Τρόπος εξέτασης του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ΓΕΛ Πανελ. Εξετάσεις 2019-20

Τρίτη 7 Απριλίου 2015

Ευχές για το Πάσχα με παλιές κάρτες

Παλιές art deco πασχαλινές κάρτες

   Είναι παλιές πασχαλινές κάρτες των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα. Απεικονίζουν  σεμνές κοπέλες με αιθέρια φορέματα να διαβάζουν την Αγ. Γραφή ανάμεσα σε ανοιξιάτικα λουλούδια και λευκούς κρίνους. 

Ειρηνικό Πάσχα με μία αισθαντική κοπέλα που διαβάζει την Αγ. Γραφή. Φορά ένα υπέροχο αιθέριο λουλουδάτο φόρεμα, ενώ το καπελάκι της έχει δύο ροζ τριαντάφυλλα. Πίσω της διακρίνουμε δύο λευκούς κρίνους.

Ευχές για το Πάσχα από μία κομψή δεσποινίδα με κρίνους στο φόρεμά της και την Αγ. Γραφή.

Παλιά πασχαλινή κάρτα. 1910. Ένα λευκοφορεμένο κορίτσι στην εκκλησία κρατά την Αγ. Γραφή και προσεύχεται. Πίσω διακρίνουμε τους λευκούς κρίνους, σύμβολο της αγνότητας.

Παλιά πασχαλινή κάρτα. 1907. Μία κομψή κυρία διαβάζει την Αγ. Γραφή στο στασίδι της εκκλησίας.  Διακρίνουμε τους λευκούς κρίνους.

Ευτυχισμένο Πάσχα με μία κοπέλα και λουλούδια.

Χαρούμενο Πάσχα με μια νεαρή κοπέλα και ανοιξιάτικα λουλούδια στον κήπο ενός εξοχικού σπιτιού.

Ευτυχισμένο Πάσχα με μία κοπέλα, ένα κουνέλι και λουλούδια.

Ευτυχισμένο Πάσχα με μία κοπέλα να μαζεύει λουλούδια στον κήπο και να ταΐζει περιστέρια.


2 σχόλια:

  1. Ζωή Καρέλλη, Πριν την Ανάσταση

    Ίσως να ήταν περί το μεσονύχτι,
    πριν ή μετά, δεν ξέρω, ξύπνησα
    στο σκοτάδι όμως, θαρρείς,
    δεν ανοίγουν τα μάτια.

    Τι ώρα πηγαίναμε στην εκκλησία τότε;
    Κάποτε δεν κοιμόμασταν, περιμένοντας,
    ή μας έπιανε ύπνος ελαφρύς
    και ξυπνούσαμε καλοδιάθετοι,
    με τις πρώτες καμπάνες.

    Χρόνια τώρα, δεν πηγαίνω στην εκκλησία.
    Χάνεται μέσα μου η σημασία της,
    ώσπου πια καθόλου... Είναι δυνατόν,
    τίποτα να μην απομένει
    απ' την εύχαρη του ανθρώπου ηλικία;
    Πόσο είχα παρακαλέσει, ώσπου έπαψα.
    Ανάσταση περίμενα απ' τις φτωχές μου
    αισθήσεις, του σώματος. Αν όχι τίποτ' άλλο,
    τώρα, που δεν πιστεύω, γνωρίζω
    την αμαρτία μου.
    Πόσο ήταν ωραία, τότε...
    Στεκόμασταν στον αυλόγυρο,
    γεμάτον κόσμο ελεύθερο. Γελούσαν,
    μιλούσαν οι άνθρωποι.
    Η ορθοδοξία
    αφήνει ακέριο το πνεύμα της προσφοράς.
    Ελεύθερα να προσέλθω σε σένα, Κύριε.
    Οι άνθρωποι φαίνονταν ξεκούραστοι,
    την γιορτή περιμένοντας, το αύριο
    νάρθει της χαρούμενης μέρας,
    έλαμπε το βλέμμα, το πρόσωπο.

    Με πνίγει τούτο το σκοτάδι.
    Δεν θέλω ν' ανάψω το μέτριο φως.
    Θα μου στερήσει τα ενθύμια που βλέπω,
    τα πράγματα ορίζοντας γύρω μου.
    Πώς περιμέναμε την Ανάσταση!
    Δίχως αμφιβολία έρχονταν η Λαμπρή,
    «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν λαοί».
    Άνοιγαν οι πύλες, η πομπή προχωρούσε
    με ψαλμούς κι' εξαπτέρυγα, άστραφταν
    τα πολύτιμα, άναβαν μυριάδες τα κεριά
    των χριστιανών, φλόγες πίστης,
    σημείο χαράς.
    Μιαν μικρήν εικόνα της Ανάστασης
    είχε η ενορία μας. Σπρωχνόμασταν
    για ν' ασπαστούμε, οχλαγωγή. Γελούσαν
    χαρούμενοι οι πιστοί, στα χέρια
    κόκκιν' αυγά, άναβαν βεγγαλικά
    κι' οι μεγαλείτεροι σαν τα παιδιά.

    «Ουκ έστιν ώδε αλλ' ηγέρθη».
    Μένω ξαπλωμένος, δεν ανάβω το φως,
    δεν περιμένω τίποτα.
    Δεν πάω με τους άλλους να μοιραστώ
    την πλάνη της χαράς.
    Χαρά δεν υπάρχει;

    Υπάρχει πάντα η ανάσταση,
    όχι ορισμένη και πιθανή,
    υπάρχει απίθανη περίλαμπρη δόξα,
    η φωτεινή έκσταση, δεν μπορούν
    δίχως αυτήν οι άνθρωποι,
    που περιμένουν σε νηστεία και προσευχή.

    «Ουκ έστιν ώδε αλλ' ηγέρθη».
    Ακόμα δεν ήρθε η ώρα, φαίνεται.
    Δεν ακούω τους χαρμόσυνους ήχους.
    Πόσο ακόμα και τότε, σαν η καταστροφή
    της άρνησης, η αμφιβολία είχεν αρχίσει,
    με συγκινούσε βαθιά η χαρά
    πάνδημη του κόσμου συμμετοχή, στην γιορτή.

    «Χριστός ανέστη». Ύμνος κι' οι κρότοι
    των όπλων κι' όλες οι καμπάνες μαζί,
    σ' όλην την πόλη κι' οι άνθρωποι
    όλοι μαζί είχαν την ίδια χαρά,
    τέλειωνε η προσφορά της προσπάθειας,
    τους πένθους, της συλλοής.

    Κοιτάζω το παρελθόν.
    Δεν σ' αρνιέμαι, Κύριε, της αγάπης,
    της ανάστασης ένδοξης του ανθρώπου.
    Πολλή με σκεπάζει αμαρτία της γνώσης,
    όμως θα περιμένω μιαν αρχή της αγάπης
    ξανά, που δίνεται παρηγοριά
    της θλιμμένης επίμονης σκέψης.

    Αρχή, χαραυγή,
    «ήν δε όρθρου βαθέος...»
    Να πιστέψουμε στην ημέρα της ζωής.
    Ελπίδες, αναμνήσεις δεν αρκούν
    οι κόποι. Η σκέψη θολώνει
    το κόκκινο της θυσίας αίμα.

    Πρέπει το σώμα να σηκωθεί,
    να πάει με τους άλλους μαζί, να χαρεί
    την γιορτή, την απλή χαρά,
    να δεχτεί την πλούσια συμμετοχή,
    να παραδεχτεί τη χαρά προσιτή.
    Ανάσταση να χαρεί, λευτεριά
    ύστερ' απ' το πλήθος του πόνου,
    πίστη, την αγάπη του ανθρώπου.

    Από τη συλλογή Της μοναξιάς και της έπαρσης (1951)



    ΥΓ. Πολύ ωραίες κάρτες!

    ΑπάντησηΔιαγραφή