Τρόπος εξέτασης του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ΓΕΛ Πανελ. Εξετάσεις 2019-20

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2016

Το καράβι στην ποίηση και τη ζωγραφική. Ταξιδεύοντας στο όνειρο με το "Μεθυσμένο Καράβι" του Αρθούρου Ρεμπώ και τις θαλασσογραφίες του Κωνσταντίνου Βολανάκη και του Ιωάννη Αλταμούρα

Αρθούρος Ρεμπώ, Το μεθυσμένο καράβι 


   Σήμερα επιθυμώ μία θαλασσινή, "ταξιδιάρικη", ανάρτηση.

  Το μεθυσμένο καράβι του Ρεμπώ, ένα εμβληματικό κείμενο του συμβολισμού, ενός εμβληματικού εισηγητή του μοντερνισμού στην ποίηση, έχει μεταφρασθεί στα ελληνικά πολλές φορές σε διάφορες εκδοχές από διάφορους γνωστούς και λιγότερο γνωστούς ποιητές. Από τις διάφορες μεταφραστικές δοκιμές επιλέγω τη μετάφραση  ενός σημαντικού, αλλά άγνωστου στο ευρύ κοινό Έλληνα ποιητή, του Αλέξανδρου Μπάρα, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1948 στο περιοδικό Νέα Εστία (τεύχος 504, σ. 825-827)
(βλ. ποιήματα για καράβια και θαλασσινά ταξίδια του Μπάρα στο http://annagelopoulou.blogspot.gr/2016/04/henry-bacon.html).  Πρόκειται για τη μετάφραση ενός ποιητή, που "ονειρευόταν" τη φυγή από την πραγματικότητα και τα φανταστικά ταξίδια σε τόπους απόμακρους και ίσως ανύπαρκτους, θαλασσινά ταξίδια με καράβια που ποτέ δεν αναχωρούσαν...
   Η μετάφραση του Μπάρα περιέχεται στο βιβλίο ενός επίσης σημαντικού αλλά άγνωστου Έλληνα ποιητή. Βλ. Καίσαρ Εμμανουήλ, Προσεγγίσεις στη γαλλική ποίηση, Πρόσπερος, Αθήνα 1986, σελ. 55-58. Ο Καίσαρ Εμμανουήλ, έχει επίσης μεταφράσει το "Μεθυσμένο Καράβι" του Ρεμπώ.

Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907), Θαλασσογραφία, Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου της Κύπρου.

...Και βέβαια οι θαλασσογραφίες με "μεθυσμένα" καράβια του Ιωάννη Αλταμούρα και του Κωνσταντίνου Βολανάκη, νομίζω ότι θα μπορούσαν να πλαισιώσουν το ποίημα...

Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907), Καράβι στο φως του φεγγαριού. Ψηφιακή Βιβλιοθήκη του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου της Κύπρου.

Στο ποίημα του Ρεμπώ το ποιητικό υποκείμενο ταυτίζεται με το "μεθυσμένο καράβι" μιλά σε πρώτο πρόσωπο για τις περιπέτειες της ζωής. Ας ακούσουμε, λοιπόν, τη "φωνή" του καραβιού να μιλά για τα ταξίδια του...

Σε Ποταμούς ατάραχους καθώς αργοκατέβαινα,
μ’ αφήκαν αρυμούλκητο οι αγγαρεμένοι ανθρώποι:
Κάποιοι έξαλλοι Ερυθρόδερμοι, γυμνούς αφού τους κάρφωσαν
στα παρδαλά τους ξόανα, τους τόξευαν κατόπι.

Έγνοια καμμιά για πλήρωμα δεν είχα εγώ, γεννήματα
φλαμανδικά κι εγγλέζικα μπαμπάκια είχα φορτίο.
Μιά και με τους ανθρώπους μου τελειώσαν τα καθέκαστα,
όπου ’θελα κι οι Ποταμοί μ’ αφήκανε να φύγω.
Παιδί εγώ κακοτράχαλο, του κεφαλιού μου κάνοντας,
πέρσυ το μισοχείμωνο ρίχτηκα μες στο σάλο
τον άγριο των παλιρροιών! Και του έκπλου μου οι Χερρσόνησες
δε θα θυμούνται αναβρασμό ποτέ τους πιο μεγάλο.


Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907), Φρεγάτα στο σεληνόφως.

Η καταιγίδα ευλόγησε τις ναυτικές αγρύπνιες μου.
Δέκα νυχτιές, λαφρή φελλό, χωρίς ν’ αποθυμήσω
το ηλίθιο μάτι των φανών, με χόρεψαν τα κύματα
που μοίρα τους ν’ αργοκυλάν από πνιγμένους πίσω.

Πράσινο αφρόν ερούφηξεν η πλώρη μου η ελάτινη,
σαν το χυμό ξυνόμηλου παιδί όταν το δαγκώνει,
από κρασιά κι απ’ έμετους μ’ εξέπλυνεν η θάλασσα,
σκορπώντας μου στη μάνητα κι αρπάγες και τιμόνι.

Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907), Καράβι στο φεγγαρόφωτο.

Οι ξεσκισμένοι απ’ αστραπές γνωστοί μού είν’ ουρανόθολοι
τα ρέματα κι οι σίφουνες, γνωστό μου και το βράδι
κι η αυγή που σα φτερούγισμα περιστερών είν έξαλλη,
κι είδα όσα νόμισε γνωστά τ’ ανθρώπινο κοπάδι.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νυχτιά, τα έκθαμβα χιόνια της,
στα μάτια του νερού φιλιών μετάδοση αργοπόρων,
τον κυκλισμό των άρρητων χυμών και την εγρήγορση
τη γαλανή και κίτρινη των ωδικών φωσφόρων.
Τον ήλιο είδα κατάστιχτο με φρίκες υπερκόσμιες
ν’ αλλάζει νέφη δυσμικά σε πάγους ιοχρόους,
τα κύματα να στέλνουνε κατάμακρα τα ρίγη τους
καθώς οι αρχαίοι ερμηνευτές της τραγωδίας τους γόους.

Μήνες οι φουσκοθαλασσιές να τρων το βράχο αγνάντεψα,
δαμάλινες αφρίζουσες μεγάλες υστερίες,
ξέροντας πως του Ωκεανού το ρύγχος δεν θα δάμαζαν
οι φωτοβηματίζουσες θαλασσινές Μαρίες.

Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), Δαμάζοντας την καταιγίδα.




Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), Περιμένοντας την παλίρροια
Ήλιους θαμπούς, πάγους, νερά μαργάρινα, διάπυρους
ουρανούς και ξεβράσματα σε μυχούς κόλπων όπου
τ’ αφανισμένα από κοριούς γιγάντια φίδια πέφτουνε
δυσώδη πάν’ απ’ τα ραιβά ξερόδεντρα του τόπου.
Θ’ αποθυμούσα νά ’δειχνα στα παιδιά τα χρυσόψαρα,
τα ωραία τα ψάρια τα ωδικά του γαλανού αυτού πλάτους.
Άνθινοι αφροί κυλήσανε και με κατευοδώσανε
κι άρρητοι ανέμοι κάποτες μού εδώσαν τα φτερά τους.


Κι άλλοτε πάλι η θάλασσα, ζωνών και πόλων μάρτυρας,
με του λυγμού της το ρυθμό καθώς γλυκοκυλούσα,
μου ανέβαζεν ανθούς σκιών τίς κίτρινές της μέδουσες
και σα γυναίκα που έπεσε στα γόνατα ηρεμούσα.

Χερσόνησος λικνίζοντας στις όχθες μου τις έριδες,
την κόπρο κιτρινόφθαλμων πουλιών που εθορυβούσαν,
κι έλαμνα ενώ κατέβαιναν απ’ τα σχοινιά μου ανάμεσα
πνιγμένοι που το λίκνο τους στα βάθη αποζητούσαν…

Κωνσταντίνος Βολανάκης 1837-1907), Ακτή. 3. 


Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), Στο καρνάγιο.

Λοιπόν, ναυάγιο τέτοιο εγώ, κάτ’ απ’ ορμίσκων πλόκαμους,
σε μοναξιές που εχάθηκεν άπτερου αιθέρα ερήμου,
εγώ που των Χανσεατών τα πλοία κι οι Μονίτορες
το μεθυσμένο από νερό θ’ απόφευγαν σκαρί μου,
λεύτερο πια, μενεξελιά φορώντας ομιχλώματα,
εγώ που τους πλινθόχρωμους τρυπούσα ουρανοθόλους,
ήλιου λειχήνες έμπλεο και βλέννες κυανότητας,
είδη πολύ επιθυμητά στους ποιητές σας όλους,

πού ’φευγα με μηνοειδείς ηλεχτρικές κατάστιχτο,
τρελή σανίδα ιππόκαμποι που την ακολουθούσαν,
ενώ τους πόντιους ουρανούς, χοάνες φλογερότατες,
οι Ιούλιοι με χτυπήματα ροπάλων εγκρεμούσαν,
εγώ, πού ’τρεμα ακούοντας μίλια μακριά να οργάζουνε
τ’ αβυσσαλέα Μάελστρομ κι οι Βεεμώθ κατόπι,
εγώ, ο πολύς ταξιδευτής των γαλανών εκτάσεων,
κατάβαθά μου λαχταρώ τη γηραιάν Ευρώπη.

Είδα αστρικά αρχιπέλαγα, νησιά με στερεώματα
παροξυσμών που είν’ ανοιχτοί για κάθε ναύτη δρόμοι:
Σ’ απύθμενες τέτοιες νυχτιές κοιμάσαι κι εξορίζεσαι,
ω σμάρι από χρυσά πουλιά, μελλοντική εσύ ρώμη;

Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), Δαμάζοντας τα κύματα.

Μ’ αλήθεια, εθρήνησα πολύ. Όλες οι αυγές αφόρητες,
πικρός ο ήλιος και φριχτό το κάθε είναι φεγγάρι.
Σε νάρκωση μεθυστική ο αψύς με βύθισε έρωτας.
Να σπάσει πια η καρίνα μου! Το κύμα να με πάρει!
Αν της Ευρώπης λαχταρώ κάποια νερά, τα στάσιμα
θαμπά νερά αποθύμησα που ενώ γλυκοβραδιάζει,
με θλίψη αφήνει ένα παιδί σ’ αυτά το καραβάκι του,
τόσο λεπτό, που ωσάν Μαγιού πεταλουδούλα μοιάζει.

Δεν το μπορώ πιά, ω κύματα, λουσμένο μες στα θάλπη σας,
τα μπάρκα εγώ του μπαμπακιού να παραβγώ κι ακόμα
σημαίες αλαζονικές ν’ αντιπερνάω και φλάμπουρα
και κάτω από των ποντονιών να κολυμπάω το σκώμμα!

Ιωάννης Αλταμούρας (1852-1878), Δαμάζοντας τα κύματα.


http://users.sch.gr/symfo/sholio/kimena/xeni/rebo_methismeno.htm
http://zbabis.blogspot.gr/2015/10/5.html
https://apsida.cut.ac.cy/items/browse?search=Βολανάκης&submit_search=Search
https://paletaart.wordpress.com/2012/07/07/βολανάκης-κωνσταντίνος-konstantinos-volanakis-1837-1907/
https://paletaart.wordpress.com/2012/06/22/αλταμούρας-ιωάννης-altamouras-ioannis-1852-1878/

2 σχόλια:

  1. Κι εγώ προτιμώ τη μετάφραση του Μπάρα από την έμμετρη εκδοχή του Καίσαρα Εμμανουήλ. Αγαπώ τον Καίσαρα Εμμανουήλ -και όλους τους άδοξους ποιητές- και θυμήθηκα αυτό το εξαίσιο ποίημά του:

    Νυχτερινή Φαντασίωση
    Νύχθ' υπό λυγαίαν
    ΑΠΟΛΛ. ΡΟΔ.

    Ω! νάτο πάλι αυτό το ισχνό, φασματικό καράβι!
    Βουβό, όπως πάντα, στα νεκρά νερά κυλάει απόψε,
    ίσκιος θολός που εγέννησε μια νύχτα εβένινη, όταν
    πίσσα και θειάφι η Τρικυμία μέσα στα χάη ξερνούσε.

    Πέρα απ' τα βάθη ερεβικών ξεκίνησε οριζόντων.
    Στην πρύμη του, όπου ορθώνεται, όρνεο πανάρχαιο,
    ο Χάρος,
    μια μαύρη κι ανεμόδαρτη παντιέρα είναι στημένη
    από τα νέφη της Νοτιάς τα θυελλικά υφασμένη.

    Οι φύλακες, που εξόριστοι σ' έρημους φάρους ζούνε,
    βουβοί το βλέπουν, μες στο δέος των παγωμένων πόλων,
    να πλέει, τεράστιο φάντασμα, ενώ ένα φως γαλάζιο
    πένθιμα αυγάζει ως σπαραγμένη ελπίδα στον ιστό του.

    Το άρμενο αυτό δε λίκνισαν του αρχιπελάγους οι αύρες
    κι ούτε οι φαιδροί των αλμπατρός κρωγμοί σ' αυτό
    εμηνύσαν
    πως κάτω απ' τα σαπφείρινα των παραλλήλων τόξα,
    καθώς αργά πέφτει η ζεστή, βαλσαμική αμφιλύκη,

    σα μια γυναίκα ερωτική δίνεται αβρά το κύμα
    μες στην αγκάλη ειρηνικών κι ευωδιασμένων κόλπων:
    πάνω από θάλασσες στυγνές τα μαύρα ιστία του ορθρίζαν,
    καθώς πικρές κι ανήμερες μελλοθανάτων σκέψεις.

    Μες στους ατμούς της γαλανής κι απατηλής ομίχλης
    οι πόλοι αλλάζαν κι έπαιρναν μια νέα τεράτινη όψη:
    εκεί ήλιοι ωχροί, στις παναρχαίες τροχιές τους παγωμένοι,
    λάμπαν στους άδειους ουρανούς σαν κρύα, φασμάτινα
    άνθη.

    Είδε νησιά μυστηριακά από σκοτεινό βασάλτη
    κάτω απ' την πύρινη βροχή να θάβονται ηφαιστείων,
    και μ' ένα βούισμα, σα ν' αχούν σήμαντρα υπόγεια πλήθος,
    στ' άναστρα βάθη να κυλούν των ωκεανείων αβύσσων!

    Στο πέρασμά του εκήδευε τους αυλωδούς ανέμους:
    Αν κάτι εστέναζε πικρά στις αχερούσιες νύχτες,
    δεν ήταν ο άνεμος: οι ωχρές ψυχές των ναυαγών του
    στην πένθιμη άρπα ολόλυζαν των σκοτεινών ιστών του.

    Το άρμενο αυτό δεν άραξε σε ειρηνικό λιμάνι
    (η Ειρήνη απάνω του έφευγε σαν τρομαγμένη αλκυόνα!)
    Προαιώνιο φάσμα αλητικό, οιωνός στυγνών θανάτων,
    αδιάφορο είδε να γερνούν ήλιοι, ουρανοί και πόντοι.

    Και πλέει, και πλέει αυτό το ισχνό κι εφιαλτικό καράβι.
    Μόνοι του σύντροφοι, ουραγοί πιστοί των ταξιδιών του,
    κάτι πουλιά φασματικά το ακολουθάνε πάντα–
    μια συνοδεία από φέρετρα μετέωρα δίχως στάση!

    Εμμανουήλ Kαίσαρ, (Ποιήματα, Eρμής 2001)

    ΑπάντησηΔιαγραφή