Τρόπος εξέτασης του μαθήματος «Νεοελληνική Γλώσσα και Λογοτεχνία» Γ ΓΕΛ Πανελ. Εξετάσεις 2019-20

Πέμπτη 13 Απριλίου 2017

Προσευχή. Ένα ποίημα του Γιάννη Βαρβέρη και πίνακες του Θεόδωρου Ράλλη

Γιάννης Βαρβέρης, Το κερί

Θεόδωρος Ράλλης (1852-1909), Εσωτερικό εκκλησίας. Εθνική Πινακοθήκη. Αθήνα.

Θεόδωρος Ράλλης, Ικεσία. 1909. Εθνική Πινακοθήκη. Αθήνα.

Αυτό το κερί που άναψα
περαστικός από τον οίκο Σου
δεν είναι η προσευχή μου
για να Σε φτάσει εκεί ψηλά
δεν είναι οι παρακλήσεις μου
ούτε βεβαίως καμιά ελπίδα
που εναπέθεσα σε Σένα.
Η καθαρότητα της ύλης του
δε συμβολίζει το ακηλίδωτο
της πρόθεσής μου
και η μαλακή υφή του
καθόλου δεν υπόσχεται
την εύπλαστη μεταστροφή μου
στη μετάνοια
όπως οι αλληγορίες εγγράματων πιστών Σου
ξέρουν να τυλίγουν.
Μπορεί να μοιάζει μ' όλα τ' άλλα

όμως αυτό
ανάφτηκε για να Σου πει
πως ευτυχώς
στέκομαι εδώ αβοήθητος
και πως ακόμα
όσο μπορώ θα λάμπω.

Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Βαρβέρη,  «Ο άνθρωπος μόνος»,  εκδ. Κέδρος, 2009.

2 σχόλια:

  1. Τι ωραίο ποίημα!
    Εγώ τώρα, από αλλού ξεκίνησα και έπεσα πάνω στον Ανέστη Ευαγγέλου. Δεν μπορώ να αντισταθώ στην παρόρμηση να μοιραστώ μαζί σας δύο από τα ποιήματά του.

    Το ξέρεις, θεέ μου


    To ξέρεις, θεέ μου, πώς δε θέλω
    πολλά πράγματα για να ζήσω·
    ξέρεις πόσο ολιγαρκές είναι το τέκνο σου.

    Χρήματα δε σου ζήτησα ποτέ
    να με βοηθήσεις ν' αποκτήσω,
    μήτε ωραία γυναίκα,
    να ζηλεύουν οι άλλοι.

    Τίποτα δε σου ζήτησα
    κι όχι μονάχα τώρα που δε μ' ακούς
    παρά και πρώτα.

    Να σ' απασχολήσω δεν τόλμησα
    με το άτομό μου,
    να σου μιλήσω, να σου πω,
    για το χαμένο σπίτι.

    Όμως τώρα στο ζητάω, θεέ μου,
    δεν μπορώ, απόκαμα
    να τριγυρνώ στους δρόμους σαν αλήτης,
    έκανα υπομονή όσο μπόρεσα
    άλλο δεν έμεινε κουράγιο
    στην καρδιά μου:

    βρες μου ένα σπίτι, χτίσε μου ένα σπίτι
    — δεν μπορώ έτσι άστεγος να ζήσω.

    ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ


    *

    Ο Ιησούς εγκαταλείπει τον πατέρα του


    Βρήκα χτες βράδυ το Χριστό, ρακένδυτο,
    σε μια γωνιά να ζητιανεύει.

    Ήταν ισχνός και κάτωχρος,
    μες στο δριμύ ψύχος του φετινού χειμώνα,
    αξύριστος, τα δόντια του χτυπούσαν,
    βήχας φριχτός
    του ξέσκιζεν αλύπητα το στήθος.

    Καθίσαμε σ' ένα παγκάκι
    κι έβγαλα κονιάκ από το πανωφόρι μου
    και τού 'δωσα.

    Μάλωσα με το γέρο μου, αδερφέ μου,
    τα βρόντηξα όλα
    και όπως τώρα
    στου λιμανιού τα στέκια αυτά τη βγάζω,
    μου είπε,
    και μου ζήτησε τσιγάρο.

    ΑΝΕΣΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ο τρυφερός, στοχαστικός, βαθύτατα ανθρωπισής Ανέστης Ευαγγέλου. Τον αγαπώ πολύ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή