Τρόπος εξέτασης του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ΓΕΛ Πανελ. Εξετάσεις 2019-20

Τετάρτη 24 Μαρτίου 2021

Ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη για την Ελληνική Επανάσταση

 Πρόσωπα της Ελληνικής Επανάστασης στο ποιητικό έργο του Κώστα Καρυωτάκη

"Εικόνες" από τέσσερα πρόσωπα, που συνδέονται με την Ελληνική Επανάσταση και έδρασαν την περίοδο του Ελληνικού Επαναστικού Αγώνα, αποτυπώνονται στο ποιητικό έργο του γνωστού ποιητή Κώστα Καρυωτάκη (1896-1928). Οι ποιητικές αναφορές σ' αυτά τα πρόσωπα συναντώνται στην τρίτη και τελευταία  ποιητική συλλογή που ο αυτόχειρας ποιητής εξέδωσε ένα χρόνο πριν δώσει τέλος στη ζωή του.

O ποιητής Κώστας Καρυωτάκης (1896-1928)

 Στην ποιητική συλλογή "Ελεγεία και Σάτιρες", που εκδόθηκε το 1927, συμπεριλαμβάνεται μία ποιητική ενότητα με τον τίτλο "Ηρωική Τριλογία" στην οποία ανήκουν τρία ποιήματα εμπνευσμένα από τρεις μορφές της Ελληνικής Επανάστασης που δηλώνονται ήδη από τον τίτλο τους: "ΔΙΑΚΟΣ", "ΚΑΝΑΡΗΣ", "BYRON". 


  Εκατό χρόνια μετά τον Επαναστατικό Αγώνα των Ελλήνων o Κώστας Καρυωτάκης επιλέγει να μιλήσει ποιητικά για τρεις "ηρωικές" μορφές της επανάστασης, τον Αθανάσιο Διάκο, τον Κωνσταντίνο Κανάρη και τον Άγγλο Φιλέλληνα Λόρδο Μπάιρον, τον γνωστό μας Λόρδο Βύρωνα, ο οποίος ήταν και σημαντικός ποιητής του κινήματος του ρομαντισμού. Επιπλέον, στην ίδια ποιητική συλλογή και συγκεκριμένα στην ενότητα "Σάτιρες" συμπεριλαμβάνεται και ένα ποίημα αφιερωμένο σ΄ένα σημαντικό ποιητή της επαναστατικής περιόδου, τον Επτανήσιο (καταγόταν από τη Ζάκυνθο)  Ανδρέα Κάλβο, που έγινε γνωστός από το ιδιότυπο ποιητικό του έργο, τις περίφημες Ωδές.
 
Κωνσταντίνος Παρθένης, Η αποθέωση του Αθανασίου Διάκου, πριν το 1933. Εθνική Πινακοθήκη. Αθήνα.  Ο μαρτυρικός θάνατος του Αθανάσιου Διάκου (1788-1821) μια όμορφη Ανοιξιάτικη ημέρα του Απρίλη του 1821 υπήρξε πηγή έμπνευσης όχι μόνο για τον Καρυωτάκη αλλά για γνωστούς Έλληνες ζωγράφους.

ΔΙΑΚΟΣ

Μέρα τ᾿ Ἀπρίλη.
Πράσινο λάμπος,
γελοῦσε ὁ κάμπος
μὲ τὸ τριφύλλι.

Ὡς τὴν ἐφίλει
τὸ πρωινὸ θάμπος,
ἡ φύση σάμπως
γλυκὰ νὰ ὁμίλει.

Ἐκελαδοῦσαν
πουλιά, πετώντας
ὅλο πιὸ πάνω.

Τ᾿ ἄνθη εὐωδιοῦσαν.
Κι εἶπε ἀπορώντας:
«Πῶς νὰ πεθάνω;»

Διονύσιος Τσόκος (1814-1862),  Προσωπογραφία του αγωνιστή Αθανάσιου Διάκου, 1861, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Αθήνα.

Διονύσιος Τσόκος (1814-1862), Προσωπογραφία του  Κωνσταντίνου Κανάρη, Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Αθήνα. Ο ηρωισμός, που ο Ψαριανός πυρπολητής Κωνσταντίνος Κανάρης (1793-1877) επέδειξε κατά την πυρπόληση των καραβιών του τουρκικού στόλου, εμπνέει τον ποιητή αλλά και γνωστούς Έλληνες ζωγράφους.

ΚΑΝΑΡΗΣ

Κάποιοι δαιμόνιοι
τὸν εἶχαν στείλει.
Ἔγινε ἀχείλι
κόσμου ποὺ ἐπόνει.

(Ἥρωες χρόνοι!)
Καὶ πὼς ἐμίλει
μὲ τὸ φιτίλι,
μὲ τὸ τρομπόνι!

Τὸ πέρασμά του,
μήνυμα κρύο
μαύρου θανάτου.

Κι εἶχε θεῖο
χέρι ποὺ φλόγα
κράταε κι εὐλόγα.

Νικηφόρος Λύτρας, Η πυρπόληση της τουρκικής ναυαρχίδας από τον Κανάρη. 1866-1870. Πινακοθήκη Αβέρωφ. Μέτσοβο.


Thomas Philips, George Gordon Byron, o ποιητής, 1814. Government Art Collection. Ο Βρετανός 6ος Βαρόνος George Gordon Byron (1788-1824), γνωστός για τους Έλληνες ως Λόρδος Βύρων, θεωρείται σημαντικός εκπρόσωπος του ρομαντισμού στην ποίηση. Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής των ένοπλων αγώνων των επαναστατικών κινημάτων στην Ιταλία και την Ελλάδα.

BYRON

Ἔνοιωσεν ὅτι
τοῦ ἦταν οἱ στίχοι
ἄχαρη τύχη
καὶ ματαιότη.

Ἡ ὁρμή του ἡ πρώτη
πιὰ δὲν ἀντήχει,
ἀλλά, στὰ τείχη,
ἔνδοξη νιότη.

Γίνονται οἱ γέροι
γαῦροι. Θὰ ὁρμήσει
ἀνδρῶν λουλούδι.

Κι ὁ Μπάιρον ξέρει
πῶς νὰ τὸ ζήσει
τὸ θεῖο Τραγούδι.


Θεόδωρου Βρυζάκη, Η υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι. 1861. Εθνική Πινακοθήκη. Αθήνα. Ο Λόρδος Βύρων πέθανε στο Μεσολόγγι τον Απρίλη του 1827.


Η πρώτη έκδοση της Λύρας του Ανδρέα Κάλβου (1792-1869), που έγινε στη Γενεύη το 1824.
Η Λύρα ήταν συλλογή Δέκα Ωδών του ποιητή, εμπνευσμένων από τον επαναστατικό αγώνα των Ελλήνων. Το ποιητικό έργο του Ανδρέα Κάλβου άρχισε να γίνεται γνωστό στην Ελλάδα και η αξία του να αναγνωρίζεται από κύκλους της ελληνικής διανόησης στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Εκατό χρόνια μετά τη λήξη του Ελληνικού Επαναστατικού Αγώνα ο Κώστας Καρυωτάκης γράφει μία Ωδή με τίτλο "Εις τον Ανδρέαν Κάλβον", ακολουθώντας το τυπικό της μορφής, του ρυθμού και μέτρου και της γλώσσας των Ωδών του Ανδρέα Κάλβου. Στο ποίημα αυτό το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται "εις τον Ανδρέαν Κάλβον" και του ζητά να θρηνήσει για την κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα ύστερα από ένα "ολόκληρο  ταραγμένο αιώνα χείμαρρο". Με το γνωστό σαρκασμό και τη σκληρή ειρωνία της καρυωτακικής γλώσσας, εκφράζεται η πικρία για την ήττα στο Μικρασιατικό Πόλεμο και τις επιπτώσεις της στην πολιτική ζωή της χώρας.

ΕΙΣ ΑΝΔΡΕΑΝ ΚΑΛΒΟΝ

Ὦ μεγάλε Ζακύνθιε,
τῶν ᾠδῶν σου τὰ μέτρα,
ὑψηλά, σοβαρά,
τοὺς ἀγῶνες ἐκάλυπτον
ἐκτεταμένους.

Τῆς δουλείας τὰ βάρβαρα
σκοτάδια κατεξέσχισεν,
ὅταν ἐγράφη πύρινος,
ἡ ἀστραπὴ τῶν ὅπλων
(καὶ ἡ ἀρετή σου).

Ὡς ἥλιος, ἀνάβαν
τὸν Ὄλυμπον, ἐστάθη
πάνω εἰς γυμνὰ χωράφια,
εἰς ἀνθισμένα ἐρείπια,
γνώριμον κλέος.

Ἀλλὰ τὸ θεῖον ἔναυσμα
ἡ φωνή σου δὲν εἶναι
τώρα πλέον. Μᾶς ἔρχεται
μακρινὸς καὶ παράταιρος
ἦχος τυμπάνου.

Ὁλόκληρος αἰών,
χείμαρρος, τὴν Ἑλλάδα,
ταραγμένος, ἐσάρωσεν
ἀπὸ τὰ ἰδανικά σου,
τὴν οἰκουμένην.

Κράτει, λοιπόν, ὦ γέροντα,
τὴν ἐπιτύμβιον πλάκα.
Τὸ πεπαλαιομένον σου
τραγούδι κράτει. Φύγε,
παραίτησόν μας.

Ἤ, ἂν προτιμᾷς, ἐξύμνησον
ἀντὶς γεγυμνωμένων
ξιφῶν, ὅσα μαστίγια
πρὸς θρίαμβον ἐπισείονται
τῶν καφενείων.

Ἵππους δὲν ἐπιβαίνουσι,
ἀμὴ τὴν ἐξουσίαν
καὶ τοῦ λαοῦ τὸν τράχηλον,
ἰδού, μάχονται οἱ ἥρωες
μέσα εἰς τὰ ντάνσιγκ.

Τὶς δάφνες τοῦ Σαγγάριου
ἡ Ἐλευθερία φορέσασα,
γοργὰ ἀπὸ μίαν χεῖρα
σ᾿ ἄλλην περνᾷ καὶ σύρεται,
δούλη στρατῶνος.

Καθώς, ὅταν τὴν εὔκολον
λείαν ἀποκομίσει,
φεύγει, διστάζει, κι ἔπειτα
σὲ μία γραμμὴν ἑλίσσεται
πλῆθος μυρμήγκων,

μεγάλα προπορεύονται
ἔντομα, μέγα φέροντα
βάρος, ἀκολουθοῦσι,
μὲ φορτίο ἐλαφρότερο,
μικρότερα ἄλλα,

καὶ δὲ βλέπουν στὸ πλάγι τους
τὸ παιδάκι ποὺ στέκει
νὰ γελᾷ τὸν ἀγῶνα των,
καὶ δὲν βλέπουν ὅτι ὕψωσε
τώρα τὸ πέλμα -

οὕτω τὴ χώρα νέμεται
ἡ στρατιὰ τῆς ἤττης,
τοῦ λαοῦ τὴν ἀπόφασιν,
ἄτεγκτον, φοβεράν,
περιφρονοῦσα.

Ἀλλὰ τί λέγω; Θρήνησε,
θρήνησε τὴν πατρίδα,
νεκρὰν ὅπου σκυλεύουν
ἀλλοφρονοῦντα τέκνα της,
ὦ Ἀνδρέα Κάλβε.

Μικράν, μικράν, κατάπτυστον
ψυχὴν ἔχουν οἱ μάζαι,
ἰδιοτελῆ καρδιάν,
καὶ παρειὰν ἀναίσθητον
εἰς τοὺς κολάφους.



Παναγιώτης Γράββαλος, Φανταστικό πορτρέτο του Ανδρέα Κάλβου, 1992. Δεν έχει διασωθεί πραγματική προσωπογραφία του ποιητή.















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου