Τρόπος εξέτασης του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ΓΕΛ Πανελ. Εξετάσεις 2019-20

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Ποιήματα του Μ. Αναγνωστάκη με πίνακες του Edv. Munch


Ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη

   Σήμερα είναι ημέρα ιστορικής μνήμης για την 21η Απριλίου 1967. Ίσως δεν πρέπει να αφήσω να περάσει ασχολίαστη η ημερομηνία 21η Απριλίου.  Δεν πρέπει να ξεχνάμε τι συνέβη τότε...Η αρχή της επτάχρονης δικτατορίας...
   Σκέφτομαι πως πρέπει να θυμηθούμε εκείνη την ημέρα, εκείνη την εποχή, μέσα από τους στίχους ενός βαθύτατα πολιτικού ποιητή, ενός από τους κυριότερους εκπροσώπους της Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς στην ποίηση, του Μανόλη Αναγνωστάκη (1925-2005). Ας διαβάσουμε, λοιπόν, τους μαγικούς στίχους του ποιητή για να ανακαλύψουμε ότι οι υπαρξιακές αναζητήσεις, η αγωνία του μοναχικού ανθρώπου που περιπλανιέται μέσα στη σιωπή της νύχτας στους μη αναγνωρίσιμους δρόμους της πόλης, η απόγνωση και η απελπισία του ενός μέσα στο πλήθος των πολλών άγνωστων, η αδυναμία του ατόμου να εναντιωθεί στις ιστορικές συνθήκες δεν έχουν αλλάξει σήμερα, παραμένουν όλα σχεδόν ίδια και απαράλλαχτα, σήμερα 21η Απριλίου του 2014. Γιατί τελικά η υπαρξιακή αγωνία ήταν, είναι και θα παραμένει βαθύτατη πολιτική, ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιούμε, αφού η ύπαρξή μας συνδέεται με την ύπαρξη των άλλων μέσα σε μια  πολιτεία.
   ...Και οι στίχοι του ποιητή μου θύμισαν γνωστούς πίνακες του μεγάλου Νορβηγού ζωγράφου Edvard Μunch (1863-1944) που επηρέασε σημαντικά το Γερμανικό εξπρεσιονισμό.
   
Ἀπροσδιόριστη χρονολογία

Αὐτὴ ἡ μέρα πέρασε χωρὶς καμιὰν ἀπόχρωση
Τόσο διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες μέρες
(Ἴσως ἡ ἀπαρχὴ ὁμοίων ἡμερῶν)
ἔσβησεν ἔτσι ἀνάλαφρα ὅπως ᾖρθε
χωρὶς νὰ παιχνιδίσει ὁ ἥλιος στὰ κλαδιὰ
Τράβηξε τὶς κουρτίνες της μὲ διάκρισην ἡ νύχτα.
Μιὰ μέρα τόσο διάφορη ἀπ᾿ τὶς ἄλλες
Χωρὶς τὰ σύμβολα τοῦ «πλήν» καὶ τοῦ «σὺν»
π᾿ αὐλακώνουν τὴ σκέψη
Χωρὶς νὰ βαραίνει κἂν τὴ ζυγαριὰ τῆς μνήμης
Πὲς σὰ μιὰ σαπουνόφουσκα ποὺ τρυπήσαμε μὲ τὴν καρφίτσα
Σὰν τὸν καπνὸ τσιγάρου χωρὶς ἄρωμα.
Ἔτσι ἔπεσε ἕνα φύλλο ἀπὸ τὸ καλαντάρι
Δίχως τὸν παραμικρότερο ἦχο
(Χάθηκε καὶ δὲν ψάξαμε νὰ τὸ βροῦμε)
Ἔμεινε τὸ συρτάρι μας ὅπως τὸ ἀφήσαμε.
Ἴσως -λές- πὼς δὲν ἤτανε κἂν μία μέρα
Μόνο που σήμερα φωνάζουν ἀρνητικὰ οἱ ἀριθμοὶ
Τὸ ρολόι γυρισμένο ἕνα ἀκόμη εἰκοσιτετράωρο
-Λές- πῶς περάσαμε ἀσυνείδητα τὰ μεσάνυχτα
Ἕναν ὁλόισιο ἀσφαλτοστρωμένο δρόμο.



Edv. Munch, Μελαγχολία. 1892. Εθνική Πινακοθήκη. Όσλο.

Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ δρόμοι ποὺ γνωρίσαμε...

Αὐτοὶ δὲν εἶναι οἱ δρόμοι ποὺ γνωρίσαμε
Ἀλλότριο πλῆθος ἕρπει τώρα στὶς λεωφόρους
Ἀλλάξαν καὶ τῶν προαστίων οἱ ὀνομασίες
Ὑψώνονται ἄσυλα στὰ γήπεδα καὶ στὶς πλατεῖες.
Ποιὸς περιμένει τὴν ἐπιστροφή σου; Ἐδῶ οἱ ἐπίγονοι
Λιθοβολοῦν τοὺς ξένους, θύουν σ᾿ ὁμοιώματα,
Εἶσαι ἕνας ἄγνωστος μὲς στὸ ἄγνωστο ἐκκλησίασμα
Κι ἀπὸ τὸν ἄμβωνα ἀφορίζουνε τοὺς ξένους
Ρίχνουνε στοὺς ἀλλόγλωσσους κατάρες

Ἐσὺ στοὺς σκοτεινοὺς διαδρόμους χώσου
Στὶς δαιδαλώδεις κρύπτες ποὺ δὲν προσεγγίζει
Οὔτε φωνὴ ἀγριμιοῦ ἢ ἦχος τυμπάνου·
Ἐκεῖ δὲ θὰ σὲ βροῦν. Γιατί ἂν σ᾿ ἀφορίσουν
Κάποιοι –ἀναπόφευκτα– στὰ χείλη τους θὰ σὲ προφέρουν
Οἱ σκέψεις σου θ᾿ ἀλλοιωθοῦν, θὰ σοῦ ἀποδώσουν
Ψιθυριστὰ προθέσεις, θὰ σὲ ὑμνήσουν.
Μὲ τέτοιες προσιτὲς ἐπιτυχίες θὰ ἡττηθεῖς.
Τεντώσου ἀπορρίπτοντας τῶν λόγων σου τὴν πανοπλία
Κάθε ἐξωτερικὸ περίβλημά σου περιττὸ
Καὶ τῆς Σιωπῆς τὸ μέγα διάστημα, ἔτσι,
Τεντώσου νὰ πληρώσεις συμπαγής.



Edv. Munch, Βράδυ στην οδό Karl Johan. 1893. Mουσείο Munch. Bergen.

Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατής...

Τώρα εἶναι ἁπλὸς θεατὴς
Ἀσήμαντος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος
Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται
Ξένος περιφέρεται στῶν ὁδῶν τὸ κάλεσμα-

Ἔρχονται ἀπὸ μακριὰ οἱ νέοι σαλπιγκτὲς
Τῶν ἐπίλεκτων κλάσεων τοῦ μέλλοντος
Οἱ κραυγὲς τοὺς γκρεμίζουν τὰ σαθρὰ τείχη
Τήκουν τὴ λάσπη σὲ φωτεινοὺς ρύακες
Ἔρχονται οἱ ἁγνοί, οἱ ἀνυπόκριτοι.
Οἱ βιαστές, οἱ ἀμέτοχοι, οἱ παρθένοι.
Οἱ πονηροὶ συνδαιτυμόνες, οἱ ἀθῶοι
Οἱ ληξίαρχοι τῶν ἡμερῶν μας
Ἔρχεται τὸ μεγάλο παρανάλωμα
Μέσα στοὺς πίδακες τῶν πρόσχαρων νερῶν.
Ἔρχονται οἱ τελευταῖες προδιαγραφές

Μὰ τώρα αὐτὸς εἶναι ἁπλὸς θεατὴς
Ἀνώνυμος ἀνθρωπάκος μέσα στὸ πλῆθος
Μὲ τὰ χέρια στὸ στῆθος σὰν ἕτοιμος νεκρὸς
Τώρα πιὰ δὲ χειροκροτεῖ δὲ χειροκροτεῖται.
(Νὰ ξέρεις πάντα τὸ πότε καὶ τὸ πῶς)



Edv. Munch, Η κραυγή. 1893. Εθνική Πινακοθήκη. Όσλο.

Δρόμοι παλιοί

Δρόμοι παλιοὶ ποὺ ἀγάπησα καὶ μίσησα ἀτέλειωτα
κάτω ἀπ᾿ τοὺς ἴσκιους τῶν σπιτιῶν νὰ περπατῶ
νύχτες τῶν γυρισμῶν ἀναπότρεπτες κι ἡ πόλη νεκρὴ
Τὴν ἀσήμαντη παρουσία μου βρίσκω σὲ κάθε γωνιὰ
κᾶμε νὰ σ᾿ ἀνταμώσω κάποτε φάσμα χαμένο τοῦ τόπου μου κι ἐγὼ
Ξεχασμένος κι ἀτίθασος νὰ περπατῶ
κρατώντας μία σπίθα τρεμόσβηστη στὶς ὑγρές μου παλάμες
Καὶ προχωροῦσα μέσα στὴ νύχτα χωρὶς νὰ γνωρίζω κανένα
κι οὔτε κανένας κι οὔτε κανένας μὲ γνώριζε μὲ γνώριζε

Edv. Munch, Απόγνωση. 1892. Εθνικό Μουσείο. Στοκχόλμη.

http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/manolhs_anagnwstakhs_poems.htm
http://nasjonalmuseet.no/en/collections_and_research/edvard_munch_in_the_national_museum/melancholy/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου