Τρόπος εξέτασης του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ΓΕΛ Πανελ. Εξετάσεις 2019-20

Σάββατο 30 Σεπτεμβρίου 2017

Το Φθινόπωρο στην ποίηση και τη ζωγραφική. Ναπολέων Λαπαθιώτης και Robert Louis Reid

Ένα Φθινοπωρινό ποίημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη και 
Φθινοπωρινοί πίνακες του Αμερικανού ιμπρεσιονιστή Robert Lewis Reid

Robert Lewis Reid (1862-1929), Φθινοπωρινό τοπίο στη Νέα Αγγλία με εκκλησία. 1889. Ιδιωτική Συλλογή.

Robert Lewis Reid (1862-1929), Φθινόπωρο. Ιδιωτική Συλλογή.

Ναπολέων Λαπαθιώτης, Πόθος


Βαθύ χινόπωρο γοερό, πόσον καιρό σε καρτερώ,
με τις πλατιές, βαριές σου στάλες·
των φύλλων άραχλοι χαμοί, των δειλινών αργοί καημοί,
που με μεθούσατε τις προάλλες...

Τα καλοκαίρια μ' έψησαν, και τα λιοπύρια τα βαριά,
κι οι ξάστεροι ουρανοί οι γαλάζιοι:
απόψε μου ποθεί η καρδιά, πότε να ρθή, μες στα κλαριά,
ο θείος βοριάς και το χαλάζι!

Τότε, γερτός κι εγώ, ξανά, μες στα μουγκά τα δειλινά,
θ' αναπολώ γλυκά, –ποιός ξέρει-,
και θα με σφάζει πιο πολύ, σαν ένα μακρινό βιολί,
το περασμένο καλοκαίρι...


Robert Lewis Reid (1862-1929), Φθινοπωρινό τοπίο. Ιδιωτική Συλλογή.


Robert Lewis Reid (1862-1929), Φθινοπωρινή Λιακάδα. Ιδιωτική Συλλογή.


Πέμπτη 28 Σεπτεμβρίου 2017

To Φθινόπωρο στην ποίηση και τη ζωγραφική. Ένα ποίημα της Μαρίας Πολυδούρη και πίνακες του Isaac Levitan

Του Φθινοπώρου.  Μαρία Πολυδούρη και Isaac Levitan

  Ήρθε για τα καλά το Φθινόπωρο. Νομίζω πως δεν μπορούμε πια να παρατείνουμε τις μέρες του Καλοκαιριού. Ας αποδεχθούμε ότι ήρθε του "Φθινοπώρου η Ώρα" με δύο σονέττα μίας "Φθινοπωρινής" ποιήτριας, της Μαρίας Πολυδούρη, που προέρχονται από τη συλλογή "Οι τρίλλιες που σβήνουν".    
Η μελαγχολική διάθεση και η συμβολική ταύτιση της ψυχικής κατάστασης με την εποχή του Φθινοπώρου, ο αναβλύζων λυρισμός, η σχεδόν θρησκευτική λατρεία της φύσης και εν τέλει ο νεορομαντισμός της ποιήτριας, μου θύμισαν τα φθινοπωρινά τοπία του Ρωσοεβραίου ρομαντικού ζωγράφου Ιsaac Levitan (1860-1900). 

                                        Isaac Levitan, Φθινοπωρινές ημέρες. Sokolniki. 1879.

Μαρία Πολυδούρη, Αφιέρωση


Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἦρθεν ἡ Ὥρα

στὴν πόρτα μου ἔξω. Κίτρινο φορεῖ
στεφάνι ἀπὸ μυρτιά. Στὰ νικηφόρα
χέρια της μία κιθάρα θλιβερή,

Κιθάρα παλαιϊκὴ ποὺ κλεῖ πληθώρα

μέσα της ἤχους καὶ ἤχους. Ἱερὴ
κοιτίδα. Κάθε πόνος, κάθε γνώρα
ποὺ ἦταν γλυκιὰ καὶ γίνηκε πικρή,


Ἦχος μέσ᾿ στὴν καρδιά της ἀποστάζει.

Φίλε, τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα ἐκεῖ
στὴν πόρτα μου ἦρθε δίχως νὰ διστάζη


Καὶ τὸ κιθάρισμά της πότε πότε

σὰ νἄτανε ἡ φωνή σου ἡ μυστικὴ
τοὺς στίχους σου ποὺ μοῦ τραγούδαες τότε.

Isaac Levitan, Φθινοπωρινό τοπίο. Κ. 1880.

...

Μαρία Πολυδούρη, Τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα



Τοῦ φθινοπώρου ἡ Ὥρα ἔχει καθήσει
στὴν πόρτα μου. Τὸ βλέμμα της ὑγρὸ
γεμάτο ἀπὸ τὸ ἀπόκοσμο μεθύσι,
πλανιέται σὲ ἀσφοδέλων τὸν ἀγρό.

Τί σκέψη στὴ ματιά της νἄχῃ ἀνθίσει,
τί ὀνειροπόλημα λυπητερό;
Στὴν ὄψη της σκιὲς ἔχουν μαδήσει
Κ᾿ εἶνε τὸ στόμα της τόσο πικρό...

Μὰ ὅταν κατέβη τὸ γαλήνιο βράδι
θὰ μὲ καλέση ἀμίλητα, γλυκά,
νὰ τὴν ἀκολουθήσω στὸ σκοτάδι.

Τὸ βῆμα της βουβὸ καὶ βέβαιο θἆναι,
μὰ ἡ πίστη μου θερμή, πὼς μυστικὰ
τὰ βήματά μου σένα ἀκολουθᾶνε.

Από τη συλλογή "Οι τρίλλιες που σβήνουν"

Σάββατο 23 Σεπτεμβρίου 2017

Τέλος εποχής. Γυρίσαμε πάλι στο Φθινόπωρο.

Γιώργος Σεφέρης,  Ένας λόγος για το καλοκαίρι

    Νομίζω ότι γυρίσαμε για τα καλά στο Φθινόπωρο. Για ακόμη μια φορά ακολουθούμε τον κύκλο εποχών...για ακόμα μια φορά αφήνουμε πίσω τις μέρες του Καλοκαιριού... Το Φθινόπωρο του 1936 ο Γιώργος Σεφέρης αναπολεί τις καλοκαιρινές ημέρες, γράφοντας το ποίημα "Ένας λόγος για το καλοκαίρι".

William Merrit Chase, Τέλος εποχής. 1884.

Λόγος για το Καλοκαίρι

Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ' τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.


Thomas Pollock Anshutz, Άνδρας και γυναίκα στην παραλία. 1893.

Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα
την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·
αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους
απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,
μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,
σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.
Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες·
κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει
ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος - δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.

Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα
μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·
πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ' τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.

Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνω
μιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανά
φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή
με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδη
σφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδες
σε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα
σκοτώνουνται το ένα με τ' άλλο λιγοστεύουν
κολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια
τα πρόσωπα της άλλης φυλής.

Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο
δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού
χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας
πήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε
βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν
μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει.
Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ' αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές
άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοι
σκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω.
Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι
κύματα της άμμου φεύγοντας ως τον τελευταίο κύκλο
ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο
χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό
χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής
χαμένα σ' ένα σημείο που δεν τ' ορίζω και με κυβερνά·
τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.

Φθινόπωρο, 1936



Γιάννης Τσαρούχης, Οι τέσσερις εποχές. 1969.



Γιάννης Τσαρούχης, Φθινόπωρο και Χειμώνας. 1969. Λεπτομέρεια από τον πίνακα "Οι τέσσερις εποχές".


http://www.elniplex.com/οι-τέσσερις-εποχές-του-γιάννη-τσαρούχ
https://www.wikiart.org/en/william-merritt-chase/end-of-the-season-sun
https://www.wikiart.org/en/thomas-pollock-anshutz/man-and-woman-on-the-beach-1893
http://www.greek-language.gr/digitalResources/literature/tools/concordance/browse.html?cnd_id=1&text_id=1781

Πέμπτη 21 Σεπτεμβρίου 2017

Το Φθινόπωρο στην ποίηση. Ένα ποίημα του Γιώργου Σεφέρη από την Κορυτσά

Το Φθινόπωρο στην ποίηση. Γιώργος Σεφέρης, Ωραίο φθινοπωρινό πρωί

   Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης (1900-1971), όπως είναι γνωστό, αφού ολοκλήρωσε τις σπουδές του στη νομική στο Παρίσι και το Λονδίνο, διορίστηκε ως διπλωματικός ακόλουθος του Υπουργείου των Εξωτερικών. Την περίοδο από Φθινόπωρο του 1936 έως το Φθινόπωρο του 1937  υπηρετεί ως Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στην Κορυτσά της Αλβανίας. Εκεί θα γράψει το ποίημά του "Ωραίο φθινοπωρινό πρωί".

Ο Γιώργος Σεφέρης στο μπαλκόνι του νεοκλασικού κτιρίου όπου στεγαζόταν το προξενείο και η προξενική κατοικία στην Κορυτσά. 

Το νεοκλασικό κτίριο του ελληνικού προξενείου της Κορυτσάς όπου έμεινε ο Σεφέρης το 1936-1937. Εδώ έγραψε και το ποίημα "Ωραίο φθινοπωρινό πρωί".

Ὡραῖο φθινοπωρινὸ πρωί

γιὰ τὴν κυρία Ντονογκά


Νὰ ποὺ μ᾿ ἀρέσουν ἐπὶ τέλους αὐτὰ τὰ βουνὰ μ᾿ αὐτὸ τὸ φῶς

μὲ δέρμα ρυτιδωμένο σὰν τὴν κοιλιὰ τοῦ ἐλέφαντα
ὅταν τὰ μάτια του στενεύουν ἀπ᾿ τὰ χρόνια.
Νὰ ποὺ μ᾿ ἀρέσουν αὐτὲς οἱ λεῦκες, δὲν εἶναι πολλὲς
σηκώνοντας τοὺς ὤμους μέσα στὸν ἥλιο.
Οἱ ἀψηλοὶ γκέγκηδες οἱ κοντοὶ τόσκηδες
τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ δρεπάνια καὶ τὸ χειμώνα μὲ τὰ τσεκούρια
κι ὅλο τὰ ἴδια ξανὰ καὶ ξανά, ἴδιες κινήσεις
στὰ ἴδια σώματα κόπηκε ἡ μονοτονία.

Σκηνή από το παζάρι της Κορυτσάς. 1937.  Φωτογραφία του Γιώργου Σεφέρη. Ο Σεφέρης φωτογράφισε σκηνές της καθημερινότητας από τη ζωή των κατοίκων της Κορυτσάς. Ήταν δεινός ερασιτέχνης φωτογράφος, λάτρης της ασπρόμαυρης φωτογραφίας. Οι φωτογραφίες του από τα  διάφορα ταξίδια του έχουν δημοσιευτεί.  



Σκηνή από το παζάρι της Κορυτσάς. 1937.  Φωτογραφία του Γιώργου Σεφέρη.

Σκηνή από το παζάρι της Κορυτσάς. 1937.  Φωτογραφία του Γιώργου Σεφέρη.



Τί λέει ὁ Μουεζίνης στὴν ἄκρη τοῦ μιναρέ; γιὰ πρόσεξε

Ἔσκυψε ν᾿ ἀγκαλιάσει μία ξανθὴ κούκλα στὸ πλαϊνὸ μπαλκόνι.
Αὐτὴ ἀνεμίζει δυὸ ρόδινα χεράκια στὸν οὐρανὸ
δὲν παραδέχεται νὰ τὴ βιάζουν
Ὡστόσο γέρνει ὁ μιναρὲς καὶ τὸ μπαλκόνι σὰν τὸν πύργο τῆς Πίζας
ἀκοῦς μονάχα ψιθυρίσματα, δὲν εἶναι τὰ φύλλα μήτε τὸ νερὸ
«ἀλλάχ! ἀλλάχ!» δὲν εἶναι μήτε τ᾿ ἀγεράκι, παράξενη προσευχὴ
ἕνας κόκορας λάλησε, πρέπει νά᾿ ναι ξανθὸς
ὢ ψυχὴ ἐρωτευμένη ποὺ πέταξες στὰ ὕψη!

Σκηνή από το παζάρι της Κορυτσάς. 1937. Φωτογραφία του Γιώργου Σεφέρη. 



Νὰ ποὺ μ᾿ ἀρέσουν ἐπὶ τέλους αὐτὰ τὰ βουνά, ἔτσι κουλουριασμένα

τὸ γερασμένο κοπάδι τριγύρω μου μ᾿ αὐτὲς τὶς ρυτίδες
σκέφτηκε κανεὶς νὰ πεῖ τὴ μοίρα ἑνὸς βουνοῦ ὅπως κοιτάζει μία παλάμη
σκέφτηκε κανείς;...
Ὢ ἐκείνη ἡ ἐπίμονη σκέψη
κλεισμένη σ᾿ ἕνα κουτὶ ἀδειανό, θεληματικὴ
χτυπώντας ἀδιάκοπα τὸ χαρτόνι, ὅλη τὴ νύχτα
σὰν ποντικὸς ποὺ ροκανίζει τὸ πάτωμα.

Κορυτσά. 1937. Φωτογραφία του Γιώργου Σεφέρη.




Κόπηκε ἡ μονοτονία, ὦ ἐσὺ ποὺ πέταξες στὰ ὕψη

νὰ ποὺ μ᾿ ἀρέσει
κι αὐτὸ τὸ βουβάλι τοῦ μακεδονίτικου κάμπου τόσο ὑπομονετικὸ
τόσο ἀβίαστο, σὰ νὰ τὸ ξέρει πὼς δὲν φτάνει κανεὶς πουθενὰ
θυμίζει τ᾿ ἀγέρωχο κεφάλι τοῦ πολεμόχαρου Βερκινγετόριξ
Tel qu᾿en lui-même enfin l᾿éternité le change.


Κορυτσὰ 1937

Ο Γιώργος Σεφέρης στις σκάλες του προξενείου της Κορυτσάς. 1937.





Κράτα τοΚράτα τοΚράτα τοΚράτα τοΚράτα τοΚράτα τοΚράτα τοΚράτα τοΚράτα τοΚράτα τοΚράτα τοΚράτα τοΚράτα τοΚράτα τοΚράτα τοΚράτα το

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Το σχολείο στην ποίηση και τη ζωγραφική. Μαθητής και Μαθητεία

Μαθητεία του Τόλη Νικηφόρου και πίνακες με μαθητές

Σκέφτομαι ότι ποτέ δεν θα σταματήσουμε να πηγαίνουμε σχολείο...ποτέ δε θα σταματήσουμε να μαθητεύουμε...Μια ζωή θα σπουδάζουμε, θα μελετάμε και θα μαθαίνουμε τη ζωή...Για αυτό, δύο ποιήματα με θέμα τη "μαθητεία", από ένα αγαπημένο ποιητή, τον  Τόλη Νικηφόρου.

Pierre Auguste Renoir, Μικρός μαθητής. 1879. Ιδιωτική Συλλογή.


Τόλης Νικηφόρου, Μαθητεία 

μαθαίνω μια ζωή την αλφαβήτα
γλυστράω στην επιφάνεια των γραμμάτων 
με την παρήγορη ψευδαίσθηση
ότι θα φτάσω στο ωμέγα κάποτε
όπου ενεδρεύει όμως αναπόφευκτα
το ωκεάνιο και πάλι άλφα

με τις καμπύλες του
τον κύκλο του
τον πρώτο κι ίσως τελευταίο βηματισμό του
τις απροσμέτρητες στον χωροχρόνο 
διαστάσεις του

γύρω απ' το άλφα περιστρέφομαι
στο αιμοσφαίριο αυτό βυθίζομαι
όπως σε προαιώνια μήτρα
πύλη του κόσμου και του άδη
έσχατο όριο της δικής μου επίγνωσης

η αρχή της μαθητείας μου 
δεν έχει τέλος

Από τη συλλογή "Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας" (1997).

Ιωάννης Δούκας, Ο μαθητής. 1868.

Τόλης Νικηφόρου, Μαθητεία, 2

και πάλι υπέβαλα στο άγνωστο τις πέντε αισθήσεις μου και την ψυχή μου, 
και έγινα δεκτός στην πρώτη τάξη του σύμπαντος 
σχολείου της αγάπης, τα τραύματά μου γράφοντας σαν όνομα στο 
εξώφυλλο της καθημερινής ζωής. είναι καλός για άνθρωπος, λένε οι 
δάσκαλοι μου με τον τρόπο τους, μια φλαμουριά που αγγίζει το
 μπαλκόνι μου, ένα γατί που περπατάει νωχελικά στον ήλιο, θά μάθει
 γρήγορα, όσα μπορεί να μάθει κι εγώ επιμένω, αφού δεν έχω πού 
αλλού να πάω, μερόνυχτα εγκύπτω και λέω πως συνεχίζω τις 
σπουδές μου, σ' αυτό το πρώτο και πιο δύσκολο σχολείο, απ' το 
οποίο δεν προβλέπεται αποφοίτηση

Από τη συλλογή "Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο" (1999)

Όθων Περβολαράκης (1887-1974), Ο Δημήτρη Π. μελετάει.





Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Μαθητές και μαθήτριες . Ένα ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ και παλιές φωτογραφίες του David Seymour

Για το σχολείο και τη μάθηση. Ένα ποίημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ και παλιές φωτογραφίες με  Έλληνες μαθητές από τον David Seymour

David Seymour, Μαθητές. Ελλάδα. 1948. © David Seymour/Magnum Photos.

  Σεπτέμβριος! Ο μήνας της επιστροφής στο σχολείο για τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς. Άνοιξαν ακόμα μία χρονιά τα σχολεία...Όπως κάθε χρόνο, αρχίζουν τα μαθήματα... 
   Για αυτό, ένα ποίημα του Γερμανού θεατρικού συγγραφέα και ποιητή Μπερτολτ Μπρεχτ, που απευθύνεται στους μαθητές που "τίποτα δε θέλουν να μάθουν", σ' αυτούς που δε θέλουν να πάνε στο σχολείο. ...Και μαζί με τους στίχους του Μπρεχτ, φωτογραφίες του Πολωνοαμερικανού φωτογράφου David Seymour (1911-1959) που διασώζουν εικόνες μαθητών και σχολείων από τη μεταπολεμική Ελλάδα, την Ελλάδα της Περιόδου του Εμφυλίου Πολέμου. Οι φωτογραφίες προέρχονται από το αρχείο της φωτογραφικoύ Πρακτορείου Μagnum με έδρα το Παρίσι, στην οποία ανήκε ο Seymour και μάλιστα υπήρξε  από τα ιδρυτικά της μέλη. 

David Seymour, Μαθητής. Ελλάδα. 1948.  © David Seymour/Magnum Photos.
Ένα κουρεμένο κεφαλάκι προσπαθεί να μάθει ανάγνωση...

David Seymour, Μαθητής. Ελλάδα. 1948. © David Seymour/Magnum Photos.
Στο ξύλινο τραπέζι προσπαθεί να γράψει στην πλάκα...Μπροστά μας, σε πρώτο πλάνο η πάνινη σάκα, η σχολική τσάντα των φτωχών.

Μπ. Μπρεχτ, Aκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε
Aκουσα πως τίποτα δε θέλετε να μάθετε.
Απ’ αυτό βγάζω το συμπέρασμα πως είσαστε εκατομμυριούχοι.
Το μέλλον σας είναι σιγουρεμένο – το βλέπετε
μπροστά σας σ’ άπλετο φως. Φρόντισαν
οι γονείς σας για να μη σκοντάψουνε τα πόδια σας
σε πέτρα.. Γι’ αυτό τίποτα δε χρειάζεται
να μάθεις. Έτσι όπως είσαι
εσύ μπορείς να μείνεις.


 David Seymour,  Aίθουσα σχολείου σε χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη. 1948. © David Seymour/Magnum Photos.

David Seymour,  Aίθουσα σχολείου σε χωριό κοντά στη Θεσσαλονίκη. 1948.  © David Seymour/Magnum Photos.
Μαθητές στριμωγμένοι σε μικρά ξύλινα θρανία προσπαθούν να μάθουν γράμματα...


Κι έτσι κι υπάρχουνε ακόμα δυσκολίες, μιας κι οι καιροί
όπως έχω ακούσει είναι ανασφαλείς,
τους ηγέτες σου έχεις, που σου λένε ακριβώς
τι έχεις να κάνεις για να πας καλά.
Έχουνε μαθητέψει πλάι σε κείνους
που ξέρουν τις αλήθειες που ισχύουνε
για όλους τους καιρούς
μα και τις συνταγές που πάντα βοηθάνε.
David Seymour, Μαθήτρια. Ελλάδα. 1948. © David Seymour/Magnum Photos.

David Seymour, μαθητές πρόσφυγες από τον Εμφύλιο Πόλεμο διαβάζουν γράμματα. Ελλάδα. 1948. © David Seymour/Magnum Photos.

Μιας και για σένα γίνονται τόσο πολλά
δε χρειάζεται ούτε δαχτυλάκι να κουνήσεις.
Βέβαια, αν τα πράματα ήταν διαφορετικά
Η μάθηση θα ‘τανε υποχρέωσή σου.
Αυτό θέλω να τους πω

David Seymour, Μαθητές. Ελλάδα. 1948. © David Seymour/Magnum Photos.
Αναρωτιέμαι: γιατί να συζητάω μαζί τους;
ψωνίζουνε τη γνώση για να την πουλήσουν.
θέλουν να μάθουνε πού υπάρχει γνώση φτηνή
που να μπορούνε ακριβά να την πουλήσουν. Γιατί
να ενδιαφερθούνε να γνωρίσουν ό,τι
ενάντια στην αγοραπωλησία μιλάει;
Θέλουνε να νικήσουν.
Στη νίκη ενάντια τίποτα δε θέλουνε να ξέρουν.
Δε Θέλουνε άλλοι να τους καταπιέζουν,
Θέλουνε να καταπιέζουνε οι ίδιοι.
Δε θέλουνε την πρόοδο.
Θέλουνε την υπεροχή.
Πειθαρχούνε σ’ όποιον
τους υπόσχεται πως θα μπορούνε να διατάζουν.
Θυσιάζονται
για να μπορέσει να μείνει όρθιος ο βωμός της θυσίας.
Τι να τους πω, σκέφτηκα. Αυτό
θέλω να τους πω, αποφάσισα.»
(Από τη συλλογή «Ποιήματα», σε μετάφραση Νάντιας Βαλαβάνη) 

 David Seymour, Ελληνικό σχολείο χωριού. 1948.  © David Seymour/Magnum Photos. Παιδιά φτωχοντυμένα στις σκάλες του χωριού τους.

David Seymour, παιδιά με τις σάκες επιστρέφουν από το σχολείο στο χωριό. Ελλάδα. 1948. © David Seymour/Magnum Photos.

David Seymour, Γυμναστικές επιδείξεις των μαθητών μπροστά στο κατεστραμμένο σχολείο του χωριού Χορτιάτης της Θεσσαλονίκης. 1948. © David Seymour/Magnum Photos. Ο Seymour είχε επισκεφθεί και το χωριό Χορτιάτης, το οποίο είχαν καταστρέψειτα τάγματα ασφαλείας και οι Γερμανοί το 1944, λίγο πριν εγκαταλείψουν την περιοχή. Η καταστροφή και η σφαγή μεγάλου αριθμού άμαχου πληθυσμού του χωριού αποτελεί μία από τις πιο σκοτεινές σελίδες της περιόδου της Κατοχής. Το 1948 το κτίριο του σχολείου ήταν ακόμα ερείπιο, όπως δείχνει η φωτογραφία του Seymour. 

O πολωνικής καταγωγής φωτογράφος και ρεπόρτερ David Seymour (1911-1956).  Υπέγραφε τις φωτογραφίες του με το όνομα Chim. Σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε στο Παρίσι. Κάλυψε φωτογραφικά τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο από την πλευρά των Δημοκρατικών. Στην περίοδο του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου είχε εγκατασταθεί στις Η.Π.Α.
To 1947 ίδρυσε μαζί με τους φίλους φωτογράφους Henri Cartier Bresson, Robert Capa και George Rodger το Φωτογραφικό Πρακτορείο "The Magmum. Το 1948 ανέλαβε να καλύψει φωτογραφικά την εκστρατεία της Γιούνισεφ για μέριμνα, περίθαλψη, στέγαση, διατροφή και εκπαίδευση των παιδιών της Μεταπολεμικής Ευρώπης. Οι φωτογραφίες του μεταφέρουν θλιβερές εικόνες της κατεστραμμένης Ευρώπης από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Βομβαρδισμένες πόλεις, κατεστραμμένα χωριά από τους Γερμανούς αλλά και τις εμφύλιες διαμάχες, εξαθλιωμένοι πληθυσμοί, πρόσφυγες, φτώχεια, υποσιτισμός, αρρώστιες...Τα μεγάλα θύματα ήταν βέβαια τα παιδιά του Πολέμου, πολλά από τα οποία είχαν στερηθεί τα σπίτια και τη θαλπωρή της οικογένειας τους, αφού οι γονείς τους είχαν χαθεί ...Το 1956 σκοτώθηκε από ελεύθερο σκοπευτή στο Σουέζ, όπου βρισκόταν για φωτορεπορτάζ.