Τρόπος εξέτασης του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ΓΕΛ Πανελ. Εξετάσεις 2019-20

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

Χριστουγεννιάτικες ιστορίες: To άνθος του γιαλού και άλλα χριστουγεννιάτικα διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη

Εορταστικά διηγήματα του Αλέξανδρου  Παπαδιαμάντη

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στο καφενείο της Δεξαμενής. 1906. Τη χρονιά που δημοσιεύτηκε το διήγημά του Άνθος του Γιαλού.

   Από τα 170 διηγήματα του Παπαδιαμάντη που γνωρίζουμε, περίπου 35 είναι γραμμένα με αφορμή τις δύο μεγάλες χριστιανικές εορτές, Χριστούγεννα και Πάσχα,  ή αναφέρονται με κάποιον τρόπο σ' αυτές. Τα περισσότερα, γύρω στα 25 αναφέρονται στην εορταστική περίοδο των Χριστουγέννων (τα περισσότερα αναφέρονται κυρίως στην περίοδο από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι την τρίτη μέρα), της Πρωτοχρονιάς (τρία μόνα στο διήμερο της παραμονής και ανήμερα της Πρωτοχρονιάς) και των Φώτων (δύο μόνο).
   Σχεδόν όλα τα εορταστικά του διηγήματα γράφτηκαν για να δημοσιευτούν στις εφημερίδες και διαδραματίζονται (εκτός από δύο) στο νησί της καταγωγής του, στη Σκιάθο. Τα περισσότερα δημοσιεύτηκαν την περίοδο από το 1887 έως το 1899, ενώ καμμια δεκαριά δημοσιεύτηκαν ως το 1907. H χρονική περίοδος, στην οποία αναφέρονται κάποια από τα διηγήματά του, δηλώνεται εμφανώς στον τίτλο: πχ.: Το Χριστόψωμο, στο Χριστό στο Κάστρο, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Φώτα Ολόφωτα.
 
Αλ. Παπαδιαμάντης (1851-1911)

   Το αγαπημένο μου Χριστουγεννιάτικο διήγημα είναι ένα από τα τελευταία που δημοσίευσε. Φέρει τον ποιητικό τίτλο Άνθος του γιαλού και δημοσιεύτηκε το 1906. Πιστεύω ότι είναι ένα από τα πιο ποιητικά κείμενα του Παπαδιαμάντη, αλλά και από τα πιο ενδιαφέροντα ως προς την αφηγηματική τεχνική, γιατί στην κύρια ιστορία, που έχει πολλά ηθογραφικά στοιχεία, εγκιβωτίζει μία δεύτερη, ένα συναρπαστικό ερωτικό παραμύθι που μιλάει για τη δύναμη της ερωτικής αγάπης...Ενδιαφέρον είναι επίσης το πώς ο Παπαδιαμάντης συνδέει την ερωτική ιστορία με την ημέρα της Γέννησης του Χριστού. Όσον αφορά τον τίτλο του διηγήματος, το τι σημαίνει και συμβολίζει το "άνθος γιαλού" αποκαλύπτεται μόνο στο τέλος...Δηλαδή, για το "άνθος του γιαλού" γίνεται λόγος μόνο στην αρχή, στο τίτλο του έργου, και στο τέλος, στις δύο τελευταίες παραγράφους του διηγήματος.

 Σπ. Βασιλείου, Ο Παπαδιαμάντης. 1929.

   Το μυστήριο, όμως, δεν βρίσκεται μόνο στο τίτλο του έργου...βρίσκεται παντού από την αρχή έως το τέλος, σ' όλη την ατμόσφαιρα που περιβάλλει την κύρια αλλά και την εγκιβωτισμένη ιστορία....και κυρίως το μυστηριώδες είναι το ανεξήγητο φως που έβλεπε επί πολλές νύκτες ο πρωταγωνιστής της ιστορίας, ο Μάνος του Κορωνιού. Η περιγραφή του φωτός από τη λογοτεχνική πένα του Παπαδιαμάντη με γοητεύει πάντα, κάθε φορά που ξαναδιαβάζω το κείμενο.
   Ο νεαρός Μάνος είναι ένας νησιώτης, ένας "λεμβούχος ψαράς", "αδύνατος στα μυαλά", ένας "ελαφροΐσκιωτος", από αυτούς τους αγαπημένους τύπους καθημερινών απλών ανθρώπων που τόσο καλά γνωρίζει να κάνει "ήρωες" των έργων του ο Παπαδιαμάντης. "Επί πολλάς νύχτας" στην παραλία εκεί που έδενε το βράδυ τη βάρκα του, ο Μάνος συνήθιζε να βλέπει ένα αλλόκοτο φως που δεν μπορούσε να εξηγήσει τι είναι.
   Χειμωνιάτικες νύκτες, σκοτεινή παραλία, μία ερημική ακρογιαλιά, ένα "παλαιό ερημόσπιτο κατηρειπωμένον" και ένας νεαρός ψαράς που βλέπει οράματα...που βλέπει ένα μυστηριώδες φως πέρα μακριά στη θάλασσα...Ο αφηγητής μας έχει στήσει αριστοτεχνικά ένα μυστηριώδες σκηνικό, έχει δημιουργήσει "ατμόσφαιρα"...
   Μεταφέρω τις λέξεις που χρησιμοποιεί για το φως...Πρόκειται για μία από τις ποιητικότατες περιγραφές της ελληνικής διηγηματογραφίας. "...έβλεπε, λέγω, ανοιχτά εις το πέλαγος, έξω από τα δύο ανθισμένα νησάκια, τα φυλάττοντα ως σκοποί το στόμιον του λιμένος, εν μελαγχολικόν φως-κανδήλι, φανόν, λαμπάδα ή άστρον πεσμένον-να τρεμοφέγει εκεί μακράν, εις το βάθος της μελανωμένης εικόνος, επιπολής εις το κύμα, και να στέκη επί ώρας, φαινόμενον ως να έπλεε, και μένον ακίνητον". ...Και διαβάζουμε παρακάτω να επαναλαμβάνει ότι έβλεπε για βραδυές "το παράδοξον εκείνο μεμακρυσμένον φως να τρέμει και να φέγγει εκεί εις το πέλαγος, ενώ ήξευρεν, ότι δεν ήτο εκεί κανείς φάρος..."...και καθώς το φως εμφανιζόταν κάθε βράδυ ο εικοσάχρονος νέος αισθανόταν όλο και περισσότερο την ανάγκη "να το κυνηγήσει το μυστηριώδες εκείνο φέγγος".
   Ο Μάνος αποφασίζει να κυνηγήσει το φως, αλλά όχι μόνος του, γιατί προφανώς φοβάται και αισθάνεται δέος για το άγνωστο. Στο κυνήγι του φωτός ζητά τη συντροφιά ενός φίλου του. Και έτσι μια νύχτα με σελήνη εννέα ημερών, στη μία μετά τα μεσάνυχτα, οι δύο φίλοι βγαίνουν με τη βάρκα για το κυνήγι του φωτός. Στην αρχή "το φως εφαίνετο εκεί ακίνητον, ως καρφωμένον...". Όμως,  όσο αυτοί άρχισαν να το κυνηγούν, πλέοντας με τη βάρκα, τόσο αυτό απομακρυνόταν και δεν μπορούσαν να το φθάσουν. "...Το φως εμακρύνετο, εφαίνετο απώτερον ολονέν. Ήτο άφθαστον. Τέλος έγινεν άφαντον από τους οφθαλμούς του".
... Τρεις νύχτες το κυνηγούσαν και "πάντοτε έβλεπον την μυστηριώδη λάμψιν να χορεύει εις τα κύματα"...Και πάντα γινόταν "άφαντο". Τη τέταρτη νύχτα που οι οι δύο φίλοι ετοιμάζονταν να λύσουν τη βάρκα και να κωπηλατήσουν "δια να κυνηγήσουν το ασύλληπτον θήραμά του", ένας ηλικιωμένος που κατοικούσε εκεί κοντά στην παραλία θα εξέλθει από τη φτωχική του καλύβα, φορώντας τη νυχτικιά του και το λευκό του σκούφο, και θα τους διηγηθεί μια παλιά ιστορία, με την οποία θα λύσει το μυστήριο του ασύλληπτου φωτός.
   Είναι πραγματικά συναρπαστικό, νομίζω, να βλέπουμε ένα νέο άνθρωπο να θέλει να ανακαλύψει το άγνωστο, να κυνηγά ένα άπιαστο, άφθαστο φως...Με συγκινεί αφάνταστα που στο μαγικό αυτό νυχτερινό "ταξίδι" τον ακολουθεί ένας αφοσιωμένος φίλος, ο οποίος, όπως ομολογεί κάποια στιγμή, δε βλέπει το φως, αλλά πιστεύει ότι ο φίλος του το βλέπει...δεν αμφισβητεί το όραμά του...Και με συγκινεί η ίδια η ιστορία που λύνει το μυστήριο, μία ιστορία που δε θέλω να σας αποκαλύψω. Διαβάστε όλο το διήγημα και ζήστε την ποιητική του ατμόσφαιρα...

Ν. Εγγονοπούλος, Ο Παπαδιαμάντης. 1953

Δημήτριος Κοράρος, Άνθος του γιαλού.



Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ἄνθος τοῦ γιαλοῦ

   Ἐπὶ πολλὰς νύκτας κατὰ συνέχειαν ἔβλεπεν ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, ἐκεῖ ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ, κοντὰ στὰ Κοτρώνια τοῦ ἀνατολικοῦ γιαλοῦ, ἀνάμεσα εἰς δυὸ ὑψηλοὺς βράχους καὶ κάτω ἀπὸ ἕνα παλαιὸν ἐρημόσπιτον κατηρειπωμένον, - ἐκεῖ ἔστρωνε συνήθως τὴν κάπαν ἐπάνω στὴν πλώρην τῆς βάρκας, κ᾿ ἐκοιμᾶτο χορευτὸν καὶ νανουρισμένον ὕπνον, τρεῖς σπιθαμὲς ὑψηλότερ᾿ ἀπὸ τὸ κῦμα, θεωρῶν τὰ ἄστρα, καὶ μελετῶν τὴν Πούλιαν καὶ ὅλα τὰ μυστήρια τοῦ οὐρανοῦ - ἔβλεπε, λέγω, ἀνοικτὰ εἰς τὸ πέλαγος, ἔξω ἀπὸ τὰ δυὸ ἀνθισμένα νησάκια, τὰ φυλάττοντα ὡς σκοποὶ τὸ στόμιον τοῦ λιμένος, ἓν μελαγχολικὸν φῶς - κανδήλι, φανόν, λαμπάδα, ἢ ἄστρον πεσμένον - νὰ τρεμοφέγγῃ, ἐκεῖ μακράν, εἰς τὸ βάθος τῆς μελανωμένης εἰκόνος, ἐπιπολῆς εἰς τὸ κῦμα, καὶ νὰ στέκῃ ἐπὶ ὥρας, φαινόμενον ὡς νὰ ἔπλεε, καὶ μένον ἀκίνητον.
   Ὁ Μάνος τοῦ Κορωνιοῦ, λεμβοῦχος ψαράς, ἦτον ἀδύνατος στὰ μυαλὰ ὅπως καὶ πᾶς θνητός. Ἀρκετὸν ἦτο ἤδη ὁποὺ ἔδενε τὴν βάρκαν του κάθε βράδυ ἐκεῖ, δίπλα εἰς τοὺς δυὸ μαυρισμένους βράχους, κάτω ἀπὸ τὸ ἐρημόσπιτον ἐκεῖνο, τ᾿ ὁλόρθον ἄψυχον φάντασμα, τὸ ὁποῖον εἶχε τὴν φήμην, ὅτι ἦτο στοιχειωμένον. Ἐκαλεῖτο κοινῶς «τῆς Λουλούδως τὸ Καλύβι». Διατί; Κανεὶς δὲν ἤξευρεν. Ἤ, ἂν ὑπῆρχον ὀλίγα γραΐδια «λαδικά», ἢ καὶ δυὸ τρεῖς γέροι, γνωρίζοντες τὰς παλαιὰς ἱστορίας τοῦ τόπου, ὁ Μάνος δὲν ἔτυχεν εὐκαιρίας νὰ τοὺς ἐρωτήση.
Ἔβλεπε, βραδιὲς τώρα, τὸ παράδοξον ἐκεῖνο μεμακρυσμένον φῶς νὰ τρέμῃ καὶ νὰ φέγγῃ ἐκεῖ εἰς τὸ πέλαγος, ἐνῷ ἤξευρεν, ὅτι δὲν ἦτο ἐκεῖ κανεὶς φάρος. Ἡ Κυβέρνησις δὲν εἶχε φροντίσει δι᾿ αὐτὰ τὰ πράγματα εἰς τὰ μικρὰ μέρη, τὰ μὴ ἔχοντα ἰσχυροὺς βουλευτάς.
   Τί, λοιπόν, ἦτο τὸ φῶς ἐκεῖνο; Ἠσθάνετο ἐπιθυμίαν, ἐπειδὴ σχεδὸν καθημερινῶς ἐπέρνα μὲ τὴν βάρκα του ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ πέραμα, ἀνάμεσα εἰς τὰ δυὸ χλοερὰ νησάκια, καὶ δὲν ἔβλεπε κανὲν ἴχνος ἐκεῖ τὴν ἡμέραν, τὸ ὁποῖον νὰ ἐξηγῇ τὴν παρουσίαν τοῦ φωτὸς τὴν νύκτα, νὰ πλεύση τὰ μεσάνυχτα, διακόπτων τὸν μακάριον ὕπνον του, καὶ τοὺς ρεμβασμούς του πρὸς τ᾿ ἄστρα καὶ τὴν Πούλιαν, νὰ φθάση ἕως ἐκεῖ, νὰ ἰδῆ τί εἶναι, καί, ἐν ἀνάγκῃ, νὰ τὸ κυνηγήση τὸ μυστηριῶδες ἐκεῖνο φέγγος. Ὅθεν ὁ Μάνος, ἐπειδὴ ἦτο ἀσθενὴς ἄνθρωπος, καθὼς εἴπομεν, νέος εἰκοσαετής, ἐκάλεσεν ἐπίκουρον καὶ τὸν Γιαλὴν τῆς Φαφάνας, δέκα ἔτη μεγαλύτερόν του, ἀφοῦ τοῦ διηγήθη τὸ νυκτερινὸν ὅραμά του, διὰ νὰ τοῦ κάμῃ συντροφιὰν εἰς τὴν ἀσυνήθη ἐκδρομήν.
*
* *

   Ἐπῆγαν μίαν νύκτα, ὅταν ἡ σελήνη ἦτο ἐννέα ἡμερῶν, κ᾿ ἔμελλε νὰ δύση περὶ τὴν μίαν μετὰ τὰ μεσάνυχτα. Τὸ φῶς ἐφαίνετο ἐκεῖ, ἀκίνητον ὡς καρφωμένον, ἐνῷ ὁ πύρινος κολοβὸς δίσκος κατέβαινεν ἤρεμα πρὸς δυσμᾶς κ᾿ ἔμελλε νὰ κρυφθῆ ὀπίσω τοῦ βουνοῦ. Ὅσον ἔπλεαν αὐτοὶ μὲ τὴν βάρκαν, τόσον τοὺς ἔφευγε, χωρὶς νὰ κινῆται ὀφθαλμοφανῶς, ὁ μυστηριώδης πυρσός. Ἔβαλαν δύναμιν εἰς τὰ κουπιά, «ἐξεπλατίσθηκαν». Τὸ φῶς ἐμακρύνετο, ἐφαίνετο ἀπώτερον ὁλονέν. Ἦτο ἄφθαστον. Τέλος ἔγινεν ἄφαντον ἀπὸ τοὺς ὀφθαλμούς των.

   Ὁ Μάνος, μαζὶ μὲ τὸν Φαφάναν, ἔκαμαν πολλοὺς σταυρούς. Ἀντήλλαξαν ὀλίγας λέξεις:

- Δὲν εἶναι φανάρι, δὲν εἶναι καΐκι, ὄχι.

- Καὶ τί εἶναι;

- Εἶναι...

Ὁ Γιαλὴς τῆς Φαφάνας δὲν ἤξευρε τί νὰ εἴπῃ.

   Τὴν νύκτα τῆς τρίτης ἡμέρας, καὶ πάλιν δυὸ ἢ τρεῖς ἡμέρας μετ᾿ αὐτήν, οἱ δυὸ ναυτίλοι ἐπεχείρησαν ἐκ νέου τὴν ἐκδρομήν. Πάντοτε ἔβλεπαν τὴν μυστηριώδη λάμψιν νὰ χορεύῃ εἰς τὰ κύματα. Εἶτα, ὅσον ἐπλησίαζαν αὐτοί, τόσον τὸ ὅραμα ἔφευγε. Καὶ τέλος ἐγίνετο ἄφαντον. Τί ἄρα ἦτο;
*
* *

   Εἷς μόνον γείτων εἶχε παρατηρήσει τὰς ἐπανειλημμένας νυκτερινὰς ἐκδρομὰς τῶν δυὸ φίλων μὲ τὴν βάρκαν. Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας, ἄνθρωπος πενηντάρης, εἶχε διαβάσει πολλὰ παλαιὰ βιβλία μὲ τὰ ὀλίγα κολλυβογράμματα ποὺ ἤξευρε, καὶ εἶχεν ὁμιλήσει μὲ πολλὰς γραίας σοφάς, αἵτινες ὑπῆρξαν τὸ πάλαι. Ἐκάθητο ὅλην τὴν νύκτα, ἀγρυπνῶν, σιμὰ εἰς τὸ παράθυρόν του, βλέπων πρὸς τὴν θάλασσαν, καὶ πότε ἐδιάβαζε τὰ βιβλία του, πότε ἐρρέμβαζε πρὸς τὰ ἄστρα καὶ πρὸς τὰ κύματα. Ἡ καλύβη του, ὅπου ἔρημος καὶ μόνος ἐκατοικοῦσεν, ἔκειτο ὀλίγους βράχους παραπέρα ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς Λουλούδως, ὅπου ἔδενε τὴν βάρκαν του ὁ Μάνος, ἀνάμεσα εἰς τὸ σπίτι τῆς Βάσως τοῦ Ραγιᾶ καὶ τῆς Γκαβαλογίνας.

   Μίαν νύκτα, ὁ Κορωνιὸς καὶ ὁ ἐγγονὸς τῆς Φαφάνας ἡτοιμάζοντο νὰ λύσουν τὴν βάρκαν, καὶ νὰ κωπηλατήσουν, τετάρτην φοράν, διὰ νὰ κυνηγήσουν τὸ ἀσύλληπτον θήραμά των.

Ὁ Λίμπος ὁ Κόκοϊας τοὺς εἶδεν, ἐξῆλθεν ἀπὸ τὴν καλύβην του, φορῶν ἄσπρον σκοῦφον καὶ ράσον μακρύ, ὅπως ἐσυνήθιζε κατ᾿ οἶκον, ἐπήδησε δυὸ τρεῖς βράχους πρὸς τὰ ἐκεῖ, κ᾿ ἔφθασε παραπάνω ἀπὸ τὸ μέρος, ὅπου εὑρίσκοντο οἱ δυὸ φίλοι.

   - Γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός, παιδιά; τοὺς ἐφώναξεν. Εἶναι βραδιὲς τώρα ποὺ τρέχετε ἔξω ἀπὸ τὸ λιμάνι, χωρὶς νὰ γιαλεύετε, χωρὶς νὰ πυροφανίζετε - καὶ τὰ ψάρια σας δὲν τὰ εἴδαμε. Μήπως σᾶς ὠνείρεψε καὶ σκάφτετε πουθενά, γιὰ νὰ βρῆτε τίποτα θησαυρό;

   Ὁ Μάνος παρεκάλεσε τὸν Κόκοϊαν νὰ κατεβῇ παρακάτω καὶ νὰ ὁμιλῇ σιγανώτερα. Εἶτα δὲν ἐδίστασε νὰ τοῦ διηγηθῆ τὸ ὅραμά του.

   Ὁ Λίμπος ἤκουσε μετὰ προσοχῆς. Εἶτα ἐγέλασε:

  - Ἀμ᾿ ποὺ νὰ τὰ ξέρετε αὐτὰ ἐσεῖς, οἱ νέοι, εἶπε, σείων σφοδρῶς τὴν κεφαλήν. Τὸν παλαιὸν καιρὸν τέτοια πράματα, σὰν αὐτὸ ποὺ εἶδες, Μάνο, τὰ ἔβλεπαν ὅσοι ἦταν καθαροί, τώρα τὰ βλέπουν μόνο οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι.    Ἐγὼ δὲ βλέπω τίποτα!.. Τὸ ἴδιο κι ὁ Γιαλὴς βλέπει αὐτὸ ποῦ λὲς πῶς βλέπεις;
   Ὁ Γιαλὴς ἠναγκάσθη μὲ συστολὴν κατωτέραν της ἡλικίας του νὰ ὁμολογήση, ὅτι δὲν ἔβλεπε τὸ φῶς, περὶ οὗ ὁ λόγος, ἀλλ᾿ ἐπείθετο εἰς τὴν διαβεβαίωσιν τοῦ Μάνου, ὅστις ἔλεγεν ὅτι τὸ βλέπει.
  Ὁ Κόκοϊας, ἤρχισε τότε νὰ διηγῆται:
- Ἀκοῦστε νὰ σᾶς πῶ, παιδιά. Ἐγὼ ποὺ μὲ βλέπετε, ἔφθασα τὴ γριά-Κοεράνω τοῦ Ραγιᾶ, τὴν μαννοῦ αὐτῆς τῆς Βάσως τῆς γειτόνισσας, καθὼς καὶ τὴ μάννα τῆς Γκαβαλογίνας, ἀκόμα κι ἄλλες γριές. Μοῦ εἶχαν διηγηθῆ πολλὰ πρωτινά, παλαιικὰ πράματα, καθὼς κι αὐτὸ ποὺ θὰ σᾶς πῶ τώρα:
»Βλέπετε αὐτὸ τὸ χάλασμα, τὸ Καλύβι τῆς Λουλούδως, ποὺ λένε πῶς εἶναι στοιχειωμένο; Ἐδῶ τὸν παλαιὸν καιρὸ ἐκατοικοῦσε μιὰ κόρη, ἡ Λουλούδω, ὁποὺ τὴν εἶχαν ὀνοματίσει γιὰ τὴν ἐμορφιά της, - ἔλαμπε ὁ ἥλιος, ἔλαμπε κι αὐτὴ - μαζὶ μὲ τὸν πατέρα της τὸν γερό-Θεριὰ (ἑλληνικὰ τὸν ἔλεγαν Θηρέα), ὅπου ἐκυνηγοῦσε ὅλους τοὺς Δράκους καὶ τὰ Στοιχειά, μὲ τὴν ἀσημένια σαγίτα καὶ μὲ φαρμακωμένα βέλη. Ἕνα Βασιλόπουλο ἀπὸ τὰ ξένα τὴν ἀγάπησε τὴν ὄμορφη Λουλούδω. Τῆς ἔδωκε τὸ δαχτυλίδι του, κ᾿ ἐκίνησε νὰ πάῃ στὸ σεφέρι καὶ τῆς ἔταξε μὲ ὅρκον ὅτι, ἅμα νικήση τοὺς βαρβάρους, τὴν ἡμέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, θὰ ἔρθη νὰ τὴν στεφανωθῇ.
»Ἐπῆγε τὸ Βασιλόπουλο. Ἔμεινεν ἡ Λουλούδω, ρίχνοντας τὰ δάκρυά της στὸ κῦμα, στὸν ἀέρα στέλνοντας τοὺς ἀναστεναγμούς της, καὶ τὴν προσευχὴ στὰ οὐράνια, νὰ βγῆ νικητὴς τὸ Βασιλόπουλο, νὰ ἔρθη ἡ μέρα ποὺ θὰ γεννηθῆ ὁ Χριστός, νὰ γυρίση ὁ σαστικός της νὰ τὴν στεφανωθῆ.
»Ἔφτασε ἡ μέρα ποὺ ὁ Χριστὸς γεννᾶται. Ἡ Παναγία μὲ ἀστραφτερὸ πρόσωπο, χωρὶς πόνο, χωρὶς βοήθεια, γέννησε τὸ Βρέφος μὲς στὴ Σπηλιά, τὸ ἐσήκωσε, τὸ ἐσπαργάνωσε μὲ χαρά, καὶ τὸ ῾βαλε στὸ παχνί, γιὰ νὰ τὸ κοιμίση. Ἕνα βοϊδάκι κ᾿ ἕνα γαϊδουράκι ἐσίμωσαν τὰ χνῶτα τοὺς στὸ παχνὶ κ᾿ ἐφυσοῦσαν μαλακὰ νὰ ζεστάνουν τὸ θεῖο Βρέφος. Νά, τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἦρθαν οἱ βοσκοί, δυὸ γέροι μὲ μακριὰ ἄσπρα μαλλιά, μὲ τὶς μαγκοῦρες τους, ἕνα βοσκόπουλο μὲ τὴ φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος. Εἶχαν ἰδεῖ τὸν Ἄγγελον ἀστραπόμορφον, μὲ χρυσογάλανα λευκὰ φτερά, εἶχαν ἀκούσει τ᾿ ἀγγελούδια ποὺ ἔψαλλαν: Δόξα ἐν ὑφίστοις Θεῷ! Ἔμειναν γονατιστοί, μ᾿ ἐκστατικὰ μάτια, κάτω ἀπὸ τὸ παχνί, πολλὴν ὥρα, κ᾿ ἐλάτρευαν ἀχόρταγα τὸ θάμα τὸ οὐράνιο. Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Ἔφτασαν κ᾿ οἱ τρεῖς Μάγοι, καβάλα στὶς καμῆλες τους. Εἶχαν χρυσὲς μίτρες στὸ κεφάλι, κ᾿ ἐφοροῦσαν μακριὲς γοῦνες μὲ πορφύρα κατακόκκινη. Καὶ τ᾿ ἀστεράκι, ἕνα λαμπρὸ χρυσὸ ἀστέρι, ἐχαμήλωσε κ᾿ ἐκάθισε στὴ σκεπὴ τῆς Σπηλιᾶς, κι ἔλαμπε μὲ γλυκὸ οὐράνιο φῶς, ποὺ παραμέριζε τῆς νύχτας τὸ σκοτάδι. Οἱ τρεῖς βασιλικοὶ γέροι ξεπέζεψαν ἀπ᾿ τὶς καμῆλες τους, ἐμπήκαν στὸ Σπήλαιο, κ᾿ ἔπεσαν κ᾿ ἐπροσκύνησαν τὸ Παιδί. Ἄνοιξαν τὰ πλούσια τὰ δισάκια τους, κ᾿ ἐπρόσφεραν δῶρα: χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν.
- »Νά! τώρα θὰ ῾ρθῆ τὸ Βασιλόπουλο, νὰ πάρη τὴν Λουλούδω!
»Πέρασαν τὰ Χριστούγεννα, τελειώθηκε τὸ μυστήριο, ἔγινε ἡ σωτηρία, καὶ τὸ Βασιλόπουλο δὲν ᾖρθε νὰ πάρη τὴν Λουλούδω! Οἱ βάρβαροι εἶχαν πάρει σκλάβο τὸ Βασιλόπουλο. Τὸ φουσάτο του εἶχε νικήσει στὴν ἀρχή, τὰ φλάμπουρά του εἶχαν κυριέψει μὲ ἀλαλαγμὸ τὰ κάστρα τῶν βαρβάρων. Τὸ Βασιλόπουλο εἶχε χυμήξει μὲ ἀκράτητην ὁρμή, ἀπάνω στὸ μούστωμα καὶ στὴ μέθη τῆς νίκης. Οἱ βάρβαροι μὲ δόλο τὸν εἶχαν αἰχμαλωτίσει!
»Τὰ δάκρυα τῆς κόρης ἐπίκραναν τὸ κῦμα τ᾿ ἁρμυρό, οἱ ἀναστεναγμοί της ἐδιαλύθηκαν στὸν ἀέρα, κ᾿ ἡ προσευχή της ἔπεσε πίσω στὴ γῆ, χωρὶς νὰ φθάση στὸ θρόνο τοῦ Μεγαλοδύναμου. Ἕνα λουλουδάκι ἀόρατο, μοσχομυρισμένο, φύτρωσε ἀνάμεσα στοὺς δυὸ αὐτοὺς βράχους, ὁποὺ τὸ λὲν Ἀνθὸς τοῦ Γιαλοῦ, ἀλλὰ μάτι δὲν τὸ βλέπει. Καὶ τὸ Βασιλόπουλο, ποὺ εἶχε πέσει στὰ χέρια τῶν βαρβάρων, ἐπαρακάλεσε νὰ γίνῃ Σπίθα, φωτιὰ τοῦ πελάγους, γιὰ νὰ φτάση ἐγκαίρως, ὡς τὴν ἡμέρα ποὺ γεννᾶται ὁ Χριστός, νὰ φυλάξη τὸν ὅρκο του, ποὺ εἶχε δώσει στὴ Λουλούδω.
»Μερικοὶ λένε, πῶς τὸ Ἄνθος τοῦ Γιαλοῦ ἔγινε ἀνθός, ἀφρὸς τοῦ κύματος. Κ᾿ ἡ Σπίθα ἐκείνη, ἡ φωτιὰ τοῦ πελάγου ποὺ εἶδες, Μάνο, εἶναι ἡ ψυχὴ τοῦ Βασιλόπουλου, ποὺ ἔλιωνε, σβήσθηκε στὰ σίδερα τῆς σκλαβιᾶς, καὶ κανεὶς δὲν τὴν βλέπει πιά, παρὰ μόνον ὅσοι ἦταν καθαροὶ τὸν παλαιὸν καιρόν, καὶ οἱ ἐλαφροΐσκιωτοι στὰ χρόνια μας».

Διαβάστε και τα άλλα Χριστουγεννιάτικα-Πρωτοχρονιάτικα-Φώτων διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη.

Το Χριστόψωμο (1887) http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=197:02-02-christopsomo&catid=58:narration&Itemid=54

Σταχομαζώχτρα (1889) http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=202:02-07-stachomazochtra&catid=58:narration&Itemid=54

Υπηρέτρα (1889)
 http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=200:02-05-ypiretra&catid=58:narration&Itemid=54

Ο Σημαδιακός (1889)
 http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=201:02-06-simadiakos&catid=58:narration&Itemid=54

Ο Αμερικάνος (1891)
http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=213:02-18-amerikanos&catid=58:narration&Itemid=54

Ο πολιτισμός εις το χωρίον (1891)
 http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=212:02-17-politismos-eis-chorion&catid=58:narration&Itemid=54

Στο Χριστό στο Κάστρο (1892)
http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=214:02-19-sto-christo-sto-kastro&catid=58:narration&Itemid=54


Της Κοκκώνας το σπίτι (1893)
 http://www.papadiamantis.org/index.php?
Τα λιμανάκια (1907)
Φιλόστοργοι (1895)
http://anavaseis.blogspot.com/search/label/Χριστουγεννιάτικα%20διηγήματα

Το κρυφό Μανδράκι (1906)
http://anavaseis.blogspot.com/2011/01/blog-post_04.html

Πτερέοντα Δώρα (1907)
http://e-theologia.blogspot.com/2010/12/blog-post_8063.html

Το Γιαλόξυλο (1907)


http://www.moraros.gr/dhm_mor/ektheseis_2010.htm

Βλ. ακόμα Το Χριστόψωμο, Στο Χριστό στο κάστρο, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη,
http://www.24grammata.com/wp-content/uploads/2010/12/Papadiamantis-Xristougenna.pdf

Βλ. επίσης  http://www.epohi.gr/portal/politismos/book/8616
http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=136483
http://www.spyrosvassiliou.org/work/index.html
http://www.eikastikon.gr/zografiki/egonopoulos_2.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου