Στη βεράντα
Καλοκαίρι! Εποχή για βεράντα. Ένα μικρόκοσμο κρύβουν ή αποκαλύπτουν οι βεράντες το καλοκαίρι. Είναι η επέκταση του εσωτερικού χώρου, η έξοδος του "μέσα", η έκθεση της ιδιωτικότητας σε κοινή θέα...Για αυτό δύο πίνακες που απεικονίζουν πολυπρόσωπες σκηνές σε βεράντες...
John Lavery, Στην Βεράντα. 1912. Ιδιωτική Συλλογή. Mάλλον σούρουπο στην εξοχή, σε μία καταπράσινη βεράντα με θέα τον κήπο.
John Singer Sargent, Στη βεράντα. 1921-22. Ιδιωτική Συλλογή. Μία πρωινή σκηνή στη βεράντα ενός εξοχικού σπιτιού.
Οι γυναίκες κεντούν, η μία έχει ανοίξει στην αγκαλιά της και ένα βιβλίο, ο άνδρας ξαπλωμένος αναπαυτικά χαίρεται τη ραστώνη του καλοκαιριού. Είναι μία σκηνή από την ισόγεια βεράντα εξοχικής κατοικίας στο νησί του Ironbound στο Μaine όπου ο καλλιτέχνης συνήθιζε να κάνει διακοπές.
...και θα συνεχίσω με δύο πίνακες Ελλήνων ζωγράφων. Ο πρώτος είναι από τους αγαπημένους μου. Ονειρική ατμόσφαιρα σε μία βεράντα με θέα την Ακρόπολη (για το περιεχόμενο του πίνακα, βλ. http://annagelopoulou.blogspot.gr/2013/03/blog-post_23.html).
Ιάκωβος Ρίζος, Στην ταράτσα ή αθηναϊκή βραδιά. 1897. Εθνική Πινακοθήκη. Ο αξιωματικός διαβάζει ποίηση στις δύο κοπέλες.
Μάρκος Ζαβιτζιάνος (1884-1923), Στο μπαλκόνι. Εθνική Πινακοθήκη. Μία λευκοφορεμένη γυναίκα κεντά στο καγκελόφρακτο μπαλκόνι του σπιτιού της με θέα τη θάλασσα.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
ΑπάντησηΔιαγραφήΈνα πουλί κάθισε πάνω στα κάγκελα του κήπου, κάτι είπε στην κοπέλα της βεράντας, αλλά εκείνη δεν άκουσε. Βούιζε ο κόσμος από τα τζιτζίκια.
Και τότε σκέφτηκα πως αύτη τη σκηνή θα τη θυμηθώ κάποτε, ύστερα από χρόνια, και θα κλάψω απαρηγόρητος.
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, Τα χειρόγραφα του φθινοπώρου
***
ΚΑΘΟΜΑΙ ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ
Κάθομαι στη βεράντα κι αγναντεύω
σιωπηλός.
Ανόρεχτη που ‘ναι η ματιά μου.
Απ’ τις ταράτσες
κεραίες με κοιτάζουνε βουβές.
τέντες πληκτικά κατεβασμένες,
σαν την ψυχή μου.
ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΑΣΚΑΡΗΣ
***
ΣΤΗ ΒΕΡΑΝΤΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Είμ’ ένα άστρο, μια τρίχα στο κεφάλι του θεού, θα πέσω, στο λαιμό φοράω ένα ποίημα, προτού προλάβει να θερμάνει τις καρδιές μας θα σβήσει, αισθάνομαι τα κόκαλά μου να τρίζουν κιόλας από ανεξήγητες επιθυμίες, μα σωπάστε και θυμηθείτε τα μάτια του, να ζήσω μες στις τούφες των μαλλιών, στα δάχτυλά του ανάμεσα, εκεί που ενώνονταν με τα δικά σας, μέσα στο σκοτάδι, τα μάτια του, τα μάτια του να λάμπουν σαν φανοί αυτοκινήτων που ΄ρχονται καταπάνω σου, και τίποτα να μην ακούγεται, ο θόρυβος κι οι διαφημίσεις του κορμιού να μην υπάρχουν – cette rumeur la vient de la ville – τίποτα παρ’ αυτός κι εγώ, σε μια βεράντα, το καλοκαίρι.
Κώστας Ταχτσής, «Καφενείο το “Βυζάντιο' και άλλα ποιήματα» (1980)
Πολύ ωραία και τα τρία, το καθένα ιδιαίτερο! Ας βγούμε στη βεράντα, λοιπόν!
ΑπάντησηΔιαγραφή