρτήσαμε Κύριε, πολύ αδικήσαμε
Σαν άπιστοι θρηνούμε για τα επίγεια αγαθά μας
Λησμονήσαμε την αιωνίαν Άνοιξη του Παραδείσου
Στον Οίκο σου δεόμεθα συγχωρηθήναι ημάς
Σήμερα Κυριακή τας εντολάς σου ενθυμούμενοι
Μη μας εγκαταλείψεις Θε μου, εις το σκότος της αβύσσου.

(Άλλωστε, λίαν προσφάτως, προσεφέραμεν
Εις αρμοδίων εντολάς υπείκοντες,
Τον οβολόν μας δια την αναστήλωσιν του Ιερού Ναού Σου).


Νέοι της Σιδώνος, 1970

Κανονικά δεν πρέπει να 'χουμε παράπονο
Καλή κι εγκάρδια η συντροφιά σας, όλο νιάτα,
Κορίτσια δροσερά - αρτιμελή αγόρια
Γεμάτα πάθος κι έρωτα για τη ζωή και για τη δράση.
Καλά, με νόημα και ζουμί και τα τραγούδια σας
Τόσο, μα τόσο ανθρώπινα, συγκινημένα,
Για τα παιδάκια που πεθαίνουν σ' άλλην ήπειρο
Για ήρωες που σκοτώθηκαν σ΄ άλλα χρόνια,
Για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,
Για τον καημό του γένει πάσχοντος Ανθρώπου.
Ιδιαιτέρως  σας  τιμά  τούτη  η  συμμετοχή
Στην  προβληματική  και  στους  αγώνες  του  καιρού  μας
Δίνετε  ένα  άμεσο  παρόν  και  δραστικό - κατόπιν  τούτου
Νομίζω  δικαιούστε  με  το  παραπάνω
Δυο  δυο,  τρεις  τρεις,  να  παίξετε,  να  ερωτευθείτε,
Και  να  ξεσκάσετε,  αδελφέ,  μετά  από  τόση  κούραση.

(Μας  γέρασαν  προώρως,  Γιώργο,  το  κατάλαβες;)

If...

Ἂν - λέω ἄν...
ἂν ὅλα δὲ συνέβαιναν τόσο νωρὶς
ἡ ἀποβολή σου ἀπ᾿ τὸ Γυμνάσιο στὴν Ε´ τάξη,
μετὰ Χαϊδάρι, Ἅι-Στράτης, Μακρονήσι, Ἰτζεδίν,
ἂν στὰ 42 σου δὲν ἤσουν μὲ σπονδυλοαθρίτιδα
ὕστερα ἀπὸ τὰ εἴκοσι χρόνια τῆς φυλακῆς
μὲ δυὸ διαγραφὲς στὴν πλάτη σου, μιὰ δήλωση
ἀποκηρύξεως ὅταν σ᾿ ἀπομονῶσαν στὸ Ψυχιατρεῖο
ἂν - σήμερα λογιστὴς σ᾿ ἕνα κατάστημα ἐδωδίμων-
ἄχρηστος πιὰ γιὰ ὅλους, στιμμένο λεμόνι,
ξοφλημένη περίπτωση, μὲ ἰδέες ἀπὸ καιρὸ ξεπερασμένες,
ἂν - λέω ἄν...
μὲ λίγη καλὴ θέληση ἐρχόνταν ὅλα κάπως διαφορετικὰ
ἢ ἀπὸ μία τυχαία σύμπτωση, ὅπως σὲ τόσους καὶ τόσους
συμμαθητές, φίλους, συντρόφους - δὲ λέω ἀβρόχοις ποσὶ
ἀλλὰ ἄν...
(Φτάνει. Μ᾿ αὐτὰ δὲ γράφονται τὰ ποιήματα. Μὴν ἐπιμένεις.
Ἄλλον ἀέρα θέλουν γιὰ ν᾿ ἀρέσουν, ἄλλη «μετουσίωση».
Τὸ παραρίξαμε στὴ θεματογραφία).


Αισθηματικό διήγημα
Ο πατέρας του του 'λεγε: «Βρε δε θα φτιάξεις εσύ το ρωμέικο...»
Προς στιγμήν πίστεψε κι αυτός, σχεδόν παιδί, πως θα το φτιάξει
(Τριάντα χρόνια τώρα, παλιά χρόνια, ποιος τα θυμάται...)
Αλλά το πρακτικό παράδειγμα το 'δωσε ο μεγάλος αδερφός
Επίδοξος σωτήρας κι αυτός κάποτε, πολύ νωρίς ανανήψας
Ή μάλλον προώρως λογικευθείς, υπουργικός κατόπιν ιδιαίτερος
Σε παραγωγικό υπουργείο με ευρύ κύκλο ιδιωτικών εργασιών.
Κι αυτός, πιστός υιός και αδερφός σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε,
Είδε τα λάθη, διέγνωσε προδοσίες, ζύγισε τα υπέρ και τα κατά
Μίλησε τέλος για εγκλήματα και για ξένους δακτύλους
-Είχαν αρχίσει άλλωστε λίγο-πολύ τα πράγματα να σφίγγουν-
Πάντα ξυπνό μυαλό δεν ήθελε πολύ να διαλέξει.
Όχι βέβαια πως ο Μάκης θα' σωζε τότε το ρωμέικο
Εδώ δεν το' σωσε ο... ή ο... μη λέμε τώρα ονόματα,
Αλλά, βρε αδελφέ, πώς να το κάνουμε, κάποτε ήπιαμε μαζί κρασί,
Χωθήκαμε στη οδό Αρριανού κυνηγημένοι από τους πεταλάδες,
Φιλήσαμε τα ίδια κορίτσια, αλλάξαμε σύνθημα και παρασύνθημα
(Πολύ ρομάντζο όλα αυτά, συναισθηματικά, λες δεν το ξέρω,
Κι η ζωή θέλει σκληρότητα -μένα μου λες- και «ρεαλισμό» κυρίως)
Και τώρα
Εσύ πάλι από μέσα κι ο Μάκης πάλι απ' όξω
(Έτσι χοντρά-χοντρά) παράγων πια τρανός της καταστάσεως
-όπως, εδώ που τα λέμε, της κάθε μέχρι τώρα καταστάσεως-
Να γίνεις, λέει, Έλλην, να βάλεις μυαλό, να γίνεις χρήσιμος
Κι εσύ μια φορά στην κοινωνία, να δουλέψεις γι' αυτή τη δόλια την πατρίδα
Και να σου δίνει συμβουλές εν ονόματι της παλιάς παλιάς φιλίας και του «... για θυμήσου».

(Επιμένω να διηγούμαι και μάλιστα πολύ ωμά, πράγματα που τα ξέρετε όλοι
Που τα 'πα και τα ξανάπαν κι άλλοι πιο πριν πολύ καλύτερα από μένα
Πράγματα ανιαρά, που δεν κινούν πια διόλου το ενδιαφέρον σας
Όπως η δολοφονία της Σάρον Τέιτ π.χ. ή οι γάμοι της Τζάκυ ή το ψυγείο «Κελβινέιτορ»).


Κριτική
...Και, βασικά, λείπουνε οι προεκτάσεις
Αυτή η γοητευτική ασάφεια που υποβάλλει
Δεύτερα πλάνα και απρόσμενες προοπτικές
Που θέτει θέματα ερμηνείας, συζητήσεων,
Υποδηλώνει δομές και αποκαλύπτει ουσίες.
Λείπει η παρθενικότητα στην έκφραση, το άλλο,
Εν τέλει η πρισματικότης των πραγμάτων-λες
Κι έχετε στο χέρι ένα σφυρί και σαν τους γύφτους
Σφυροκοπάτε αδιάκοπα στο ίδιο αμόνι.
-Σαν τους γύφτους
σφυροκοπάμε
αδιάκοπα 
στο ίδιο αμόνι.

Επίλογος (απόσπασμα)

Κι ὄχι αὐταπάτες προπαντός.
Τὸ πολὺ πολὺ νὰ τοὺς ἐκλάβεις σὰ δυὸ θαμποὺς
προβολεῖς μὲς στὴν ὁμίχλη
Σὰν ἕνα δελτάριο σὲ φίλους ποὺ λείπουν
μὲ τὴ μοναδικὴ λέξη: ζῶ.

«Γιατὶ» ὅπως πολὺ σωστὰ εἶπε κάποτε κι ὁ φίλος μου ὁ Τίτος,
«κανένας στίχος σήμερα δὲν κινητοποιεῖ τὶς μᾶζες
κανένας στίχος σήμερα δὲν ἀνατρέπει καθεστῶτα.»

Ἔστω.
Ἀνάπηρος, δεῖξε τὰ χέρια σου. Κρῖνε γιὰ νὰ κριθεῖς.


Από τα Δεκαοκτώ Κείμενα, Κέδρος, Αθήνα 1970, σσ. 121-133.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου