Τρόπος εξέτασης του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ΓΕΛ Πανελ. Εξετάσεις 2019-20

Δευτέρα 9 Μαΐου 2016

Ποιήματα για τη μητέρα και την ποίηση. Ανέστης Ευαγγέλου


Ανέστης Ευαγγέλου, Μην απορείς, μητέρα

   Θα συνεχίσω με ποιήματα για τη μητέρα. Ένα ποίημα-δραματικός μονόλογος, ένα ποίημα-εξομολόγηση ενός αγαπημένου ποιητή, ενός βαθύτατα ανθρωπιστή ποιητή, του Ανέστη Ευαγγέλου.  Το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται στη μητέρα του και απολογείται για τα ποιήματά του. Μιλώντας για τα ποιήματα, μιλά και για τον εαυτό του... 
   Είναι, λοιπόν, ένα ποίημα για τη μητέρα, αλλά και για την ποίηση και τον ποιητή... 

J. McNeill Whistler, Πορτραίτο της μητέρας του καλλιτέχνη. 1871. Μουσείο του Ορσέ. Παρίσι.
Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις

τούτα τα ποιήματα διαβάζοντας. Θα τα βρίσκεις, βέβαια,
λίγο στενάχωρα, σάμπως να θέλουν
από τις λέξεις μέσα να βγουν. Ίσως, ακόμα,
το γιο σου μέσα τους να μην αναγνωρίζεις. Κι όμως
δικά του είναι, μητέρα· αυτόν εικονίζουν.
Πάσχουν κι αυτά όπως κι αυτός από ασφυξία,
χάνονται μέσα τους, γυρίζουν, επιστρέφουν,
πάσχουν να βγουν από τις λέξεις όπως κι εκείνος
πάσχει να βγει από το πετσί του μέσα.

Μην απορείς, μητέρα, μην τρομάζεις· προ παντός

μη σε κυριέψει απελπισία· κάτι στηρίζει
το γιο σου, που εσύ δε βλέπεις:
μέσα του, από τα πόδια ως την κορφή, είναι μια κολόνα
που τον στυλώνει, τον κρατά μ’ όρθιο το κεφάλι,
που τον ψυχώνει, βήμα με βήμα, αγκώνα με αγκώνα,
μέσ’ απ’ ερείπια ν’ ανοίγει δρόμο και να προχωράει.

Από τη συλλογή Περιγραφή εξώσεως (1960)  Βλ. και Ανέστης Ευαγγέλου, Τα ποιήματα (1956-1986), εκδ. Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988.
Alice Bally, Το πορτραίτο της μητέρας μου. 1900. Μουσείο Πολιτισμού και Ιστορίας. Γενεύη.

5 σχόλια:

  1. Λατρεύω το ποίημα του Ανέστη Ευαγγέλου, όσο και του Άρη Αλεξάνδρου.


    Με τι μάτια τώρα πια

    Βιάστηκες μητέρα να πεθάνεις.
    Δεν λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
    κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
    ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
    μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις
    τα εξηντατέσσερα
    μπορούσες να ‘σφιγγες τα δόντια
    έστω κι αυτά τα ψεύτικα τα χρυσά σου δόντια
    μπορούσες ν’ αρπαζόσουνα από ‘να φύλλο πράσινο
    απ’ τα γυμνά κλαδιά
    απ’ τον κορμό
    μα ναι το ξέρω
    γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
    να πιαστείς
    όμως εσύ να τα ‘μπηγες τα νύχια
    και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
    σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
    κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
    Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
    να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
    στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένο ν στα λουλούδια
    να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
    ακούγοντας τον πόλεμο
    σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
    να ‘χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
    να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
    κι από τη μέσα κάμαρα-
    όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
    και τώρα με τι χέρια να ‘ρθεις και να μ’ αγγίξεις μέσ’
    από τη σίτα*
    με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ που ‘χω τριγύρω μου τις πέ-
    τρες σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
    με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
    όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
    τσαλαπατημένη
    κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
    σαν υγρασία σάπιου χόρτου.

    ΑΡΗΣ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
    [Το ποίημα περιέχεται στη συλλογή Ευθύτης οδών (1959).]

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πολύ πολύ αγαπημένο!!!
      Σκεφτόμουν για τη σημερινή ανάρτηση να επιλέξω το ποίημα του Άρη Αλεξάνδρου, αλλά τελικά επέλεξα τον Ευαγγέλου και άφησα για άλλη φορά τον Αλεξάνδρου. Όπως φαίνεται, οι δρόμοι μας συναντώνται...

      Διαγραφή
    2. Είναι δυνατόν να μη συναντηθούμε -έστω σε ένα μπλογκ-, αφού πρακτικά είναι (σχεδόν) αδύνατο;
      Όταν αγαπάς την ποίηση, σε έλκει σα μαγνήτης κάθε "αδερφή" ψυχή.

      Διαγραφή