Τρόπος εξέτασης του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ΓΕΛ Πανελ. Εξετάσεις 2019-20

Σάββατο 19 Μαρτίου 2016

Ποιήματα για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και πίνακες του Πάμπλο Πικάσσο από την Μπλε Περίοδο

Ας μιλήσουμε με την ποίηση για τον πόνο των προσφύγων


   Για ακόμη μια φορά στην ιστορία της η χώρα δέχεται κύματα προσφύγων από την Ανατολή που τρέχουν να σωθούν από τη φρίκη του πολέμου, αναζητώντας καταφύγιο στις χώρες της Δύσης.
   Για τον πόνο του ξεριζωμού αυτών των ανθρώπων, ας αφήσουμε να μιλήσει ο ποιητικός λόγος και οι εικόνες από την Μπλε Περίοδο (1900-1905) του Πάμπλο Πικάσο. Οι θλιμμένες μορφές, εξαθλιωμένες και καταπονημένες, μου θύμισαν τις σημερινές εικόνες των προσφύγων που έχουν πλημμυρίσει τα μέσα ενημέρωσης.

Pablo Picasso, Τραγωδία. 1903. Εθνική Πινακοθήκη Τεχνών. Ουάσιγκτον.

   Ξεκινώ με το εμβληματικό ποίημα του Μπρεχτ που γράφτηκε το 1937, όταν ο Γερμανός καλλιτέχνης είχε ήδη αναγκαστεί να εγκαταλείψει τη χώρα του λόγω του ναζισμού. Το ποίημα ανθολογείται στο βιβλίο Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β Γυμνασίου (βλ. http://ebooks.edu.gr/modules/ebook/show.php/DSGL105/229/1690,5409/)

Μπ. Μπρεχτ, Μετανάστες

Λαθεμένο μού φαινόταν πάντα τ’ όνομα που μας δίναν:
«Μετανάστες».
Θα πει, κείνοι που αφήσαν την πατρίδα τους. Εμείς, ωστόσο,
δε φύγαμε γιατί το θέλαμε,
λεύτερα να διαλέξουμε μιαν άλλη γη. Ούτε
και σε μιαν άλλη χώρα μπήκαμε
να μείνουμε για πάντα εκεί, αν γινόταν.
Εμείς φύγαμε στα κρυφά. Μας κυνηγήσαν, μας προγράψανε.
Κι η χώρα που μας δέχτηκε, σπίτι δε θα ‘ναι, μα εξορία.
Έτσι, απομένουμε δω πέρα, ασύχαστοι, όσο μπορούμε πιο κοντά
στα σύνορα,
προσμένοντας του γυρισμού τη μέρα, καραδοκώντας το παραμικρό
σημάδι αλλαγής στην άλλην όχθη, πνίγοντας μ’ ερωτήσεις
κάθε νεοφερμένο, χωρίς τίποτα να ξεχνάμε, τίποτα
ν’ απαρνιόμαστε,
χωρίς να συχωράμε τίποτ’ απ’ όσα έγιναν, τίποτα δε συχωράμε.
Α, δε μας ξεγελάει τούτη η τριγύρω σιωπή! Ακούμε ίσαμ’ εδώ
τα ουρλιαχτά που αντιλαλούν απ’ τα στρατόπεδά τους. Εμείς
οι ίδιοι
μοιάζουμε των εγκλημάτων τους απόηχος, που κατάφερε
τα σύνορα να δρασκελίσει. Ο καθένας μας,
περπατώντας μες στο πλήθος με παπούτσια ξεσκισμένα,
μαρτυράει την ντροπή που τη χώρα μας μολεύει.
Όμως κανένας μας
δε θα μείνει εδώ. Η τελευταία λέξη
δεν ειπώθηκε ακόμα.

Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφρ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο



Pablo Picasso, Γερο Ιουδαίος με αγόρι. 1904. Μουσείο Πούσκιν Καλών Τεχνών. Μόσχα.

Pablo Picasso, Δύο φιγούρες. 1904.

Γιάννης Βαρβέρης, Στα ξένα;

Πού τήνε βρήκε αυτός την αγαλλίαση
πώς τάχα δεν τον κυνηγάνε τα σκυλιά
πώς το ποδάρι του δεν είναι πια στο δόκανο
πώς έχει πια, ελεύθερος ερήμου
μπουχτίσει το νερό
πώς έγινε
-δήθεν για ν’ αναθρέψει πάλι-
και τα νοστάλγησε όλ’ αυτά
σκυλιά και δόκανα και δίψες-
υπαρκτά
μεγάλη ελπίδα να το νοσταλγείς
ένα μαρτύριο ενώ δεν έχει λήξει.»


Από τη συλλογή «Στα ξένα», εκδ. Κέδρος, 2001

Pablo Picasso, Μητέρα με παιδί στην παραλία. 1902.


Pablo Picasso, Φιγούρες στην παραλία. 1903. Mουσείο Τεχνών του Smith College.


Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου, Πρόσφυγες στην άμμο 

Νύχτωσε στην Ελ Μίνα και πυκνή
σιωπή ανέβαινε απ' τη μεριά της θάλασσας
κι αντάμωνε το κάστρο∙ ολημερίς
ξαπλώνονταν αμίλητο και σκυθρωπό
σα μουδιασμένο ζώο

Τότε ξεχώρισα ήχο πνιχτό καθώς το φύλλο
που τσαλακώνεται μέσα σε χέρια ανάρμοστα
γρατσούνισμα σε σώμα ακάθαρτο, αρρωστημένο

Κι είδα έναν Άραβα μικρό, σημαδεμένο
έφεγγαν χέρια, πρόσωπο, μάτια κι ήταν όλος
χιλιάδες που άφηναν τη γη τους κι επιστρέφανε
μέσα στην άμμο, σε σκηνές, στο άσπρο φως.
Κι όταν μιλούσε δάκρυζε η φωνή και όλο ικέτευε
για κάποια θέση στη ζωή ή έστω αντίσταση
στο θάνατο που ερχότανε αργά και τον ρουφούσε

Μα εγώ έπλενα τα χέρια μου. Άγρια μοναξιά
τα χρόνια που έφυγαν με είχανε ποτίσει

Από τη συλλογή Ο θάνατος του Μύρωνα (1960)


Pablo Picasso, Mητέρα με παιδί. 1902. Fogg Μουσείο Τεχνών.


Pablo Picasso, Γυναίκα που κάθεται οκλαδόν στην παραλία. 1902. 

Γιώργος Σεφέρης, Tὸ σπίτι κοντὰ στὴ θάλασσα

Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μοῦ τὰ πῆραν.
Ἔτυχε νά ῾ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πολέμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ
κάποτε δὲν τὰ βρίσκει τὸ κυνῆγι
εἴταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.
Μὴ μοῦ μιλᾷς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.
Καινούργια στὴν ἀρχή, σὰν τὰ μωρὰ
ποὺ παίζουν στὰ περβόλια μὲ τὰ κρόσια τοῦ ἥλιου,
κεντοῦν παραθυρόφυλλα χρωματιστὰ καὶ πόρτες
γυαλιστερὲς πάνω στὴ μέρα
ὅταν τελειώσει ὁ ἀρχιτέκτονας ἀλλάζουν,
ζαρώνουν ἢ χαμογελοῦν ἢ ἀκόμη πεισματώνουν
μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔμειναν μ᾿ ἐκείνους ποὺ ἔφυγαν
μ᾿ ἄλλους ποὺ θὰ γυρίζανε ἂν μποροῦσαν
ἢ ποὺ χαθῆκαν, τώρα ποὺ ἔγινε
ὁ κόσμος ἕνα ἀπέραντο ξενοδοχεῖο.
Δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια,
θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους
καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω ἀκόμη
καμιὰ φορά, κοντὰ στὴ θάλασσα, σὲ κάμαρες γυμνὲς
μ᾿ ἕνα κρεββάτι σιδερένιο χωρὶς τίποτε δικό μου
κοιτάζοντας τὴ βραδινὴν ἀράχνη συλλογιέμαι
πὼς κάποιος ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ, πὼς τὸν στολίζουν
μ᾿ ἄσπρα καὶ μαῦρα ροῦχα μὲ πολύχρωμα κοσμήματα
καὶ γύρω του μιλοῦν σιγὰ σεβάσμιες δέσποινες
γκρίζα μαλλιὰ καὶ σκοτεινὲς δαντέλες,
πὼς ἑτοιμάζεται νὰ ῾ρθεῖ νὰ μ᾿ ἀποχαιρετήσει
ἢ μία γυναῖκα ἐλικοβλέφαρη βαθύζωνη
γυρίζοντας ἀπὸ λιμάνια μεσημβρινά,
Σμύρνη Ρόδο Συρακοῦσες Ἀλεξάντρεια,
ἀπὸ κλειστὲς πολιτεῖες σὰν τὰ ζεστὰ παραθυρόφυλλα,
μὲ ἀρώματα χρυσῶν καρπῶν καὶ βότανα,
πῶς ἀνεβαίνει τὰ σκαλιὰ χωρὶς νὰ βλέπει
ἐκείνους ποὺ κοιμήθηκαν κάτω ἀπ᾿ τὴ σκάλα.
Ξέρεις τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.

Από το ποιητικό έργο "Κίχλη"

Γιώργος Χουλιαράς, Πρόσφυγες

Δεν είμαι εγώ στη φωτογραφία

Τίποτε δεν μας άφησαν
να πάρουμε μαζί μας
Μόνον αυτή την φωτογραφία

Αν τη γυρίσετε από την άλλη θα με δείτε

Εσύ είσαι στη φωτογραφία, με ρωτούν

6 σχόλια:

  1. ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΟ ΜΠΛΟΥΖ

    Πες πως η πόλη αυτή έχει δέκα εκατομμύρια ψυχές
    άλλοι ζούνε σε μέγαρα, άλλοι σε τρύπες μικρές
    κ όμως δεν έχει θέση για μας, αγάπη μου, δεν έχει θέση για εμάς.

    Είχαμε κάποτε μια πατρίδα και μας φαίνονταν όλα καλά,
    ψάξε μέσα στον Άτλαντα και θα την εβρείς κειδά
    τώρα να πάμε εκεί δεν μπορούμε, αγάπη μου, να πάμε εκεί δεν μπορούμε.

    Στο κοιμητήρι του χωριού ένα σμιλάγκι μεγαλώνει
    κάθε άνοιξη απ' την αρχή μες στο άνθος φουντώνει
    τα παλιά διαβατήρια δεν μπορούν να το κάνουν, αγάπη μου, δεν μπορούν να το κάνουν.

    Ο πρόξενος είπε χτυπώντας το γραφείο του εμπρός
    "Αν δεν έχεις το διαβατήριο, τυπικά θεωρείσαι νεκρός"
    όμως να που ακόμα ζούμε, αγάπη μου, να που ακόμα ζούμε.

    Πήγα σε μια επιτροπή, έκαστα να ξαποστάσω
    με παρακάλεσαν ευγενικά του χρόνου να ξαναπεράσω
    όμως σήμερα πού θα πάμε, αγάπη μου, σήμερα πού θα πάμε;

    Ήρθα σε μια συγκέντρωση' σηκώθηκε ο ομιλητής να πει
    "Αν τους αφήσουμε να μπουν, θε να μας κλέψουν το ψωμί"
    Μιλούσε για σένα και για μένα, αγάπη μου, για σένα και για μένα.

    Σαν ν' άκουσα μπουμπουνητά στα ουράνια να κατρακυλούν
    ήταν ο Χίτλερ στην Ευρώπη, που έλεγε "Πρέπει να εξοντωθούν"
    Α, μας είχε στο νου του, αγάπη μου, μας είχε στο νου του.

    Είδα μια σκυλίτσα που φορούσε μια ζακέτα κουμπωμένη,
    είδα μια πόρτα ολάνοιχτη και μια γάτα να μπαίνει:
    όμως δεν ήταν Γερμανοεβραίοι, αγάπη μου, δεν ήταν Γερμανοεβραίοι.

    Τράβηξα στο λιμάνι, στο μόλο στάθηκα μπροστά,
    είδα τα ψάρια να τρέχουν στο νερό, δε ζούνε στη σκλαβιά:
    μόλις τρία μέτρα μακριά μου, αγάπη μου, τρία μέτρα μακριά μου.

    Περπάτησα σ' ένα δάσος, είδα στα δένδρα τα πουλιά'
    δεν είχανε πολιτικούς και κελαηδούσαν χαρωπά:
    δεν ήταν άνθρωποι σαν και μας, αγάπη μου, δεν ήταν σαν και μας.

    Στον ύπνο μου ονειρεύτηκα χιλιώροφα κτίρια
    με χίλιες πόρτες και χίλια παραθύρια
    ούτε ένα δεν ήταν δικό μας, αγάπη μου, δεν ήταν δικό μας.

    Στάθηκα μες στο χιόνι που 'πεφτε σε μια ανοιχτή πεδιάδα
    δέκα χιλιάδες στρατιώτες βάδιζαν στην αράδα:
    Ψάχναν για μας τους δυο, αγάπη μου, ψάχναν για μας τους δυο.

    WYSTAN HUGH AUDEN, μτφρ. Κλείτος Κύρου



    Θα επανέλθω.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Πάρα πολύ ωραίο. Δεν το γνώριζα. Περιμένω και άλλα...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Πρόσφυγες

    «Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
    εκτός αν πατρίδα, είναι το στόμα ενός καρχαρία.


    Τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις ολόκληρη την πόλη
    να τρέχει κι εκείνη.

    Οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα
    με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους,
    το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου,
    που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου,
    κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του.
    Αφήνεις την πατρίδα μόνο
    όταν η πατρίδα δεν σε αφήνει να μείνεις.

    Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά.
    Φωτιά κάτω απ' τα πόδια σου, ζεστό αίμα στην κοιλιά σου -
    δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο
    λαιμό σου και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο ανάμεσα στα
    δόντια σου και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
    κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν
    πρόκειται να γυρίσεις.

    Πρέπει να καταλάβεις ότι
    κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα,
    εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά,
    κανένας δεν καίει τις παλάμες του κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
    κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
    τρώγοντας εφημερίδες, εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.

    κανένας δεν θέλει να σέρνεται κάτω από φράχτες
    κανένας δεν θέλει να τον δέρνουν ή να τον λυπούνται
    κανένας δεν διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων ή την φυλακή, παρά μόνο
    επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη από μια πόλη που φλέγεται
    κανένας δεν θα το μπορούσε
    κανένας δεν θα το άντεχε
    κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό για να ακούσει τα:
    γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι, πρόσφυγες, βρομομετανάστες,
    ζητιάνοι ασύλου που ρουφάτε τη χώρα μας,
    αράπηδες με τα χέρια απλωμένα που μυρίζετε περίεργα
    απολίτιστοι
    κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε να κάνετε και τη δική μας.

    Πώς αντέχουμε στα λόγια, στα άγρια βλέμματα;
    ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
    ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά από δεκατέσσερις άντρες ανάμεσα στα πόδια σου
    ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο να τις καταπιείς από τα χαλίκια κι από τα κόκαλα από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.

    Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
    αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία
    πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
    και κανένας δεν θα άφηνε την πατρίδα
    εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
    εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα,
    να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου να συρθείς στην έρημο
    να κολυμπήσεις ωκεανούς, να πνιγείς για να σωθείς, να πεινάσεις, να εκλιπαρήσεις
    να ξεχάσεις την υπερηφάνεια - η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.

    κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι μια ιδρωμένη
    φωνή στο αυτί σου που λέει φύγε, τρέξε μακριά μου,
    τώρα δεν ξέρω τι έχω γίνει εγώ η πατρίδα σου
    αλλά ξέρω ότι, οπουδήποτε αλλού, θα είσαι πιο ασφαλής από ό,τι εδώ.»

    Warsan Shire – Ουαρσάν Σάιρ


    https://www.youtube.com/watch?v=f-3DNeIjr0I


    ΥΓ. Το συγκλονιστικό ποίημα της Κενυάτισσας Warsan Shire κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, χωρίς να αναφέρεται ο μεταφραστής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.

      Διαγραφή
    2. Πράγματι, πολύ συγκλονιστικό! Μια γροθιά στο στομάχι. Ευχαριστώ πολύ που έγραψες και τα δύο ποιήματα. Μπορούν να αξιοποιηθούν και για εκπαιδευτικούς, παιδαγωγικούς λόγους.

      Διαγραφή
    3. Έχεις δίκιο. Υπάρχουν πολλές αναφορές στο Διαδίκτυο, αλλά δεν βρήκα ούτε εγώ τον μεταφραστή.

      Βλ. και https://www.auth.gr/news/anouncements/19486

      Διαγραφή