Ιωάννης Αλταμούρας, Αυτοπροσωπογραφία 1873 (Μουσείο Skagen, Δανία)
Θεωρείται ως ένας από τους πρώτους σημαντικούς Νεοέλληνες ζωγράφους της μετεπαναστατικής περιόδου. Οι πίνακες του είναι κυρίως θαλασσογραφίες με αγαπημένο θέμα τα καράβια, ιδιαίτερα τα ιστιοφόρα. Ο Αλταμούρας θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε μεγάλο ιμπρεσιονιστή ζωγράφο, εάν δεν πέθαινε σε ηλικία 26 ετών.
Θεωρείται ως ένας από τους πρώτους σημαντικούς Νεοέλληνες ζωγράφους της μετεπαναστατικής περιόδου. Οι πίνακες του είναι κυρίως θαλασσογραφίες με αγαπημένο θέμα τα καράβια, ιδιαίτερα τα ιστιοφόρα. Ο Αλταμούρας θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε μεγάλο ιμπρεσιονιστή ζωγράφο, εάν δεν πέθαινε σε ηλικία 26 ετών.
Γιατί μία αυτοπροσωπογραφία του Αλταμούρα βρίσκεται στο Μουσείο του Skagen της Δανίας;
Επειδή η πόλη Skagen υπήρξε ένας από τους σταθμούς της ζωής του Έλληνα ζωγράφου.
Ο Ιωάννης Αλταμούρα (1852-1878) ήταν γιος της ζωγράφου Ελἐνης Μπούκουρα Αλταμούρα και του Ιταλού ζωγράφου και Γαριβαλδινού επαναστάτη Φραντσέσκο Σαβέριο Αλταμούρα.
Γεννήθηκε το 1852 στην Ιταλία, μάλλον στη Φλωρεντία, αλλά σε ηλικία τριών ετών ακολούθησε την αδελφή του Σοφία και την Ελληνίδα μητέρα του Ελένη στην Ελλάδα. Η Ελένη έφυγε από την Ιταλία μαζί με τα δύο παιδιά της και επέστρεψε στην πατρίδα της, όταν ανακάλυψε την κρυφή σχέση του άνδρα της Σαβέριο Αλταμούρα με την επίσης ζωγράφο Jane Benham Hay. Αναγκάστηκε, όμως, να φύγει από την Ιταλία, αφήνοντας εκεί το μικρότερο γιο της, τον αδελφό του Ιωάννη, τον Αλέξανδρο, ο οποίος έζησε και μεγάλωσε μαζί με τον πατέρα του. Ο Αλέξανδρος συνάντησε για πρώτη φορά την Ελένη το 1874, όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα για να γνωρίσει τη μητέρα του και τους Έλληνες συγγενείς του. Από την άλλη πλευρά και ο Ιωάννης θα συναντήσει σε μεγάλη ηλικία τον Ιταλό πατέρα του Σαβέριο και τον αδελφό του Αλέξαντρο, όταν το 1876 στο δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα από τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη, θα περάσει από τη Νάπολη όπου ζούσαν ο πατέρας και ο αδελφός του.
Ο Ιωάννης περνάει τα παιδικά του χρόνια στο πατρικό σπίτι της μητέρας του στην Αθήνα, αλλά και στις Σπέτσες από όπου καταγόταν η οικογένειά της. Διδάχτηκε ζωγραφική από τη μητέρα του και στη συνέχεια φοίτησε στο Σχολείο Καλών Τεχνών των Αθηνών όπου είχε δάσκαλο τον Νικηφόρο Λύτρα. Η μητέρα του Ελένη παρέδιδε μαθήματα σχεδίου στη βασίλισσα Όλγα και μαθήματα ζωγραφικής στις μαθήτριες της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας του Αρσακείου. Φαίνεται, λοιπόν, ότι μέσω της μητέρας του που σύχναζε στο παλάτι, ή μέσω του παππού του Ιωάννη Μπούκουρα, που είχε με τα καράβια του συμμετάσχει στην ελληνική επανάσταση, ο Ιωάννης, ως ταλαντούχος ζωγράφος, εξασφάλισε υποτροφία για την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης από τον Δανό βασιλιά Γεώργιο Α´.
Στα 1872 ο Ιωάννης πηγαίνει στην Κοπεγχάγη για σπουδές και μαθητεύει κοντά στον γνωστό Δανό θαλασσογράφο Καρλ Φεντερίκ Σόρενσεν. Στη Δανία συνδέεται με καλλιτεχνικούς κύκλους και ζωγραφίζει πολλές από τις θαλασσογραφίες του. Επισκέπτεται ψαροχώρια και παράκτιες πόλεις της Δανίας και της γειτονικής Σουηδίας. Επίσης ταξιδεύει με πλοία του Βασιλικού Ναυτικού της Δανίας στην Ιταλία, στη Μαδέρα και αλλού, μελετώντας τα καράβια. Τα έργα του αποτυπώνουν εικόνες από αυτά τα ταξίδια. Πολλές από τις θαλασσογραφίες τους έγιναν στην παραθαλάσσια πόλη της Δανίας Skagen όπου πέρασε αρκετούς μήνες, ζωγραφίζοντας. Στο Skagen είχε δημιουργηθεί μία "αποικία" από Δανούς καλλιτέχνες της Σχολής Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης που ζωγράφιζαν τοπία της υπαίθρου. Εκεί φαίνεται ότι ο Ιωάννης ερωτεύεται τη νεαρή ζωγράφο Άννα, η οποία όμως προτίμησε να συνδεθεί με τον φίλο του ζωγράφο Ancher.
Tελικά, το 1876 επιστρέφει στην Ελλάδα, επειδή η υγεία του είχε χειροτερεύσει και οι γιατροί του συνέστησαν την επιστροφή στο κλίμα της μεσογειακής πατρίδας του. Έπασχε από φυματίωση. Ζει για κάποιο διάστημα στην Αθήνα όπου οι θαλασσογραφίες γίνονται περιζήτητες. Τους τελευταίους όμως μήνες της ζωής του εγκαθίσταται στις Σπέτσες μαζί με τη μητέρα του Ελένη όπου ζωγραφίζει από μνήμης αρκετά μεγάλο αριθμό ελαιογραφιών με θέμα τη Δανία. Το υγρό κλίμα του νησιού δε βοηθά στη βελτίωση της υγείας του και έτσι πεθαίνει το 1878 από φυματίωση στις Σπέτσες, προκαλώντας αβάσταχτο πόνο και οδύνη στην Ελένη, η οποία ήδη είχε χάσει το 1872 την κόρη της Σοφίας από την ίδια ασθένεια.
Γεννήθηκε το 1852 στην Ιταλία, μάλλον στη Φλωρεντία, αλλά σε ηλικία τριών ετών ακολούθησε την αδελφή του Σοφία και την Ελληνίδα μητέρα του Ελένη στην Ελλάδα. Η Ελένη έφυγε από την Ιταλία μαζί με τα δύο παιδιά της και επέστρεψε στην πατρίδα της, όταν ανακάλυψε την κρυφή σχέση του άνδρα της Σαβέριο Αλταμούρα με την επίσης ζωγράφο Jane Benham Hay. Αναγκάστηκε, όμως, να φύγει από την Ιταλία, αφήνοντας εκεί το μικρότερο γιο της, τον αδελφό του Ιωάννη, τον Αλέξανδρο, ο οποίος έζησε και μεγάλωσε μαζί με τον πατέρα του. Ο Αλέξανδρος συνάντησε για πρώτη φορά την Ελένη το 1874, όταν επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα για να γνωρίσει τη μητέρα του και τους Έλληνες συγγενείς του. Από την άλλη πλευρά και ο Ιωάννης θα συναντήσει σε μεγάλη ηλικία τον Ιταλό πατέρα του Σαβέριο και τον αδελφό του Αλέξαντρο, όταν το 1876 στο δρόμο της επιστροφής για την Αθήνα από τις σπουδές του στην Κοπεγχάγη, θα περάσει από τη Νάπολη όπου ζούσαν ο πατέρας και ο αδελφός του.
Ο Ιωάννης περνάει τα παιδικά του χρόνια στο πατρικό σπίτι της μητέρας του στην Αθήνα, αλλά και στις Σπέτσες από όπου καταγόταν η οικογένειά της. Διδάχτηκε ζωγραφική από τη μητέρα του και στη συνέχεια φοίτησε στο Σχολείο Καλών Τεχνών των Αθηνών όπου είχε δάσκαλο τον Νικηφόρο Λύτρα. Η μητέρα του Ελένη παρέδιδε μαθήματα σχεδίου στη βασίλισσα Όλγα και μαθήματα ζωγραφικής στις μαθήτριες της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας του Αρσακείου. Φαίνεται, λοιπόν, ότι μέσω της μητέρας του που σύχναζε στο παλάτι, ή μέσω του παππού του Ιωάννη Μπούκουρα, που είχε με τα καράβια του συμμετάσχει στην ελληνική επανάσταση, ο Ιωάννης, ως ταλαντούχος ζωγράφος, εξασφάλισε υποτροφία για την Ακαδημία Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης από τον Δανό βασιλιά Γεώργιο Α´.
Στα 1872 ο Ιωάννης πηγαίνει στην Κοπεγχάγη για σπουδές και μαθητεύει κοντά στον γνωστό Δανό θαλασσογράφο Καρλ Φεντερίκ Σόρενσεν. Στη Δανία συνδέεται με καλλιτεχνικούς κύκλους και ζωγραφίζει πολλές από τις θαλασσογραφίες του. Επισκέπτεται ψαροχώρια και παράκτιες πόλεις της Δανίας και της γειτονικής Σουηδίας. Επίσης ταξιδεύει με πλοία του Βασιλικού Ναυτικού της Δανίας στην Ιταλία, στη Μαδέρα και αλλού, μελετώντας τα καράβια. Τα έργα του αποτυπώνουν εικόνες από αυτά τα ταξίδια. Πολλές από τις θαλασσογραφίες τους έγιναν στην παραθαλάσσια πόλη της Δανίας Skagen όπου πέρασε αρκετούς μήνες, ζωγραφίζοντας. Στο Skagen είχε δημιουργηθεί μία "αποικία" από Δανούς καλλιτέχνες της Σχολής Καλών Τεχνών της Κοπεγχάγης που ζωγράφιζαν τοπία της υπαίθρου. Εκεί φαίνεται ότι ο Ιωάννης ερωτεύεται τη νεαρή ζωγράφο Άννα, η οποία όμως προτίμησε να συνδεθεί με τον φίλο του ζωγράφο Ancher.
Tελικά, το 1876 επιστρέφει στην Ελλάδα, επειδή η υγεία του είχε χειροτερεύσει και οι γιατροί του συνέστησαν την επιστροφή στο κλίμα της μεσογειακής πατρίδας του. Έπασχε από φυματίωση. Ζει για κάποιο διάστημα στην Αθήνα όπου οι θαλασσογραφίες γίνονται περιζήτητες. Τους τελευταίους όμως μήνες της ζωής του εγκαθίσταται στις Σπέτσες μαζί με τη μητέρα του Ελένη όπου ζωγραφίζει από μνήμης αρκετά μεγάλο αριθμό ελαιογραφιών με θέμα τη Δανία. Το υγρό κλίμα του νησιού δε βοηθά στη βελτίωση της υγείας του και έτσι πεθαίνει το 1878 από φυματίωση στις Σπέτσες, προκαλώντας αβάσταχτο πόνο και οδύνη στην Ελένη, η οποία ήδη είχε χάσει το 1872 την κόρη της Σοφίας από την ίδια ασθένεια.
Ιωάννης Αλταμούρας, Το λιμάνι της Στοκχόλμης (ιδιωτική συλλογή)
Ιωάννης Αλταμούρας, Ναυμαχία Πατρών (Γενικό Επιτελείο Στρατού).
Ο πίνακας παραγγέλθηκε στον Ιωάννη από το τότε Υπουργείο Ναυτικών Υποθέσεων και πουλήθηκε πανάκριβα. Ο Ιωάννης έχει κάνει έναν μάλλον μικρό αριθμό θαλασσογραφιών με ηρωικά θέματα, όπως είναι οι ναυμαχίες. Δύο πίνακες με θέμα ναυμαχίες ανάμεσα στους Έλληνες και Τούρκους εκτέθηκαν στο Παρίσι στα πλαίσια της Διεθνούς Έκθεσης του 1878.
Ιωάννης Αλταμούρας, Ναυμαχία στον Πατραϊκό 1874 (Εθνική Πινακοθήκη
Ιωάννης Αλταμούρας, Ναυμαχία στον Πατραϊκό 1874 (Εθνική Πινακοθήκη
Ελένη Μπούκουρα, Αυτοπροσωπογραφία (ιδιωτική συλλογή)
Η Ελένη Μπούκουρα (1821-1900), η μητέρα του Ιωάννη Αλταμούρα, ήταν η πρώτη γνωστή Ελληνίδα ζωγράφος με επίσημες ακαδημαϊκές σπουδές στη ζωγραφική, η οποία ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη ζωγραφική. Γεννήθηκε το 1821 στις Σπέτσες, σ' ένα από τα νησιά που είχε σημαντική συμβολή στο ελληνικό επαναστατικό κίνημα. Ο πατέρας της ήταν ο αρβανίτης Ιωάννης Μπούκουρης ή Μπούκουρας, εύπορος πλοιοκτήτης και μέλος της Φιλικής Εταιρείας που συμμετείχε στην ελληνική επανάσταση και θυσίασε μεγάλο μέρος της περιουσίας του στον ελληνικό αγώνα. Πρωτοπόρος για την εποχή του, είχε φθάσει για εμπορικούς λόγους ως την Αμερική και μετά τη σύσταση του ελληνικού κράτους μετέφερε την οικογένειά του από τις Σπέτσες στην Αθήνα και έγινε το 1844 ο θεατρώνης του πρώτου θεάτρου της ελληνικής πρωτεύουσας, του γνωστού ως "Θέατρο Μπούκουρα" ή "Θέατρο των Αθηνών". Η Ελένη πήγε αρχικά στο Σχολείο Θηλέων μιας Γαλλίδας δασκάλας στο Ναύπλιο και στη συνέχεια, όταν η οικογένειά της μετακινήθηκε στην Αθήνα, παρακολούθησε μαθήματα στη Σχολή Χιλλ. Ο φιλομαθής, αν και ήταν τυπικά αμόρφωτος, πατέρας της προσέλαβε καθηγητές για να παραδίδουν ιδιαίτερα μαθήματα στα παιδιά του. Έτσι, η Ελένη παρακολούθησε μαθήματα μουσικής, αρχαίων ελληνικών και ζωγραφικής στο σπίτι. Γνώριζε γαλλικά, ιταλικά, αγγλικά, αρχαία ελληνικά και αγαπούσε τη μητρική προφορική της γλώσσα, τα αρβανίτικα. Ο Ιταλός ζωγράφος Ραφαέλο Τσέκολι, ο οποίος ζούσε στην Αθήνα, δίδαξε στην Ελένη μαθήματα ζωγραφικής. Φαίνεται ότι με δικές του συστάσεις και με την υποστήριξη του προοδευτικού πατέρα της έφυγε από την Ελλάδα για σπουδές ζωγραφικής στην Ιταλία. Ο πατέρας της τη συνόδευσε και στο πρώτο της ταξίδι το 1848 στην Ιταλία και συγκεκριμένα στη Νάπολη.
Τελικά, η Ελένη σπούδασε για δύο χρόνια ζωγραφική στη Σχολή των Ναζαρηνών ζωγράφων στη Ρώμη που είχε ιδρυθεί από τον καθολικό ζωγράφο Φρ. Όβερμπεκ στο μοναστήρι του Αγ. Ισιδώρου της Ρώμης. Η αυστηρή ζωγραφική των Ναζαρηνών στηριζόταν στην προραφαηλιτική ζωγραφική, δηλαδή στην πρώιμη αναγέννηση. Οι σπουδαστές ζούσαν εσωτερικοί μέσα στη Σχολή-Μοναστήρι. Για να σπουδάσει σ' αυτή τη Σχολή, λοιπόν, η Ελένη αναγκάστηκε να κόψει κοντά τα μαλλιά της και να φορέσει ανδρικά ρούχα. Διασώζεται μια φωτογραφία της, γύρω στα 1850, ντυμένη ως "άνδρας ζωγράφος".
Τελικά, η Ελένη σπούδασε για δύο χρόνια ζωγραφική στη Σχολή των Ναζαρηνών ζωγράφων στη Ρώμη που είχε ιδρυθεί από τον καθολικό ζωγράφο Φρ. Όβερμπεκ στο μοναστήρι του Αγ. Ισιδώρου της Ρώμης. Η αυστηρή ζωγραφική των Ναζαρηνών στηριζόταν στην προραφαηλιτική ζωγραφική, δηλαδή στην πρώιμη αναγέννηση. Οι σπουδαστές ζούσαν εσωτερικοί μέσα στη Σχολή-Μοναστήρι. Για να σπουδάσει σ' αυτή τη Σχολή, λοιπόν, η Ελένη αναγκάστηκε να κόψει κοντά τα μαλλιά της και να φορέσει ανδρικά ρούχα. Διασώζεται μια φωτογραφία της, γύρω στα 1850, ντυμένη ως "άνδρας ζωγράφος".
Η συναρπαστική ιστορία ζωής της Ελένης Μπούκουρα ενέπνευσε το μυθιστόρημα της Ρέας Γαλανάκη με τίτλο Ελένη ή ο Κανένας. Το εξώφυλλο της πρώτης έκδοσης (εκδ. Άγρα) του 1998 είναι η φωτογραφία της Ελένης με κοντά μαλλιά και ντυμένης ως άνδρας.
Μετά τις σπουδές της στη Ρώμη, η Ελένη συνέχισε τις καλλιτεχνικές της αναζητήσεις στη Φλωρεντία όπου συνδέθηκε ερωτικά με τον γνωστό Ιταλό ζωγράφο και Γαριβαλδινό επαναστάτη Σαβέριο Αλταμούρα που φαίνεται ότι είχε για πρώτη φορά συναντήσει κατά το ταξίδι μαζί με τον πατέρα της στη Νάπολη. Μαζί του απέκτησε τρία παιδιά, τον Ιωάννη, τη Σοφία και τον Αλέξανδρο. Όταν το 1857 ο άντρας της την εγκαταλείπει για μία Αγγλίδα ζωγράφο, η Ελένη παίρνει τα δύο παιδιά τους, τον Ιωάννη και τη Σοφία, και επιστρέφει στην οικογένειά της στην Αθήνα. Ο μικρότερος γιος Αλέξανδρος μένει με τον πατέρα του Σαβέριο. Στην Αθήνα η Ελένη αναγκάζεται να εργασθεί ως ζωγράφος για να μπορέσει να ζήσει η ίδια και τα παιδιά της, ενώ λαμβάνει και ένα μικρό χρηματικό βοήθημα από τον αδελφό της (ο πατέρας της είχε πεθάνει). Θα περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της στις Σπέτσες, στο εξοχικό σπίτι της οικογένειάς της, απομονωμένη και βυθισμένη σε μεγάλη θλίψη και οδύνη λόγω του πρόωρου θανάτου των δυο παιδιών της, της Σοφίας και του Ιωάννη Αλταμούρα, ο οποίος είχε κληρονομήσει το ταλέντο ζωγραφικής του πατέρα και της μητέρας του. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι και ο Αλέξανδρος, ο μικρότερος γιος της Ελένης, έγινε ζωγράφος στην Ιταλία.
Λέγεται ότι καθώς περνούν τα χρόνια, η Ελένη βυθίζεται όλο και περισσότερο στην κατάθλιψη και βασανίζεται από ψυχικές μεταπτώσεις. Σε μία μάλιστα στιγμή παράκρουσης είναι πιθανό να έβαλε φωτιά και να κατέστρεψε όσα έργα της είχαν απομείνει. Πεθαίνει σε απόλυτη μοναξιά το 1900 στις Σπέτσες. Η ανιψιά της Νίνα, κόρη του αδελφού της Αναστάση Μπούκουρα, κατέγραψε και διέσωσε όσα προσωπικά αντικείμενα, χαρτιά και ενθύμια, καθώς και τα λίγα δικά της έργα και του Ιωάννη που βρέθηκαν στην κατοχή της οικογένειας.
Ελένη Μπούκουρα, Μάθημα πιάνου (ιδιωτική συλλογή). Ένα από τα ελάχιστα έργα της Ελένης που έχουν διασωθεί.
Βλ. Ιωάννης Αλταμούρας. Η ζωή και το έργο του, Έρευνα -Τεκμηρίωση Ελένη Κυπραίου, Κατάλογος της Έκθεσης του Μουσείου Μπενάκη, Αθήνα 2011 και http://www.sansimera.gr/biographies/344
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου