1. Αλ. Παπαδιαμάντη, Το Χριστόψωμο
2. Αλ. Παπαδιαμάντη, Χωρίς στεφάνι
Με αφορμή τη συζήτηση, που είχαμε με συναδέλφους φιλολόγους χθες στο 2ο ΓΕΛ Ευόσμου, σχετικά με τη διδασκαλία του μαθήματος της Λογοτεχνίας της Α Λυκείου, προτείνω δύο διηγήματα-το ένα είναι χριστουγεννιάτικο και το άλλο πασχαλινό- του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη που είναι δυνατό να ενταχθούν στη θεματική ενότητα Τα φύλα στη Λογοτεχνία.
Τα δύο διηγήματα είναι μικρά σε έκταση, άρα μπορούμε σχετικά εύκολα να τα φωτοτυπήσουμε και να τα μοιράσουμε στους μαθητές...Ας είμαστε ρεαλιστές και πρακτικοί...Γνωρίζω ότι τα περισσότερα σχολεία έχουν προβλήματα με τα φωτοτυπικά μηχανήματα και την έλλειψη χαρτιού. Επιπλέον, και τα δύο κείμενα είναι αναρτημένα στο διαδίκτυο (βλ. παρακάτω τις ηλεκτρον. διευθύνσεις).
Στο σημείο αυτό θα σημειώσω ότι στο διαδικτυακό τόπο του Σπουδαστήριου του Νέου Ελληνισμού είναι αναρτημένο ολόκληρο το κείμενο της εξαιρετικής νουβέλας του Παπαδιαμάντη Η Φόνισσα. Η τηλεοπτική διασκευή (1993) του ίδιου έργου, ευτυχώς, βρίσκεται σε τρία επεισόδια στο ψηφιακό αρχείο της ΕΡΤ (βλ. παρακάτω τις ηλεκτρονικές διαθέσεις). Τέλος, βρήκα αναρτημένο και ένα εικονογράφημα εμπνευσμένο από τη Φόνισσα...Ενδιαφέρον για όσους θέλουν να δοκιμάσουν κάτι εναλλακτικό στη διδασκαλία τους. Τα σημειώνω αυτά, γιατί γνωρίζω ότι πολλοί συνάδελφοι αναρωτιούνται πώς θα διδάξουν τη Φόνισσα. Το αρκετά εκτενές κείμενο του διηγήματος βρίσκεται στο βιβλίο της Β Λυκείου...είναι σίγουρα δύσκολο να βγουν τόσες πολλές φωτοτυπίες...
Λοιπόν, ας επανέλθω στο κυρίως θέμα: ποια είναι τα δύο προτεινόμενα κείμενα του Παπαδιαμάντη; -και τα προτείνω, εννοείται, σ' όλους του φιλαναγνώστες και όχι μόνο στους φιλολόγους και στους μαθητές τους.
Το πρώτο είναι το αρκετά γνωστό-έτσι τουλάχιστον νομίζω- τραγικό διήγημα Το Χριστόψωμο. Στο κείμενο αποτυπώνεται η εικόνα της "κακιάς πεθεράς" και της "άτυχης νύφης" που είναι άτεκνη και θεωρείται στείρα. Η πεθερά λατρεύει το μονάκριβο γιο της και απεχθάνεται τη νεαρή κοπέλα που τον έχει παντρευτεί και δεν έχει κατορθώσει να τεκνοποιήσει. Προσπαθεί να υπονομεύσει τη σχέση της νύφης με τον άνδρα της και στο τέλος, αποφασίζει να της δωρίσει ένα δηλητηριασμένο "χριστόψωμο"...Μόνο που η μοίρα παίζει το δικό της παιχνίδι, αυτή αποφασίζει και επιλέγει...Έτσι, τελικά το χριστόψωμο θα φαγωθεί κατά τύχη από το ναυτικό γιο που γύρισε νωρίτερα στο σπίτι του...και φυσικά θα δηλητηριασθεί και θα πεθάνει. Το αριστουργηματικό ως προς την πλοκή και τη σκηνική οικονομία διήγημα αποτυπώνει εύγλωττα το ρόλο και τη θέση της γυναίκας στην κλειστή νησιωτική κοινωνία (προφανώς της Σκιάθου) στα τέλη του 19ου αιώνα.
Το δεύτερο διήγημα είναι το λιγότερο γνωστό διήγημα Χωρίς στεφάνι, που διαδραματίζεται σε αστικό τοπίο, στην Αθήνα. Πρόκειται για ένα κοινωνικοπολιτικό κείμενο, μία πραγματική καταγγελία για τη ζωή των "αστεφάνωτων" γυναικών στα τέλη του 19ου αιώνα. Η ηρωίδα είναι μία "αστεφάνωτη" γυναίκα, μία γυναίκα που συζεί με κάποιον που για χρόνια της υπόσχεται γάμο, αλλά δεν την έχει παντρευτεί... Η ηρωίδα πηγαίνει κρυφά στη λειτουργία της Αγάπης την Κυριακή του Πάσχα, μαζί με τις δούλες και τις απλές γυναίκες του λαού, γιατί φυσικά αισθάνεται ντροπή και ενοχή. Καταπληκτικό κείμενο! Ο γλυκύτατος "κοσμοκαλόγερος" Παπαδιαμάντης προτείνει τον πολιτικό γάμο σε μια πραγματικά πρώιμη εποχή για την κοινωνική πραγματικότητα του ελληνικού κράτους. Αξίζει να το διαβάσετε... θυμίζει γνωστή "παλιά" ελληνική ταινία της δεκαετίας του...
Η γνωστή φωτογραφία του Παπαδιαμάντη στο καφενείο της Δεξαμενής (1906).
Αλ. Παπαδιαμάντη, Το Χριστόψωμο
( Διήγημα πρωτότυπον)
Μεταξὺ τῶν πολλῶν δημωδῶν τύπων, τοὺς
ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκμεταλλευθῶσιν οἱ μέλλοντες διηγηματογράφοι μας, διαπρεπῆ
κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ μητρυιά. Περὶ μητρυιᾶς ἄλλοτε θὰ ἀποπειραθῶ
νὰ διαλάβω τινὰ πρὸς ἐποικοδόμησιν τῶν ἀναγνωστῶν μου. Περὶ μιᾶς κακῆς πενθερᾶς
σήμερον ὁ λόγος.
Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα
Διαλεχτή, οὕτως ὠνομάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως μπαρμπα-Μανώλη,
μεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου,
εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στεῖρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυμφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς
μετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίῃ διάφορα τελεσιουργὰ
βότανα, εἰς μάτην, ἡ γῆ ἔμενεν ἄγονος. Δύο ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ
φορέσῃ περίαπτα θαυματουργὰ περὶ τὰς μασχάλας, εἰποῦσαι αὐτῇ ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ
μόνον μέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ μάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν
ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπὼν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα
μάταια.
Ἐπὶ τέλους μὲ τὴν ἀπελπισίαν ἦλθε καὶ
ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόμιζεν ἑαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅμως δὲν ἐφρόνει
καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύμφην αὐτῆς τὸ
σφάλμα τῆς μὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆράς της.
Εἶναι ἀληθὲς ὅτι ὁ σύζυγος τῆς
Διαλεχτῆς ἦτο τὸ μόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης, καὶ οὗτος δὲ συνεμερίζετο τὴν
πρόληψιν τῆς μητρός του ἐναντίον τῆς συμβίας αὐτοῦ. Ἂν δὲν τῷ ἐγέννα ἡ σύζυγός
του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον δὲ ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς μας ἱερώτατον θεωρεῖ
χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του.
Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν
ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν, καὶ ἦτο τολμηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν,
ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον
της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει, τοῦ ἔβαζε μαναφούκια*, καὶ οὕτω τὸν προέπεμπε
παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε μόνα τὰ ἐλάττώματά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε·
δὲν ἦτο μόνον «μαρμάρα», τουτέστι στεῖρα, ἡ νύμφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾽ ἦτο
ἄπαστρη*, ἀπασσάλωτη*, ξετσίπωτη, κτλ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».
Ὁ καπετὰν Καντάκης, σφλομωμένος,
θαλασσοπνιγμένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία του ἐφούσκωνεν, ἐξερχόμενος εἶτα
συνήντα τοὺς συναδέλφους του ναυτικούς, ἤρχιζαν τὰ καλῶς ὥρισες, καλῶς σᾶς ηὗρα,
ἔπινεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ρώμια, καὶ μὲ τριπλῆν σκοτοδίνην, τὴν ἐκ τῆς θαλάσσης, τὴν ἐκ
τῆς γυναικείας διαβολῆς καὶ τὴν ἐκ τῶν ποτῶν, εἰσήρχετο οἴκαδε καὶ βάρβαροι
σκηναὶ συνέβαινον τότε μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς συζύγου του.
Οὕτως εἶχον τὰ πράγματα μέχρι τῆς
παραμονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186… Ὁ καπετὰν Καντάκης πρὸ πέντε ἡμερῶν
εἶχε πλεύσει μὲ τὴν βρατσέραν του εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον μὲ φορτίον ἀμνῶν καὶ ἐρίφων,
καὶ ἤλπιζεν ὅτι θὰ ἑώρταζε τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν
λογαριασμὸν τὸν ἔκαμνεν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δηλ. ἄνευ τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν
αἰφνιδίως ἄγριος, καὶ ἔκλεισεν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρμους ὅπου εὑρέθησαν. Εἴπομεν
ὅμως ὅτι ὁ καπετὰν Καντάκης ἦτο τολμηρὸς περὶ τὴν ἀκτοπλοΐαν.
Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραμονῆς τῶν
Χριστουγέννων, ὁ ἄνεμος ἐμετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾽ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ.
Τὸ μεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάμωσε.
Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχημάτιζον
ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ μεσονύκτιον.
Ἡ σύζυγός του ὅμως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούσῃ καὶ δὲν τὸν ἐπερίμενεν.
Αὕτη ἐδέχθη μόνον περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν
ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ μειδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθη τὸ
ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιμο» καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰν τὸ στερεότυπον «μ᾽ ἕναν καλὸ
γυιό».
Καὶ οὐ μόνον τοῦτο, ἀλλὰ τῇ
προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωμο.
― Τὸ ζύμωσα μοναχή μου, εἶπεν ἡ
θεια-Καντάκαινα, μὲ γειὰ νὰ τὸ φᾷς.
― Θὰ τὸ φυλάξω ὣς τὰ Φῶτα, διὰ ν᾽ ἁγιασθῇ,
παρετήρησεν ἡ νύμφη.
―Ὄχι, ὄχι, εἶπε μετ᾽ ἀλλοκότου σπουδῆς
ἡ γραῖα, τὸ δικό της φυλάει ἡ καθεμιὰ νοικοκυρὰ διὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι
τρώγεται.
― Καλά, ἀπήντησεν ἠρέμα ἡ Διαλεχτή,
τοῦ λόγου σου ξέρεις καλύτερα.
Ἡ Διαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα,
οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακόν τι.
― Πῶς τό ᾽παθε ἡ πεθερά μου καὶ μοῦ
ἔφερε χριστόψωμο, εἶπε μόνον καθ᾽ ἑαυτήν, καὶ ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραῖα, ἐκλείσθη εἰς
τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιμήθη μετά τινος δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις
τῇ ἔκαμνε συντροφίαν ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐκοιμήθη πολὺ ἐνωρίς,
διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ μεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ
ἁγ. Νικολάου μόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήματα ἀπὸ τῆς οἰκίας της.
Περὶ τὸ μεσονύκτιον ἐσήμαναν
παρατεταμένως οἱ κώδωνες. Ἡ Διαλεχτὴ ἠγέρθη, ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Ἡ παρακοιμωμένη αὐτῇ κόρη ἦτο συμπεφωνημένον, ὅτι μόνον μέχρις οὗ σημάνῃ ὁ ὄρθρος
θὰ ἔμενε μετ᾽ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὡδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της.
Αἱ δύο οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ.
Ἡ Διαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν
γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ μόλις παρῆλθεν ἡμίσεια ὥρα καὶ γυνή τις πτωχὴ καὶ
χωλὴ δυστυχής, ἥτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τῇ λέγει εἰς τὸ
οὖς:
― Δῶσέ μου τὸ κλειδί, ἦλθε ὁ ἄντρας
σου.
―Ὁ ἄντρας μου! ἀνεφώνησεν ἡ Διαλεχτὴ
ἔκπληκτος.
Καὶ ἀντὶ νὰ δώσῃ τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ
καταβῇ ἡ ἰδία.
Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίμακα τῆς οἰκίας
βλέπει τὸν σύζυγόν της κατάβρεκτον, ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν.
― Εἶμαι μισοπνιγμένος, εἶπε
μορμυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωμε ἔξω, τὸ καθίσαμε στὰ
ρηχά.
― Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ Διαλεχτή.
―Ὄχι, δὲν εἶναι, σοῦ λέγω, τίποτε. Ἡ
βρατσέρα εἶναι σίγουρη, μὲ δύο ἄγκουρες ἀραγμένη, καὶ καθισμένη.
― Θέλεις ν᾽ ἀνάψω φωτιά;
― Ἄναψε, καὶ δῶσέ μου ν᾽ ἀλλάξω.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ κιβωτίου ἐνδύματα
διὰ τὸν σύζυγόν της καὶ ἤναψε πῦρ.
― Θέλεις κανένα ζεστό;
― Δὲν μ᾽ ὠφελεῖ ἐμένα τὸ ζεστό, εἶπεν
ὁ καπετὰν Καντάκης. Κρασὶ νὰ βγάλῃς.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ βαρελίου
οἶνον.
― Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ μαγειρεύσῃς
τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός.
― Δὲν σ᾽ ἐπερίμενα ἀπόψε, ἀπήντησε
μετὰ ταπεινότητος ἡ Διαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα. Θέλεις νὰ σοῦ ψήσω πριζόλα;
― Βάλε στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ
στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κ᾽ ἐγὼ σὲ λίγο.
Ἡ Διαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς,
ἥτις ἐσχηματίσθη ἤδη, καὶ ἡτοιμάζετο νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου
της, ἥτις ἦτο καὶ ἰδική της ἐπιθυμία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήσῃ. Σημειωτέον ὅτι
τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου» ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς.
―Ἡ μάννα μου δὲν θὰ τό ᾽μαθε βέβαια ὅτι
ἦλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ Καντάκης.
―Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν
ἡ Διαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω;
― Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν
αἴφνης.
― Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾷς ἐσὺ
στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ μὲ ἀφήσῃς μόνον;
― Νὰ μεταλάβω κ᾽ ἔρχομαι, ἀπήντησεν
ἡ γυνή.
Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλμησε ν᾽ ἀντείπῃ
τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφημία. Οὐχ ἧττον ὅμως τὴν βλασφημίαν ἐνδιαθέτως
τὴν ἐπρόφερεν.
Ἡ Διαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλῃ ἀγγελιοφόρον
πρὸς τὴν πενθεράν της ἕνα δωδεκαετῆ παῖδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας,
ἧς ἡ θυγάτηρ ἐκοιμήθη ἀφ᾽ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν.
Ὁ Καντάκης, ὅστις ἐπείνα τρομερά, ἤρχισε
νὰ καταβροχθίζῃ τὴν πριζόλαν. Καθήμενος ὀκλαδὸν παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο νὰ
σηκωθῇ καὶ ἀνοίξῃ τὸ ἑρμάρι διὰ νὰ λάβῃ ἄρτον, ἀλλ᾽ ἀριστερόθεν αὐτοῦ ὑπεράνω τῆς
ἑστίας ἐπὶ μικροῦ σανιδώματος εὑρίσκετο τὸ χριστόψωμον ἐκεῖνο, τὸ δῶρον τῆς
μητρός του πρὸς τὴν νύμφην αὐτῆς. Τὸ ἔφθασε καὶ τὸ ἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν μετὰ
τοῦ ὀπτοῦ κρέατος.
Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ Διαλεχτὴ ἐπέστρεψεν
ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾽ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ μέτωπον
τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.
Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγμῶν τὸν
εὗρε κοκκαλωμένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλμούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν
τοῦ χριστοψώμου ἀπὸ τοῦ σανιδώματος τῆς ἑστίας, καὶ ἀμέσως ἐνόησε τὰ πάντα.
Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρμακωμένο
χριστόψωμον, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύμφην της.
Ἰατροὶ ἐπιστήμονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ
μικρᾷ νήσῳ· οὐδεμία νεκροψία ἐνεργήθη. Ἐνομίσθη ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ
παγώματος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ
θανάτου.
Σημειωτέον ὅτι ἡ γραῖα συναισθανθεῖσα
καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκλημά της, δὲν ἐμέμφθη τὴν νύμφην της, ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε
κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων. Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος
πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲν θὰ ἦτο βεβαίως πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆράς
της.
(1887)
Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Χωρὶς στεφάνι
Τάχα δὲν ἦτον οἰκοκυρὰ κι αὐτὴ
στὸ σπίτι της καὶ στὴν αὐλήν της; Τάχα δὲν ἦτο κι αὐτὴ ἕναν καιρὸν νέα μὲ ἀνατροφήν;
Εἶχε μάθει γράμματα εἰς τὰ σχολεῖα. Εἶχε πάρει τὸ δίπλωμά της ἀπὸ τὸ Ἀρσάκειον.
Κι ἐτήρει ὅλα τὰ χρέη της τὰ
κοινωνικά, καὶ μετήρχετο τὰ οἰκιακὰ ἔργα της καλλίτερ᾿ ἀπὸ καθεμίαν. Εἶχε δὲ
μεγάλην καθαριότητα εἰς τὸ σπίτι της, κι εἰς τὰ κατώφλιά της, πρόθυμη ν᾿ ἀσπρίζῃ
καὶ νὰ σφουγγαρίζῃ, χωρὶς ποτὲ νὰ βαρύνεται καὶ χωρὶς νὰ δεικνύῃ τὴν παραξενιὰν
ἐκείνην, ἥτις εἶναι συνήθης εἰς ὅλας τὰς γυναῖκας, τὰς ἀγαπώσας μέχρις ὑπερβολῆς
τὴν καθαριότητα. Καὶ ὅταν ἔμβαινεν ἡ Μεγάλη Ἑβδομάς, ἐδιπλασίαζε τὰ ἀσπρίσματα
καὶ τὰ πλυσίματα, τόσον, ὁποὺ ἔκαμνε τὸ πάτωμα ν᾿ ἀστράφτῃ καὶ τὸν τοῖχον νὰ
ζηλεύῃ τὸ πάτωμα.
Ἤρχετο ἡ Μεγάλη Πέμπτη καὶ αὐτὴ ἄναφτε
τὴ φωτιάν της, ἔστηνε τὴν χύτραν της, κι ἔβαφε κατακόκκινα τὰ πασχαλινὰ αὐγά. Ὕστερον
ἡτοίμαζε τὴν λεκάνην της, ἐγονάτιζεν, ἐσταύρωνε τρεῖς φορὲς τ᾿ ἀλεῦρι κι ἐζύμωνε
καθαρὰ καὶ τεχνικὰ τὶς κουλοῦρες, κι ἐνέπηγε σταυροειδῶς ἐπάνω τὰ κόκκινα αὐγά.
Καὶ τὸ βράδυ, ὅταν ἐνύχτωνε, δὲν ἐτόλμα νὰ πάγῃ ν᾿ ἀνακατωθῇ μὲ τὰς ἄλλας γυναῖκας,
διὰ νὰ ἀκούση τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια. Ἤθελε νὰ ἦτον τρόπος νὰ κρυβῇ ὀπίσω ἀπὸ τὰ νῶτα
καμιᾶς ὑψηλῆς καὶ χονδρῆς ἢ εἰς τὴν ἄκραν οὐρὰν ὅλου τοῦ στίφους τῶν γυναικῶν,
κολλητὰ μὲ τὸν τοῖχον, ἀλλ᾿ ἐφοβεῖτο, μήπως γυρίσουν καὶ τὴν κοιτάξουν.
Τὴν Μεγάλην Παρασκευήν, ὅλην τὴν
ἡμέραν, ἐρρέμβαζε κι ἔκλαιε μέσα της, κι ἐμοιρολολοῦσε τὰ νιάτα της, καὶ τὰ
φίλτατά της, ὅσα εἶχε χάσει, καὶ ὠνειρεύετο ξυπνητή, κι ἐμελετοῦσε νὰ πάγῃ κι αὐτὴ
τὸ βράδυ, πρὶν ἀρχήση ἡ Ἀκολουθία, ν᾿ ἀσπασθῇ κλεφτὰ κλεφτὰ τὸν Ἐπιτάφιον, καὶ
νὰ φύγῃ, καθὼς ἡ Αἱμόρρους ἐκείνη, ἡ κλέψασα τὴν ἴασίν της ἀπὸ τὸν Χριστόν. Ἀλλὰ
τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὅταν ἤρχιζε νὰ σκοτεινιάζῃ, τῆς ἔλλειπε τὸ θάρρος καὶ δὲν
ἀπεφάσιζε νὰ ὑπάγῃ. Τῆς ἤρχετο παλμός.
Ἀργὰ τὴν νύκτα, ὅταν ἡ ἱερὰ
πομπή, μετὰ σταυρῶν καὶ λαβάρων καὶ κηρίων, ἐξήρχετο τοῦ ναοῦ, ἐν μέσῳ ψαλμῶν
καὶ μολπῶν καὶ φθόγγων, ἐναλλὰξ τῆς μουσικῆς τῶν ὀρφανῶν Χατζηκώστα, καὶ
θόρυβος καὶ πλῆθος καὶ κόσμος εἰς τὸ σκιόφως πολύς, τότε ὁ Γιαμπής, ὁ ἐπίτροπος,
προέτρεχεν νὰ φθάση εἰς τὴν οἰκίαν του, διὰ νὰ φορέσῃ τὸν μεταξωτὸν κεντητόν
του σκοῦφον, καὶ κρατῶν τὸ ἠλέκτρινον κομβολόγιόν του νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὸν ἐξώστην
μὲ τὴ ματαιουμένην ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτους ἐλπίδα, ὅτι οἱ ἱερεῖς θὰ ἀπεφάσιζον νὰ
κάμουν στάσιν καὶ ν᾿ ἀναπέμψουν δέησιν ὑπὸ τὸν ἐξώστην του, τότε καὶ ἡ πτωχὴ αὐτή,
Χρηστίνα ἡ Δασκάλα (ὅπως τὴν ἔλεγαν ἕναν καιρὸν εἰς τὴν γειτονιάν), εἰς τὸ μικρὸν
παράθυρον τῆς οἰκίας της, μισοκρυμμένη ὄπισθεν τοῦ παραθυροφύλλου, ἐκράτει τὴν
λαμπαδίτσαν της, μὲ τὸ φῶς ἴσα μὲ τὴν παλάμην της, κι ἔρριπτεν ἄφθονον
μοσχολίβανον εἰς τὸ πήλινον θυμιατόν, προσφέρουσα μακρόθεν τὸ μύρον εἰς Ἐκεῖνον,
ὅστις ἐδέχθη ποτὲ τὰ ἀρώματα καὶ τὰ δάκρυα τῆς ἁμαρτωλοῦ, καὶ μὴ τολμώσα ἐγγύτερον
νὰ προσέλθη καὶ ἀσπασθῆ τοὺς ἀχράντους καὶ ἡλοτρήτους καὶ αἱμοσταγεῖς πόδας
Του.
Καὶ τὴν Κυριακὴν τὸ πρωί, βαθιὰ
τὰ μεσάνυκτα, ἵστατο πάλιν μισοκρυμμένη εἰς τὸ παράθυρον, κρατοῦσα τὴν ἀνωφελῆ
καὶ ἀλειτούργητην λαμπάδα της, καὶ ἤκουε τὰς φωνᾶς τῆς χαρᾶς καὶ τοὺς κρότους
κι ἔβλεπε κι ἐζήλευε μακρόθεν ἐκείνας, ὅπου ἐπέστρεφαν τρέχουσαι, φροὺ φρού, ἀπὸ
τὴν ἐκκλησίαν, φέρουσαι τὰς λαμπάδας των λειτουργημένας, ἀναμμένας, ἕως τὸ
σπίτι, εὐτυχεῖς, καὶ μέλλουσαι νὰ διατηρήσωσι δι᾿ ὅλον τὸν χρόνον τὸ ἅγιον φῶς
τῆς Ἀναστάσεως. Καὶ αὐτὴ ἔκλαιε κι ἐμοιρολογοῦσε τὴ φθαρεῖσαν νεότητά της.
Μόνον τὸ ἀπόγευμα τῆς Λαμπρῆς, ὅταν
ἐσήμαινον οἱ κώδωνες τῶν ναῶν διὰ τὴν Ἀγάπην, τὴ Δευτέραν Ἀνάστασιν καλούμενην,
μόνον τότε ἐτόλμα νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ τὴν οἰκίαν, ἀθορύβως καὶ ἐλαφρὰ πατοῦσα, τρέχουσα
τὸν τοῖχον - τοῖχον, κολλώσα ἀπὸ τοῖχον εἰς τοῖχον, μὲ σχῆμα καὶ μὲ τρόπον τοιοῦτον
ὡς νὰ ἔμελλε νὰ εἰσέλθῃ διά τι θέλημα εἰς τὴν αὐλὴν καμμιᾶς γειτονίσσης. Καὶ ἀπὸ
τοῖχον εἰς τοῖχον ἔφθανεν εἰς τὴ βόρειον πλευρὰν τοῦ ναοῦ, καὶ διὰ τῆς μικρᾶς
πλαγινῆς θύρας, κρυφὰ καὶ κλεφτὰ ἔμβαινε μέσα.
Εἰς τὰς Ἀθήνας, ὡς γνωστόν, ἡ
πρώτη Ἀνάστασης εἶναι γιὰ τὲς κυράδες, ἡ δευτέρα γιὰ τὲς δοῦλες. Ἡ Χρηστίνα ἡ
Δασκάλα ἐφοβεῖτο τὰς νύκτας νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν, μήπως τὴν κοιτάξουν, καὶ
δὲν ἐφοβεῖτο τὴν ἡμέραν νὰ μὴ τὴν ἰδοῦν. Διότι οἱ κυράδες τὴν ἐκοίταζαν, οἱ δοῦλες
τὴν ἔβλεπαν ἁπλῶς. Εἰς τοῦτο δὲ ἀνεύρισκε μεγάλην διαφοράν. Δὲν ἤθελε ἢ δὲν ἠμποροῦσε
νὰ ἔρχεται εἰς ἐπαφὴν μὲ τὰς κυρίας, καὶ ὑπεβιβάζετο εἰς τὴν τάξιν τῶν ὑπηρετριῶν.
Αὕτη ἦτο ἡ τύχη της.
Ὡραῖον καὶ πολὺ ζωντανόν, καὶ
γραφικὸν καὶ παρδαλόν, ἦτο τὸ θέαμα. Οἱ πολυέλαιοι ὁλόφωτοι ἀναμμένοι, αἱ ἅγιαι
εἰκόνες στίλβουσαι, οἱ ψάλται ἀναμέλποντες τὰ Πασχάλια, οἱ παπάδες ἱστάμενοι μὲ
τὸ Εὐαγγέλιον καὶ τὴν Ἀνάστασιν ἐπὶ τῶν στέρνων, τελοῦντες τὸν Ἀσπασμόν.
Οἱ δοῦλες μὲ τὰς κορδέλας των καὶ
μὲ τὰς λευκὰς ποδιὰς των, ἐμοίραζαν βλέμματα δεξιὰ κι ἀριστερά, καὶ ἐφλυάρουν
πρὸς ἀλλήλας χωρὶς νὰ προσέχουν εἰς τὴν ἱερὰν ἀκολουθίαν. Οἱ παραμάννες ὡδήγουν
ἀπὸ τὴν χεῖρα τριετῆ καὶ πενταετῆ παιδία καὶ κοράσια, τὰ ὁποῖα ἐκράτουν τὰς
χρωματιστὰς λαμπάδας των, κι ἔκαιον τὰ χρυσόχαρτα, μὲ τὰ ὁποῖα ἦσαν
στολισμέναι, κι ἔπαιζαν κι ἐμάλωναν μεταξύ των, κι ἐζητοῦσαν νὰ καύσουν ὄπισθεν
τὰ μαλλιὰ τοῦ πρὸ αὐτῶν ἱσταμένου παιδίου. Οἱ λοῦστροι ἔρριπτον πυροκρόταλα εἰς
πολλὰ ἄγνωστα μέρη, ἐντὸς τοῦ ναοῦ καὶ κατετρόμαζον τὶς δοῦλες. Ὁ μοναδικὸς ἀστυφύλαξ
τοὺς ἐκυνηγοῦσεν, ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἔφευγον ἀπὸ τὴν μίαν πλαγινὴν θύραν κι εὐθὺς ἐπανήρχοντο
διὰ τῆς ἄλλης. Οἱ ἐπίτροποι ἐγύριζον τοὺς δίσκους, κι ἔρραινον μὲ ἀνθόνερον τὲς
παραμάννες.
Δυὸ ἢ τρεῖς νεαραὶ μητέρες τῆς
κατωτέρας τάξεως τοῦ λαοῦ, ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ παραμάννες ἐκρατοῦσαν πεντάμηνα καὶ ἑπτάμηνα
βρέφη εἰς τὰ ἀγκάλας. Τὰ μικρὰ ἤνοιγον τεθηπότα τοὺς γλυκεῖς ὀφθαλμούς των,
βλέποντα ἀπλήστως τὸ φῶς τῶν λαμπάδων, τῶν πολυελαίων καὶ μανουαλίων, τοὺς κύκλους
καὶ τὰ νέφη τοῦ ἀνερχομένου καπνοῦ τοῦ θυμιάματος, καὶ τὸ κόκκινον καὶ πράσινον
φῶς, τὸ διὰ τῶν ὑάλων τοῦ ναοῦ εἰσερχόμενον, τὸ ἀνεμίζον ράσον τοῦ ἐκκλησιάρχου
καλογήρου, τρέχοντος, μέσα - ἔξω εἰς διάφορα θελήματα, τὰ γένεια τῶν παπάδων,
σειόμενα εἰς πᾶσαν κλίσιν τῆς κεφαλῆς, εἰς πᾶσαν κίνησιν τῶν χειλέων, διὰ νὰ ἐπαναλάβουν
εἰς ὅλους τὸ Χριστὸς ἀνέστη. Βλέποντα καὶ θαυμάζοντα ὅλα ὅσα ἔβλεπον, τὰ
στίλβοντα κομβία καὶ τὰ στριμμένα μουστάκια τοῦ ἀστυφύλακος, τοὺς λευκοὺς
κεφαλοδέσμους τῶν γυναικῶν, καὶ τοὺς στοίχους τῶν ἄλλων παιδίων, ὅσα ἦσαν ἀραδιασμένα
ἐγγὺς καὶ πόρρω, παίζοντα μὲ τοὺς βοστρύχους τῆς κόμης τῶν βασταζουσῶν, καὶ
ψελλίζοντα ἀνάρθρους ἀγγελικοὺς φθόγγους.
Δυὸ ὀκτάμηνα βρέφη εἰς τὰς ἀγκάλας
δυὸ νεαρῶν μητέρων, αἵτινες ἵσταντο ὦμον μὲ ὦμον πλησίον μιᾶς κολώνας, μόλις εἶδαν
τὸ ἓν τὸ ἄλλο, καὶ πάραυτα ἐγνωρίσθησαν καὶ συνῆψαν σχέσεις, καὶ τὸ ἓν, ὡραῖον
καὶ καλὸν καὶ εὔθυμον, ἔτεινε τὴ μικρὰν ἁπαλὴν χεῖρα του πρὸς τὸ ἄλλο, καὶ τὸ εἶλκε
πρὸς ἑαυτό, καὶ ἐψέλλιζεν ἀκαταλήπτους οὐρανίους φθόγγους.
Ἀλλ᾿ ἡ φωνὴ τοῦ βρέφους ἦτο
λιγεία, καὶ ἠκούσθη εὐκρινῶς ἐκεῖ γύρω, καὶ ὁ Γιαμπής, ὁ ἐπίτροπος, δὲν ἠγάπα ν᾿
ἀκούῃ θορύβους. Εἰς ὅλας τὰς νυκτερινὰς ἀκολουθίας τῶν Παθῶν, πολλάκις εἶχε
περιέλθει τὰς πυκνὰς τῶν γυναικῶν τάξεις, διὰ νὰ ἐπιπλήττῃ πτωχὴν τίνα μητέρα
τοῦ λαοῦ, διότι εἶχε κλαυθμυρίσει τὸ τεκνίον της. Ὁ ἴδιος ἔτρεξε καὶ τώρα, νὰ ἐπιτιμήσῃ
καὶ αὐτὴν τὴν πτωχὴν μητέρα, διὰ τοὺς ἀκάκους ψελλισμοὺς τοῦ βρέφους της.
Τότε ἡ Χρηστίνα ἡ Δασκάλα ἥτις ἵστατο
ὀλίγον παρέκει, ὀπίσω ἀπὸ τὸν τελευταῖον κίονα, κολλητὰ μὲ τὸν τοῖχον, σύρριζα
εἰς τὴν γωνίαν, ἐσκέφθη ἀκουσίως της - καὶ τὸ ἐσκέψθη ὄχι ὡς δασκάλα, ἀλλ᾿ ὡς ἀμαθὴς
καὶ ἀνόητος γυνὴ ὁποὺ ἦτον - ὅτι, καθώς, αὐτὴ ἐνόμιζε, κανείς, ἂς εἶναι καὶ ἐπίτροπος
ναοῦ, δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ ἐπιπλήξῃ πτωχὴν νεαρὰν μητέρα, διὰ τοὺς κλαυθμυρισμοὺς
τοῦ βρέφους της, καθὼς δὲν ἔχει δικαίωμα νὰ τὴν ἀποκλείσῃ τοῦ ναοῦ, διότι ἔχει
βρέφος θηλάζον. Καθημερινῶς δὲν μεταδίδουν τὴ θείαν κοινωνίαν εἰς νήπια
κλαίοντα; Καὶ πρέπει νὰ τὰ ἀποκλείσουν τῆς θείας μεταλήψεως, διότι κλαίουν; Ἕως
πότε ὅλη ἡ αὐστηρότης τῶν «ἁρμοδίων» θὰ διεκδικῆται καὶ θὰ ξεθυμαίνῃ μόνον εἰς
βάρος τῶν πτωχῶν καὶ τῶν ταπεινῶν;
Ἐκ τοῦ μικροῦ τούτου περιστατικοῦ
ἔλαβεν ἀφορμὴν ἡ Χρηστίνα νὰ ἐνθυμηθῇ, ὅτι πρὸ χρόνων, μίαν νύκτα, κατὰ τὴν ὕψωσιν
τοῦ Σταυροῦ, ὅταν ἐπῆγε νὰ ἐκκλησιασθῇ εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Ἁγίου Ἐλισσαίου, παρὰ
τὴν Πύλην τῆς Ἀγορᾶς, ἐνῷ ὁ ἀναγνώστης ἔλεγε τὸν Ἀπόστολον, ὅταν ἀπήγγειλε τὰς
λέξεις «τὰ μωρά του κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός», αἴφνης, κατὰ θαυμασίαν σύμπτωσιν,
ἀπὸ τὸν γυναικωνίτην ἓν βρέφος ἤρχιζε νὰ ψελλίζῃ μεγαλοφώνως, ἀμιλλώμενον πρὸς
τὴν φωνὴν τοῦ ἀναγνώστου. Καὶ ὁποίαν γλυκύτητα εἶχε τὸ παιδικὸν ἐκεῖνο
κελάδημα! Τόσον ὡραῖον πρέπει νὰ ἦτο τὸ Ὡσαννά, τὸ ὁποῖον ἔψαλλον τὸ πάλαι οἱ
παῖδες τῶν Ἑβραίων πρὸς τὸν ἐρχόμενον Λυτρωτήν. «Ἐκ στόματος νηπίων καὶ
θηλαζόντων καταρτίσω αἶνον, ἕνεκα τῶν ἐχθρῶν σου, τοῦ καταλύσαι ἐχθρὸν καὶ ἐκδικητήν».
Τοιαῦτα ἀνελογίζετο ἡ Χρηστίνα,
σκεπτόμενη, ὅτι καμμία μήτηρ δὲ θὰ ἦτο τόσον ἀφιλότιμος, ὥστε νὰ μὴ στενοχωρῆται,
καὶ νὰ μὴ σπεύδῃ νὰ κατασιγάσῃ τὸ βρέφος της, καὶ νὰ μὴ παρακαλῇ ν᾿ ἀνοιχθῇ
πλησίον της εἰς τὸν τοῖχον διὰ θαύματος θύρα, διὰ νὰ ἐξέλθῃ τὸ ταχύτερον.
Περιτταὶ δὲ ἦσαν αἱ νουθεσίαι τοῦ ἐπιτρόπου, πρόσθετον προκαλούσαι θόρυβον, καὶ
ἀφοῦ πρὸς βρέφος θηλάζον ὅλα τὰ συνήθη μέσα τῆς πειθοῦς εἶναι ἀνίσχυρα, μόνη δὲ
ἡ μήτηρ εἶναι κάτοχος ἄλλων μέσων πειθοῦς, τὴ χρῆσιν τῶν ὁποίων περιττὸν νὰ ἔλθῃ
τρίτος τις διὰ νὰ τῆς τὴν ὑπενθυμίσῃ. Κι ἔπειτα λέγουν ὅτι οἱ ἄνδρες ἔχουν
περισσότερον μυαλὸ ἀπὸ τὰς γυναῖκας!
Οὕτω ἐφρόνει ἡ Χρηστίνα. Ἀλλὰ τί
νὰ εἴπῃ; Αὐτῆς δὲν τῆς ἔπεφτε λόγος. Αὐτὴ ἦτον ἡ Χρηστίνα ἡ Δασκάλα, ὅπως τὴν ἔλεγαν
ἕναν καιρόν. Παιδία δὲν εἶχε, διὰ νὰ φοβῆται τὰς ἐπιπλήξεις τοῦ ἐπιτρόπου. Τὰ
παιδία της τὰ εἶχε θάψει, χωρὶς νὰ τὰ ἔχῃ γεννήσει. Καὶ ὁ ἀνὴρ τὸν ὁποῖον εἶχε,
δὲν ἦτο σύζυγός της.
Ἦσαν ἀνδρόγυνον χωρὶς στεφάνι.
Χωρὶς στεφάνι! Ὁπόσα τοιαῦτα
παραδείγματα!
Ἀλλὰ δὲν πρόκειται νὰ
κοινωνιολογήσωμεν σήμερον. Ἐλλείψει ὅμως ἄλλης προνοίας, χριστιανικῆς καὶ ἠθικῆς,
διὰ νὰ εἶναι τουλάχιστον συνεπεῖς πρὸς ἑαυτοὺς καὶ λογικοί, νὰ ψηφίσωσι τὸν
πολιτικὸν γάμον.
Ἀπὸ τὸν καιρὸν ὁποὺ εἶχεν ἀνάγκην
ἀπὸ τὰς συστάσεις τῶν κομματαρχῶν διὰ νὰ διορίζεται δασκάλα, εἷς τῶν κομματαρχῶν
τούτων, ὁ Παναγῆς ὁ Ντεληκανάτας, ὁ ταβερνιάρης, τὴν εἶχεν ἐκμεταλλευθῆ. Ἅμα ἤλλαξε
τὸ ὑπουργεῖον, καὶ δὲν ἴσχυε πλέον νὰ τὴ διορίσῃ, τῆς εἶπεν:
- Ἔλα νὰ ζήσουμε μαζύ, καὶ ἀργότερα
θὰ σὲ στεφανωθῶ.
- Πότε;
- Μετ᾿ ὀλίγους μῆνας, μετὰ ἓν ἑξάμηνον,
μετὰ ἕνα χρόνον.
Ἔκτοτε παρῆλθον χρόνοι καὶ
χρόνοι, κι ἐκεῖνος ἀκόμα εἶχε μαῦρα τὰ μαλλιὰ κι αὐτὴ εἶχεν ἀσπρίσει. Καὶ δὲν τὴν
ἐστεφανώθη ποτέ.
Αὐτὴ δὲν ἐγέννησε τέκνον. Ἐκεῖνος
εἶχε καὶ ἄλλας ἐρωμένας. Κι ἐγέννα τέκνα μὲ αὐτάς.
Ἡ ταλαίπωρος αὐτή, μανθάνουσα, ἐπιπλήττουσα,
διαμαρτυρομένη, ὑπομένουσα, ἐγκαρτεροῦσα ἔπαιρνε τὰ νόθα τοῦ ἀστεφανώτου ἀνδρός
της εἰς τὸ σπίτι, τὰ ἐθέρμαινεν εἰς τὴν ἀγκαλιάν της, ἀνέπτυσσε μητρικὴν
στοργήν, τὰ ἐπονοῦσε. Καὶ τὰ ἀνέσταινε, κι ἐπάσχιζε νὰ τὰ μεγαλώσῃ. Καὶ ὅταν ἐγίνοντο
δυὸ ἢ τριῶν ἐτῶν, καὶ τὰ εἶχε πονέσει πλέον ὡς τέκνα της, τότε ἤρχετο ὁ Χάρος,
συνοδευόμενος ἀπὸ τὴν ὀστρακιάν, τὴν εὐλογιὰν καὶ ἄλλας δυσμόρφους συντρόφους,
καὶ τῆς τὰ ἔπαιρνεν ἀπὸ τὴν ἀγκαλιά της.
Τρία ἢ τέσσερα παιδία τῆς εἶχαν ἀποθάνει
οὕτω ἐντὸς ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ἐτῶν. Κι αὐτὴ ἐπικραίνετο. Ἐγήρασκε καὶ ἄσπριζε. Κι ἔκλαιε
τὰ νόθα τοῦ ἀνδρός της, ὡς νὰ ἦσαν γνήσια ἰδικά της. Κι ἐκεῖνα τὰ πτωχά, τὰ
μακάρια, περιΐπταντο εἰς τ᾿ ἄνθη τοῦ παραδείσου ἐν συντροφίᾳ μὲ τ᾿ ἀγγελούδια τὰ
ἐγχώρια ἐκεῖ. Ἐκεῖνος οὐδὲ λόγον τῆς ἔκαμνε πλέον περὶ στεφανώματος. Κι αὐτὴ δὲν
ἔλεγε πλέον τίποτε. Ὑπέφερεν ἐν σιωπῇ.
Κι ἔπλυνε κι ἐσυγύριζεν ὅλον τὸν
χρόνον. Τὴ Μεγάλην Πέμπτην ἔβαπτε τ᾿ αὐγὰ τὰ κόκκινα. Καὶ τὰς καλὰς ἡμέρας δὲν
εἶχε τόλμης πρόσωπον νὰ ὑπάγῃ κι αὐτὴ εἰς τὴν ἐκκλησίαν.
Μόνον τὸ ἀπόγευμα τοῦ Πάσχα, εἰς
τὴν ἀκολουθίαν τῆς Ἀγάπης, κρυφὰ καὶ δειλὰ εἰσῆρπεν εἰς τὸν ναόν, διὰ ν᾿ ἀκούσῃ
τὸ «Ἀναστάσεως ἡμέρα» μαζὺ μὲ τὲς δοῦλες καὶ τὲς παραμάννες.
Ἀλλ᾿ Ἐκεῖνος, ὅστις ἀνέστη «ἕνεκα
ταλαιπωρίας τῶν πτωχῶν καὶ τοῦ στεναγμοῦ τῶν πενήτων», ὅστις ἐδέχθη τῆς ἁμαρτωλῆς
τὰ μύρα καὶ τὰ δάκρυα, καὶ τοῦ λῃστοῦ τὸ Μνήσθητί μου, θὰ δεχθῇ καὶ αὐτῆς τῆς
πτωχῆς τὴν μετάνοιαν, καὶ θὰ τῆς δώσῃ χῶρον καὶ τόπον χλοερόν, καὶ ἄνεσιν καὶ ἀναψυχὴν
εἰς τὴ βασιλείαν Του τὴν αἰωνίαν.
http://www.papadiamantis.org/
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/alexandros_papadiamantis/
http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=197:02-02-christopsomo&catid=58:narration&Itemid=54 (Το Χριστόψωμο)
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/alexandros_papadiamantis/ (Χωρίς Στεφάνι)
http://www.papadiamantis.org/images/stories/articles/ntora_tsaroyxa_h_fonissa.pdf (εικονογράφημα εμπνευσμένο από τη Φόνισσα)
http://www.snhell.gr/anthology/writer.asp?id=33 (Η φόνισσα σε 17 κεφάλαια)
http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=node&cnode=461&t=309
http://www.ert-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=65812&tsz=0&act=mMainView
http://www.ert-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=65823&tsz=0&act=mMainView
http://www.ert-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=65829&tsz=0&act=mMainView