Άννας Αγγελοπούλου Ιστολόγιο Χάριν Λόγου και Τέχνης, Χάριν Φίλων

"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.
Το βρήκα γραμμένο σ᾽ένα ξεχασμένο λεύκωμα της μητέρας μου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 τέτοια αποφθέγματα σημείωναν οι μικρές μαθήτριες...
Γιατί θέλω ένα ιστολόγιο; Γιατί η ανάγκη μιας τέτοιου είδους επικοινωνίας;
Θα πω μόνο ότι στην αρχή σκέφτηκα να είναι ένα ιστολόγιο που να απευθύνεται στους συναδέλφους μου, δηλαδή μόνο σε φιλολόγους... "Χάριν φίλων" του λόγου, δηλαδή. Στη συνέχεια σκέφτηκα να είναι και "χάριν φίλων" της τέχνης. Τελικά, όμως, αποφάσισα να απευθύνεται και σε πολλούς άλλους: στους πρώην και επόμενους μαθητές μου, σε όσους αγαπούν να ονειρεύονται, σε όσους πιστεύουν ακόμα στο όραμα της παιδείας, σε όσους επέλεξαν να είναι εκπαιδευτικοί από αγάπη, σε όσους αγαπούν να ταξιδεύουν, και κυρίως σε όσους αγαπούν την ανάγνωση ή μάλλον τις αναγνώσεις...σε όσους παντού και πάντα θα διαβάζουν...θα διαβάζουν κείμενα στα βιβλία, κείμενα στις εικόνες, κείμενα στα πρόσωπα των ανθρώπων... Άλλωστε, η ανάγνωση είναι ταξίδι, όχι ένα αλλά πολλά ταξίδια...
Τελικά, το ιστολόγιο αυτό απευθύνεται στα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής μας... Απευθύνεται ακόμα σε φίλους, γνωστούς και άγνωστους, σε πρόσωπα που συνάντησα, συναντώ καθημερινά, θα συναντήσω στο μέλλον ή που δε θα συναντήσω ποτέ.
Καλά ταξίδια, λοιπόν, με βιβλία, εικόνες, μουσικές και κυρίως με όνειρα!


Κυριακή 29 Απριλίου 2012

Ρενέ Μαγκρίτ, αυταπάτες και ψευδαισθήσεις της πραγματικότητας

Ρενέ Μαγκρίτ, Η "αυτοκρατορία" του φωτός

   Εξομολογούμαι! Είναι ένα από τα λίγα έργα του γνωστού Βέλγου υπερρεαλιστή ζωγράφου που μου αρέσουν. Ίσως, γιατί σου δείχνει ξεκάθαρα ότι η αλήθεια της πραγματικότητας και η ψευδαίσθηση μπορούν να συνυπάρξουν...ότι μπορείς την ίδια στιγμή να είσαι στην πραγματικότητα και να βρίσκεσαι πέρα και πάνω από αυτή, να τη "μεταμορφώνεις",  έχοντας επίγνωση της αυταπάτης... 
   Η "αυτοκρατορία" του φωτός-έτσι, όπως συνήθως, ονομάζεται ο πίνακας- θεωρείται ως ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του Ρενέ Μαγκρίτ και είχε μεγάλη εμπορική επιτυχία.  Θα μου άρεσε να μεταφράσω τον τίτλο και ως "η κυριαρχία" ή η "επικράτεια" του φωτός. Με την πρώτη ματιά, εάν δεν είσαι προσεκτικός παρατηρητής, νομίζεις πως βλέπεις ένα ρεαλιστικό, ίσως, μυστηριώδες νυχτερινό τοπίο ενός εξοχικού σπιτιού. Όμως, το τοπίο είναι υπερρεαλιστικό, γιατί αν το κοιτάξεις προσεκτικά, θα παρατηρήσεις ότι το νυχτερινό σπίτι μέσα στα δέντρα που φωτίζεται απαλά από την εξωτερική λάμπα και τα αχνοφωτισμένα από το εσωτερικό φως παράθυρά του, βρίσκεται κάτω από γαλανό ουρανό ημέρας με διάσπαρτα λευκά σύννεφα...
   Η μέρα συνάντησε τη νύχτα ή η νύχτα συνάντησε την ημέρα... Ένας φωτεινός ουρανός και ένα αχνοφωτισμένο νυχτερινό σπίτι που περιβάλλεται από σκοτεινά δέντρα...Και γιατί, τελικά, όλα στη ζωή μας είναι ζήτημα φωτός...Εμείς αποφασίζουμε πώς θα τα φωτίσουμε...

Ρενέ Μαγκρίτ, Η αυτοκρατορία του φωτός. 1954. Musées Royaux des Beaux Arts de Belgique-Βρυξέλλες. Νομίζω πως είναι από τις καλύτερες παραλλαγές.

To έργο είχε μεγάλη επιτυχία και έγινε περιζήτητο. Κατά την περίοδο 1950-1967 o Μαγκρίτ ζωγράφισε το ίδιο θέμα σε πολλές παραλλαγές, γύρω στις 16 ελαιογραφίες και 7 με την τεχνική του γκουάς.

Ρενέ Μαγκρίτ, Η αυτοκρατορία του φωτός. 1953-1954. Guggenheim-N. York.

Ρενέ Μαγκρίτ, Η αυτοκρατορία του φωτός. 1950. Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης στη Ν. Υόρκη 
(ΜΟΜΑ)

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

Η μουσική στη ζωγραφική: γυναίκες που παίζουν μαντολίνο

Γυναίκες που παίζουν μαντολίνο: δύο πίνακες του W. Merrit Chase


   Είναι δύο πίνακες του Αμερικανού ιμπρεσιονιστή ζωγράφου W. Merrit Chase (1849-1916). Απεικονίζουν γυναίκες να παίζουν μαντολίνο.

W. Merrit Chase, Γυναίκα που παίζει μαντολίνο. 1878-1879. Ιδιωτική Συλλογή.

W. Merrit Chase, Γυναίκα που παίζει μαντολίνο. 1880. Ιδιωτική Συλλογή.

Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Η άνοιξη, ο έρωτας και η ποίηση στους Προραφαηλίτες ζωγράφους: Edw. Arthur Hughes, Απρίλης Έρωτας

Edw. Arthur Hughes (Εντ. Άρθουρ Χιούζ),  Απρίλης (Έρωτας): ένας πίνακας με θέμα τον Έρωτα.

    Είναι ένας αγαπημένος πίνακας! Ένα από τα πιο γνωστά έργα-ίσως και το πιο γνωστό- του Προραφαηλίτη ζωγράφου Edward Arthur Hughes (1832-1915). Φυσικά, το θέμα του δεν είναι ο ανοιξιάτικος Απρίλης...είναι η μελαγχολία και η θλίψη που οφείλεται στην επίγνωση για τη φθορά του έρωτα.
    Ο πίνακας εκτέθηκε για πρώτη φορά το 1856 στη Βασιλική Ακαδημία των Τεχνών στο Λονδίνο και αμέσως έκανε αισθητή εντύπωση και αγαπήθηκε πολύ όχι μόνο από το κοινό, αλλά και άλλους γνωστούς Προραφαηλίτες καλλιτέχνες (Dante Rossetti, Morris). Ο πίνακας συνοδεύτηκε και από τους παρακάτω στίχους που προέρχονται από το ποίημα "Η κόρη του Miller" του γνωστού ρομαντικού ποιητή Τέννυσον.
"Love is hurt with jar and fret.                     
Love is made a vague regret;
Eyes with idle tears are wet,
Idle habit links us yet.
What is love? for we forget:
Ah, no! no!'"
Edw. Arthur Hughes, Απρίλης (Έρωτας). 1855-56. Πινακοθήκη Tate Britain-Λονδίνο.

   To μωβ χρώμα του ανάλαφρου φορέματος και της αέρινης εσάρπας της γλυκύτατης γυναικείας μορφής κυριαρχεί στον πίνακα. Έρχεται όμως σε αντίθεση με το δυνατό πράσινο των φύλλων. Στην ίδια απόχρωση με το χρώμα του φορέματος είναι τα πεσμένα πέταλα των λουλουδιών στο έδαφος, αλλά και τα άνθη των λουλουδιών που αχνά φαίνονται στο βάθος. Ο πίνακας απεικονίζει τη σύγκρουση ενός ζευγαριού σ᾽ένα μάλλον απειλητικό ανοιξιάτικο τοπίο όπου το πράσινο ξεχειλίζει. Η όμορφη κοπέλα, που στέκεται στο κορμό ενός δέντρου με το αναρριχώμενο πράσινο φύλλωμα,  πρωταγωνιστεί, καταλαμβάνει τον πίνακα και γοητεύει τους θεατές για τη χάρη της μορφής της. Ωστόσο, εάν προσέξετε, θα παρατηρήσετε μόλις να διακρίνεται η σκια του κεφαλιού ενός άνδρα πάνω από το αριστερό χέρι της νεαρής γυναίκας. Υπάρχει εκεί δίπλα, σχεδόν αθέατος, ο ερωτικός σύντροφος που της προκαλεί "αδιόρατη λύπη", όπως φαίνεται από τη συγκρατημένη σύσπαση του προσώπου της. 
   Ο ζωγράφος προφανώς επιλέγει να εστιάσει στην αντίδραση της γυναίκας κατά τη διάρκεια της ερωτικής σύγκρουσης. Η κρίση όμως στη σχέση δεν προκαλεί ένταση, αλλά αντίθετα μελαγχολική γαλήνη. Η κοπέλα, συγκρατώντας τα δάκρυα της, κοιτάζει τα πεσμένα μωβ πέταλα των λουλουδιών στο έδαφος, που συμβολίζουν το τέλος της άνοιξης αλλά και ίσως το τέλος του έρωτα τους. Πιθανόν να αναρωτιέται "τι είναι η αγάπη";

Είναι ένα από τα σχέδια που έκανε ο Hughes για τον πίνακα. Βρίσκεται στην Πινακοθήκη Tate Britain στο Λονδίνο.

Ο Hughes χρησιμοποίησε ως μοντέλο την αγαπημένη του Tryphenna Foord την οποία παντρεύτηκε το 1855. 


Δείτε και άλλα έργα του αγαπημένου μου Προραφαηλίτη ζωγράφου Hughes στο παρακάτω βιντεάκι.




http://www.tate.org.uk/art/artworks/hughes-april-love-n02476
http://www.tate.org.uk/art/artworks/hughes-studies-for-april-love-t00276
http://www.artmagick.com/pictures/picture.aspx?id=6088&name=april-love
http://www.artmagick.com/pictures/artist.aspx?artist=arthur-hughes#biography

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

Γιόζεφ Ροτ (Joseph Roth), ένα απόσπασμα από το Hotel Savoy με πίνακες του Edw. Hopper

   Συνεχίζω με την εμμονή μου στη νουβέλα του Γιόζεφ Ροτ Hotel Savoy. Σας παρουσιάζω ένα απόσπασμα από το αφήγημα που νομίζω ταιριάζει με πίνακες του Αμερικανού ζωγράφου Edward Hopper. Είναι η πρώτη νύχτα του ήρωα-αφηγητή, ενός πρώην αιχμαλώτου στρατιώτη του Μεγάλου Πολέμου, στο δωμάτιο του στο ξενοδοχείο Savoy που βρίσκεται σε μία ανώνυμη μικρή πόλη στη μεθόριο του Ανατολικού μετώπου, στα σύνορα της Ρωσίας με την άλλοτε ισχυρή αυτοκρατορία της Αυστροουγγαρίας.


"...Kλείδωσα την πόρτα μου, επειδή ένιωθα έναν αόριστο φόβο. Κι άρχισα να διαβάζω ένα βιβλίο. Δεν νυστάζω. Η καμπάνα της εκκλησίας καρφώνει ρυθμικά τους χτύπους της στο μαλακό σανίδι της νύχτας. Από πάνω μου ακούω βήματα, προσεκτικά, σιγανά, ασταμάτητα, πρέπει νἀ᾽ναι βήματα γυναίκας-ήταν άραγε η κοπέλα στον έβδομο, που πήγαινε κι ερχόταν έτσι ανήσυχη; Τι είχε;

Edw. Hopper, Νυχτερινά παράθυρα. 1928. Ιδιωτική Συλλογή.

Σήκωσα τα μάτια μου στο ταβάνι, γιατί μου πέρασε ξαφνικά από το μυαλό ότι το ταβάνι είχε γίνει διάφανο. Ίσως κατάφερνα να διακρίνω τις μικρές σόλες της κοπέλας της ντυμένης στα γκρίζα. Περπατούσε ξυπόλητη ή φορούσε παντόφλες; Μήπως φορούσε μόνο γκρίζες μεταξωτές κάλτσες; Θυμήθηκα τη λαχτάρα, τη δική μου και των άλλων, που περιμέναμε πώς και πώς μιαν άδεια, για να ικανοποιήσουμε τον πόθο που μας βασάνιζε: τον πόθο για λεπτές, δερμάτινες γόβες...

Edw. Hopper, Δωμάτιο Ξενοδοχείου. 1931. Museum Thyssen Bornemisza-Μαδρίτη

... Σ᾽αυτό το πελώριο Hotel Savoy με τα 864 δωμάτια του (κι ίσως και σ᾽ολόκληρη την πόλη) μόνο δύο άνθρωποι ήταν ξύπνιοι: η κοπέλα στο πάτω πάτωμα κι εγώ. Θα μπορούσαμε νά᾽μαστε πλαγιασμένοι ο ένας δίπλα στον άλλο, εγώ ο Γκάμπριελ, και μια μικρόσωμη κοπελίτσα με μελαψό, χαρούμενο πρόσωπο, με μεγάλα, γκρίζα μάτια και πυκνές μαύρες βλεφαρίδες. Τα πατώματα αυτού του ξενοδοχείου πρέπει νά´τανε σαν τσιγαρόχαρτα, αφού άκουγα τ᾽ανάλαφρα βήματα μιας κοπέλας που περπατούσε σα γαζέλα. Ακόμα και τη μυρωδιά του κορμιού της μου φάνηκε πως ένιωσα. Αποφάσισα να διαπιστώσω αν τα βήματα ήταν πράγματι της κοπέλας..."

Edw. Hopper, Εσωτερικό με σεληνόφως. 1921-1923. Ιδιωτική Συλλογή.

Edw. Hopper, 11 μ.μ.. 1926. Hirshhorn Museum and Sculpture Garden (United States)


Βλ. Joseph Roth, Hotel Savoy, μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2007, σσ. 12-14.

http://www.museothyssen.org/en/thyssen/ficha_obra/1062
http://www.the-athenaeum.org/art/full.php?ID=23023
http://www.the-athenaeum.org/art/list.php?m=a&s=du&aid=1602

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

Γιόζεφ Ροτ (Joseph Rot), Hotel Savoy

Γιόζεφ Ροτ (Joseph Rot), Hotel Savoy

Joseph Rot, Hotel Savoy, μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2007, σ. 170.

   Είναι από τα βιβλία που κρατάω αδιάβαστα στη βιβλιοθήκη μου και περιμένω να φθάσει η κατάλληλη στιγμή για να τα διαβάσω. Ξέρω ότι βρίσκονται εκεί και τα ακούω να με καλούν σε ανάγνωση, αλλά εγώ περιμένω υπομονετικά, όπως και αυτά περιμένουν υπομονετικά να διαβαστούν...Είναι συνήθως ολιγοσέλιδα, μικρά και λεπτά σε όγκο, ελαφριά σε βάρος...Έτσι, τα αφήνω να περιμένουν. Θα τα διαβάσω κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού μου. Χωρούν στην τσάντα μου, μπορώ να τα πάρω μαζί μου...δε θα μου είναι βάρος...
  Διάβασα το βιβλίο του Γιόζεφ Ροτ Hotel Savoy στο αεροπορικό ταξίδι μου Θεσσαλονίκη-Μόναχο και Μόναχο-Βρυξέλλες. Το διάβασα σχεδόν απνευστί-αν μπορεί να διαβάσει κάποιος χωρίς να αναπνέει-. Το διάβαζα, καθώς περίμενα στο αεροδρόμιο του Μονάχου για να αλλάξω πτήση. Γοητεύτηκα από την αφήγηση του Ροτ...Ήξερα, βέβαια, ότι θα με συναρπάσει. Το ίδιο είχε συμβεί και όταν διάβαζα το αριστούργημά του Το Εμβατήριο Ραντέτσκυ (αυτό είναι ογκώδες).
  Η νουβέλα Hotel Savoy θεωρείται ότι είναι ένα από τα καλύτερα έργα του Γιόζεφ Ροτ. Γραμμένο το 1923, δημοσιεύτηκε αρχικά στη γερμανική εφημερίδα Frankfurter Zeitung το 1924 και απηχεί την ατμόσφαιρα του τέλους του πρώτου παγκοσμίου πολέμου (1914-1918). Η αφήγηση είναι μία αλληγορία για τη "σκοτεινή" Ευρώπη του Μεσοπολέμου, την Ευρώπη που ζει στη σκια του πολέμου και του φασισμού. Άλλωστε, ο ίδιος ο Ροτ ανήκει σ΄αυτή την εποχή και γνώρισε τον πόλεμο, αφού το 1916 πολέμησε στο πλευρό των Αυστριακών.

 Γιόζεφ Ροτ (1894-1939)

   Ο Γιόζεφ Ροτ  γεννήθηκε το 1894 από γερμανοεβραίους γονείς στο Μπρόντι, μια μικρή πόλη κοντά στο Λβοφ της Ανατολικής Γαλικίας που τότε βρισκόταν στην Αυστροουγγαρία των Αψβούργων και σήμερα στη Δυτική Ουκρανία. Η εβραϊκή καταγωγή της οικογένειάς του και η κουλτούρα της πάλαι ποτέ κραταιάς πολυεθνικής και πολύγλωσσης Αυτοκρατορίας των Αψβούργων φαίνεται ότι επηρέασαν σημαντικά τη ζωή και το έργο του.  Ο πατέρας του εγκατέλειψε την οικογένεια και ο Ροτ αναγκάστηκε να ζει με τους συγγενείς της μητέρας του. Σπούδασε στα Πανεπιστήμια του Λβοφ και της Βιέννης φιλοσοφία και γερμανική φιλολογία. Το 1916, όμως, άφησε τις σπουδές για να καταταγεί εθελοντικά στον αυστριακό αυτοκρατορικό στρατό και να συμμετάσχει στον Μεγάλο Πόλεμο. 
   Μετά τη λήξη του πολέμου και τη διάλυση της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων, ο Ροτ εργάστηκε το 1918 σε αριστερές εφημερίδες της Βιέννης και το 1920 μετακόμισε στo Βερολίνο όπου ξεκίνησε μια επιτυχημένη καριέρα ως δημοσιογράφος για διάφορες εφημερίδες της γερμανικής πρωτεύουσας. Στη συνέχεια, έγινε ανταποκριτής της φιλελεύθερης εφημερίδας Frankfurter Zeitung και άρχισε τα ταξίδια σε όλη την Ευρώπη, ενώ ταυτόχρονα έγραφε τα λογοτεχνικά έργα του, στα οποία απεικονίζει αριστοτεχνικά τη ζωή της Μεσοπολεμικής Ευρώπης, αλλά και τα τελευταία χρόνια της παρακμής της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων (βλ. το εξαιρετικό μυθιστόρημα του Το εμβατήριο Ραντέτσκυ). Την περίοδο αυτή λέγεται ότι ήταν από τους πιο περιζήτητους και ακριβοπληρωμένους ανταποκριτές της Γερμανίας. 

Γιόζεφ Ροτ: ένας από τους σημαντικότερους γερμανόγλωσσους συγγραφείς. Άπατρις και ανέστιος περιπλανήθηκε σε διάφορες πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης για να καταλήξει μόνος και έρημος στο Παρίσι λίγο πριν την επικράτηση του ναζισμού.

   Στα κείμενά του πολύ συχνά εκφράζει απαισιοδοξία και μελαγχολία για το μέλλον της Ευρώπης και τη νοσταλγία του για την αυτοκρατορική περίοδο της Κεντρικής Ευρώπης προ του 1914. Ένα γεγονός καθοριστικό για τη ζωή του που τον βύθισε σε συναισθηματική κατάπτωση και οικονομική κρίση ήταν η ανίατη ασθένεια της γυναίκας του (είχε σχιζοφρένεια) και ο εγκλεισμός και θάνατός της σε ίδρυμα (σκοτώθηκε από τους Ναζί). 
  Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933 ο Ροτ, ο οποίος ήταν γνωστός φιλελεύθερος εβραίος δημοσιογράφος, αναγκάστηκε να φύγει οριστικά από τη Γερμανία και να εγκατασταθεί μόνιμα στην αγαπημένη του πόλη, το Παρίσι, στο οποίο πήγαινε συχνά και τα προηγούμενα χρόνια.
   Ο Ροτ ήταν από τους πρώτους που είχαν εντοπίσει και στηλιτεύσει τον Χίτλερ ήδη από το 1922. Ωστόσο, ο ίδιος, είχε ασκήσει κριτική και στη συμβιβαστική στάση που ακολουθούσε η εβραϊκή κοινότητα. Από το 1932 είχε δηλώσει σ' ένα φίλο του: "Πρέπει να φύγουμε. Θα κάψουν τα βιβλία μας και θα είμαστε εμείς ο στόχος...Πρέπει να φύγουμε ώστε μόνο τα βιβλία μας να παραδοθούν στην πυρά...". 
   Πέθανε στο Παρίσι την 27η Μαΐου 1939, προτού καταλάβουν την πόλη αυτοί από τους οποίους είχε προσπαθήσει να ξεφύγει. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του στο Παρίσι ήταν δύσκολα και χαρακτηρίζονταν από μοναξιά, αλκοολισμό και κλονισμένη υγεία (έπασχε από χρόνιο αλκοολισμό που χειροτέρεψε τα τελευταία χρόνια και είχε σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία του), οικονομική δυσπραγία, περιπλάνηση, φόβο και απαισιοδοξία για το μέλλον, απώλεια αγαπημένων προσώπων (ασθένεια της γυναίκας του, αυτοκτονία του αγαπημένου φίλου του) .

 To Ξενοδοχείο Savoy στην πολωνική πόλη Lodz.  Λειτούργησε για πρώτη φορά το 1912. Ανακαινίστηκε πρόσφατα και λειτουργεί πάλι ως ξενοδοχείο. Θεωρείται ότι από αυτό το ξενοδοχείο εμπνεύστηκε ο Γιόζεφ Ροτ την ομώνυμη νουβέλα, στην οποία, όπως και σ' άλλα κείμενά του, είναι προφανή τα αυτοβιογραφικά στοιχεία.

   Η ιστορία της νουβέλας Hotel Savoy τοποθετείται χρονικά μετά τη λήξη του Μεγάλου Πολέμου (του πρώτου παγκοσμίου πολέμου) σε μία ανώνυμη μικρή πόλη στα ανατολικά σύνορα της Ευρώπης, στα σύνορα της Αυστροουγγαρίας με τη Ρωσία. Το αφήγημα αποτελείται από 4 "βιβλία" και 30 σύντομα κεφάλαια, στα οποία "ακούμε" τη φωνή του κύριου ήρωα-αφηγητή, του Γκάμπριελ Νταν. Αυτός είναι πρώην αιχμάλωτος στρατιώτης του αυστριακού στρατού, ο οποίος βρέθηκε στην πόλη κατά την επιστροφή του από  το στρατόπεδο αιχμαλωσίας στη Σιβηρία. Η Ρωσία απελευθερώνει καθημερινά τους αιχμαλώτους πολέμου που συγκεντρώνονται όλο και περισσότεροι σε πόλεις της μεθορίου για να περάσουν στην Αυστρία και τη Γερμανία.
  Καθώς, λοιπόν, επιστρέφει από το στρατόπεδο αιχμαλωσίας, καταπονεμένος και εξαντλημένος, ο Νταν σταματά στην πόλη και εγκαθίσταται στο ξενοδοχείο Savoy για να ξεκουραστεί αλλά και για να επισκεφθεί τον πλούσιο θείο του που κατοικεί στην ίδια πόλη.   Ενώ, όμως, περνούν οι μέρες και μάταια περιμένει άπρακτος οικονομική ενίσχυση από το μάλλον αδιάφορο και ψυχρό θείο, για να γυρίσει στην πατρίδα, ο ήρωας μας γοητεύεται από το ξενοδοχείο και τους κατοίκους του. 
   Ο νέος άντρας ανακαλύπτει στους ορόφους του πελώριου ξενοδοχείου την κρυφή ζωή ενός συναρπαστικού κόσμου που ο ίδιος φαίνεται να τον παρακολουθεί από απόσταση αλλά και ταυτόχρονα να βυθίζεται μέσα του και να γίνεται μέλος του. Μέσα από το βλέμα του ήρωα ανακαλύπτουμε κι εμείς, οι αναγνώστες, την κρυφή ζωή των ανθρώπων του ξενοδοχείου, παρακολουθούμε εικόνες από την καθημερινότητά τους, εισχωρούμε στα δωμάτια και στις ζωές τους, μαθαίνουμε για τους φόβους, τις αγωνίες, τη μοναξιά, τα όνειρά τους, μοιραζόμαστε στιγμές από την ημέρα και τη νύχτα τους... 

   Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το Hotel Savoy είναι ένα σύμβολο. To εντυπωσιακό οικοδόμημα του ξενοδοχείου αποτελείται από επτά ορόφους. Ο αφηγητής-ήρωας σύντομα διαπιστώνει ότι στους τρεις πρώτους ορόφους, όπου τα δωμάτια είναι πολυτελείας, ζουν οι πλούσιοι, ενώ οι φτωχοί διαμένουν στα λιτά δωμάτια των τελευταίων ορόφων με την αγωνία της έξωσης, γιατί πρέπει σχεδόν καθημερινά να προσπαθούν να εξοικονομήσουν χρήματα για να πληρώσουν τη διαμονή τους. Ο ίδιος μένει στον έκτο όροφο. Πάνω απ΄αυτόν μένουν οι πιο φτωχοί που αναγκάζονται να βάζουν σε ενέχυρο τις αποσκευές τους, επειδή εδώ και καιρό δεν πληρώνουν το ξενοδοχείο. Όλοι οι ένοικοι  ζουν με την αγωνία της επιθεώρησης που γίνεται κατά διαστήματα από τον διευθυντή του ξενοδοχείου (φέρει το ελληνικό όνομα Καλογερόπουλος), τον οποίο κανείς δεν έχει δει. Κάθε φορά που ο Καλογερόπουλος επιθεωρεί το ξενοδοχείο, οι ένοικοι, που χρωστούν χρήματα, βρίσκουν την ειδοποίηση για την πληρωμή του λογαριασμού στο δωμάτιό τους...


Edw. Hopper, Lobby Hotel. 1943. Museum of Art. Indianapolis


«Το Hotel Savoy, με τα εφτά του πατώματα, τον χρυσό του θυρεό και τον πορτιέρη με τη στολή, φαντάζει στα μάτια μου πιο ευρωπαϊκό απ' όλα τ' άλλα ξενοδοχεία της Ανατολής. […] Σαν τον κόσμο ήταν αυτό το Hotel Savoy: απ' έξω έλαμπε, άστραφτε μεγαλόπρεπο με τα εφτά του πατώματα, αλλά στα ψηλά του κρυβόταν η φτώχεια, αυτοί που ζούσαν στους πάνω ορόφους ήταν στην πραγματικότητα χαμηλά, πολύ χαμηλά, θαμμένοι σε αέρινους τάφους· κι οι τάφοι ήταν σε στρώματα πάνω από τα άνετα δωμάτια των καλοφαγωμένων ενοίκων, που κάθονταν κάτω, ήσυχοι και βολεμένοι, δίχως να ενοχλούνται από τα φέρετρα τα στοιβαγμένα στα τελευταία πατώματα...».


Edw. Hopper, Παράθυρο ξενοδοχείου. 1956. Ιδιωτική Συλλογή.


Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Η Ημέρα της Λαμπρής: Δ. Σολωμού, Ο Λάμπρος


Χριστός Ανέστη! με στίχους του Διονυσίου Σολωμού από το ποιητικό του έργο Ο Λάμπρος


  Ο Σολωμός άρχισε να γράφει το ποιητικό έργο Ο Λάμπρος  κατά την περίοδο 1824-1826, αλλά το άφησε ανολοκλήρωτο, όπως και τις άλλες μεγάλες ποιητικές του συνθέσεις. Πρέπει να συνέχισε να επεξεργάζεται το έργο ως το 1834. Ο κεντρικός ήρωας του ποιήματος είναι πραγματικά μία μορφή του ρομαντισμού. Θα μπορούσε να είναι ένας ήρωας του Μπάυρον ή του Σέλλεϋ. Τραγικός λόγω των αντιφάσεων του, συνδυάζει τις όψεις του Καλού και του Κακού:  ανδρείος πολεμιστής αλλά ταυτόχρονα άπιστος ερωτικός σύντροφος με επιλήψιμη ερωτική συμπεριφορά και σκληρός πατέρας.
   Ο Λάμπρος είναι ένας γενναίος πολεμιστής, δηλαδή κλέφτης, αφού η υπόθεση του έργου διαδραματίζεται την εποχή της Τουρκοκρατίας.  Ζει με μια νεαρή (δεκαπεντάχρονη) κοπέλα τη Μαρία, με την οποία αποκτά τέσσερα παιδιά, αλλά δεν την παντρεύεται. Φέρεται με σκληρότητα στην κοπέλα και της στερεί τα παιδιά της. Τα έβαλε σε ορφανοτροφείο. Τα χρόνια περνούν αλλά εκείνος δε νομιμοποιεί τη σχέση του με τη Μαρία, η οποία υποφέρει από την άστατη συμπεριφορά του.
    Κάποια στιγμή φεύγει από το σπίτι για να πολεμήσει εναντίον του Αλή Πασά. Τότε συνάντησε μία  κοπέλα και σύναψε μαζί της ερωτική σχέση. Η κοπέλα αυτή, όμως, έτυχε να είναι η κόρη που πριν από χρόνια είχε αποκτήσει με τη Μαρία. Αναγνωρίζει από κάποια σημάδια πώς η κοπέλα είναι η κόρη του και της αποκαλύπτει πως είναι ο πατέρας της. Όταν η κοπέλα μαθαίνει την ταυτότητα του εραστή της, αυτοκτονεί. 
   Ο Λάμπρος επιστρέφει στο σπίτι του και κάνει το λάθος να ομολογήσει στη Μαρία τη σχέση του με την κόρη τους. Στη συνέχεια βρίσκει καταφύγιο σε μια εκκλησία για να βρει τη γαλήνη από τις τύψεις που τον βασανίζουν. Εκεί όμως τον καταδιώκουν τα φαντάσματα των τριών αγοριών του. Τελικά, κυνηγημένος από τις τύψεις και απελπισμένος, γκρεμίστηκε από ένα βράχο όπως είχε αυτοκτονήσει η θυγατέρα του, ενώ η Μαρία που είχε ήδη τρελαθεί, πέφτει  με χαρά στη λίμνη, γιατί, βλέποντας να καθρεφτίζονται μέσα στα νερά της ο ουρανός και τα δέντρα, πίστεψε ότι ήταν ένας άλλος κόσμος όπου θα ζούσε ευτυχισμένη με γαλήνη...
   Παρακάτω παραθέτω ένα λυρικό πασχαλινό απόσπασμα από το ποιητικό έργο Ο Λάμπρος που αναφέρεται στην Ημέρα της Λαμπρής. Ένα απόσπασμα που δε δείχνει τα τραγικά συμβάντα στις ζωές των ηρώων που προηγήθηκαν και τα τραγικά που θα ακολουθήσουν...

Η ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ

XXI.

1.

Καθαρώτατον ἥλιο ἐπρομηνοῦσε
τῆς αὐγῆς τὸ δροσᾶτο ἀστέρι, 

σύγνεφο, καταχνιά, δὲν ἐπερνοῦσε
τ᾿ οὐρανοῦ σὲ κανένα ἀπὸ τὰ μέρη·
καὶ ἀπὸ ῾κεῖ κινημένο ἀργοφυσοῦσε
τόσο γλυκὸ στὸ πρόσωπο τ᾿ ἀέρι,
ποὺ λὲς καὶ λέει μὲς τῆς καρδιᾶς τὰ φύλλα·
«γλυκειὰ ἡ ζωή κι᾿ ὁ θάνατος μαυρίλα».

2.

Χριστὸς ἀνέστη! Νέοι, γέροι, καὶ κόρες,
ὅλοι, μικροί, μεγάλοι, ἑτοιμαστῆτε·
μέσα στὲς ἐκκλησίες τὲς δαφνοφόρες
μὲ τὸ φῶς τῆς χαρᾶς συμμαζωχτῆτε·
ἀνοίξετε ἀγκαλιὲς εἰρηνοφόρες
ὀμπροστὰ στοὺς ἁγίους, καὶ φιληθῆτε·
φιληθῆτε γλυκὰ χείλη μὲ χείλη,
πέστε· Χριστὸς ἀνέστη, ἐχθροὶ καὶ φίλοι.



Απόσπασμα από το ποιητικό έργο του Διονυσίου Σολωμού, Ο Λάμπρος


Χειρόγραφο του Διονυσίου Σολωμού με απόσπασμα από το έργο του Ο Λάμπρος. Επάνω αριστερά διακρίνεται ο στίχος "καθαρώτατον ήλιο επρομηνούσε..."


    Το αγαπημένο μου, όμως, απόσπασμα από το ποίημα είναι οι παρακάτω στίχοι από το Όνειρο της Μαρίας.



ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ

IX.

  1. Μοῦ φαίνεται πὼς πάω καὶ ταξιδεύω
    Στὴν ἐρμιὰ τοῦ πελάγου εἰς τ᾿ ὄνειρό μου
    Μὲ τὸ κῦμα, μὲ τσ᾿ ἄνεμους, παλεύω
    Μοναχή, καὶ δὲ εἶσαι εἰς τὸ πλευρό μου·
    Δὲ βλέπω μὲ τὸ μάτι ὅσο γυρεύω
    Πάρεξ τὸν οὐρανὸ στὸν κίνδυνό μου·
    Τόνε τηράω, βόηθα, τοῦ λέω, δὲν ἔχω
    Πανί, τιμόνι, καὶ τὸ πέλαο τρέχω.
Απόσπασμα από το ποιητικό έργο του Διονυσίου Σολωμού, Ο Λάμπρος



Βλ. για το κείμενο Ο Λάμπρος στο http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/dionysios_solwmos/o_lampros.htm
και
http://www.museumsolomos.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=302&Itemid=122

Πίνακες με πασχαλιές του Εντ. Μανέ

Οι πασχαλιές του Εντ. Μανέ

Εύχομαι Καλή Πασχαλιά με ένα βάζο με λευκές πασχαλιές του Γάλλου ιμπρεσιονιστή ζωγράφου Εντ. Μανέ.

Εντ. Μανέ, Βάζο με πασχαλιές. 1882. Εθνική Πινακοθήκη-Βερολίνο.

Καλή Πασχαλιά και με μωβ πασχαλιές του Μανέ.
Εντ. Μανέ, Πασχαλιές σε ποτήρι. 1882. Ιδιωτική Συλλογή.

Και ακόμα ένα βάζο του Μανέ με πασχαλιές, αλλά και τριαντάφυλλα.
Εντ. Μανέ, Βάζο με πασχαλιές και τριαντάφυλλα. 1882. Ιδιωτική Συλλογή.

Και ακόμα ένα βάζο του Μανέ με πασχαλιές και τριαντάφυλλα.
Εντ. Μανέ, Βάζο με πασχαλιές και τριαντάφυλλα. 1883. Ιδιωτική Συλλογή.



Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Τα Άγια πάθη του Χριστού στη ζωγραφική: B. Βαν Γκογκ, Πιετά σύμφωνα με τον Ντελακρουά

Πιετά ή ο θρήνος της Παναγίας από τον Β. Βαν Γκογκ σύμφωνα με τον Ντελακρουά

...Είναι πράγματι ένα σπάνιο θέμα, θα έλεγα αποτελεί εξαίρεση για το έργο του Βαν Γκογκ.
Σας παρουσιάζω έναν "αλλόκοτο" έργο σε δύο παραλλαγές. Το φαντάζεσθε να κοσμεί κάποια εκκλησία; Είναι η Πιετά, ο Θρήνος της Παναγίας πάνω στο σώμα του Χριστού, δια χειρός του μεγάλου Ολλανδού ζωγράφου. Μόνη της, ντυμένη στα μπλε, η Παναγία κρατά στην αγκαλιά της το σώμα του Χριστού. Το φόντο είναι ο γνωστός ουρανός του Βαν Γκογκ... Ο νυχτερινός ουρανός μετά από θύελλα. Το σύμπλεγμα των δύο μορφών βρίσκεται στα αριστερά, έξω από ένα σπήλαιο. Η Παναγία έχει απλωμένα τα δυο της χέρια, που δεν αγγίζουν το σώμα του Χριστού, αλλά τείνονται προς τους θεατές...
   O Βαν Γκογκ ζωγράφισε το έργο σε δύο παραλλαγές, όταν βρισκόταν στο νοσοκομείο του St. Remy. Το έργο είναι απόδοση του ομώνυμου πίνακα του Γάλλου ρομαντικού ζωγράφου Ντελακρουά. Ο Βαν Γκογκ ζωγράφισε τη δική του Πιετά από μία λιθογραφία του χαράκτη Lebouef Nanteuil που απεικόνιζε την Πιετά του Ντελακρουά. Φαίνεται ότι ο Ολλανδός ζωγράφος γνώριζε και θαύμαζε το έργο του Γάλλου ρομαντικού, γιατί αναφέρει πολλές φορές τον Ντελακρουά στις επιστολές του. Παρά το ότι ο Βαν Γκογκ διατήρησε τη βασική σύνθεση του πίνακα του Ντελακρουά, το έργο του δεν μπορεί να θεωρηθεί με κανέναν τρόπο ότι είναι απλή αντιγραφή. Ζωγράφισε τη δεύτερη παραλλαγή, όταν νόμισε ότι η πρώτη καταστράφηκε, γιατί κατά λάθος έπεσαν πάνω της χρώματα και λάδια...Ωστόσο, διασώθηκαν και οι δύο παραλλαγές. Η πρώτη βρίσκεται στο Βατικανό και η δεύτερη στο Μουσείο Βαν Γκογκ στο Άμστερνταμ.
   Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Βαν Γκογκ ταυτίζεται με τη μορφή του Χριστού, τα χαρακτηριστικά της οποίας μοιάζουν πολύ με τις αυτοπροσωπογραφίες του ζωγράφου.


Β. Βαν Γκογκ, Πιετά (κατά τον Ντελακρουά). Η πρώτη εκδοχή. 1889. Μουσεία του Βατικανό-Ρώμη (Vatican Collection of Modern Religious Art-Rome).

V. Van Gogh,  Πιετά (σύμφωνα με τον Ντελακρουά), 1889. Μουσείο Βαν Γκογκ-Άμστερνταμ (Van Gogh Museum, Amsterdam)


Αυτός είναι ο υπέροχος πίνακας του Ντελακρουά που ενέπνευσε το Βαν Γκογκ στο τέλος της ζωής του. Υπέροχος για τη εκφραστική ένταση της μορφής της Παναγίας και της απόλυτης εγκατάλειψης που χαρακτηρίζει τη μορφή του Χριστού. 

Ευγ. Ντελακρουά, Πιετά. 1850. Βρίσκεται στην Εθνική Πινακοθήκη του Όσλο-Νορβηγία.


http://www.vangoghmuseum.nl/vgm/index.jsp?page=3051&lang=en
http://en.wikipedia.org/wiki/File:Vincent_van_Gogh_-_Pietà_(after_Delacroix).jpg
http://en.wikipedia.org/wiki/Copies_by_Vincent_van_Gogh
ttp://www.wga.hu/frames-e.html?/html/d/delacroi/index.html

Πέμπτη 12 Απριλίου 2012

Τα πάθη του Χριστού στη ζωγραφική: Δομήνικος Θεοτοκόπουλος (El Greco), Χριστός στο δρόμο του μαρτυρίου

Προσωπογραφίες του Χριστού από τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο

   Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος έχει ζωγραφίσει αρκετές προσωπογραφίες του Χριστού που διακρίνονται από την εκφραστικότητα του βλέμματος. Και επειδή είναι Μεγάλη Πέμπτη, σας παρουσιάζω μία υπέροχη ελαιογραφία του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου που απεικονίζει τον Χριστό να φέρει το σταυρό του μαρτυρίου, βαδίζοντας το δρόμο για το Γολγοθά. Εξαιρετική η έκφραση του προσώπου και η δραματική αντίθεση ανάμεσα στο κόκκινο του χιτώνα και το μαύρο φόντο του πίνακα. Ο πίνακας φωτίζεται από το φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του Χριστού...

El. Greco, O Χριστός αίρων το σταυρόν. 1587-96. Museo Thyssen-Bornemisza. Μαδρίτη.

Και ιδού δύο ακόμα προσωπογραφίες του Χριστού δια χειρός του μεγάλου καλλιτέχνη.

El Greco, Χριστός. 1590-1595. National Art Gallery of Prague.


El Greco, Ο Χριστός ευλογών. 1600. National Art Gallery of Scotland-Εδιμβούργο.


Περπατώντας και παίζοντας στην εξοχή: Πίνακες του W. Merrit Chase με θέμα την εξοχή.

 Παιχνίδια στην εξοχή: Πίνακες του W. Merrit Chase

Eπειδή μπορεί αυτές τις μέρες να βρεθείτε στην εξοχή. Ιδού μερικοί πίνακες του Αμερικανού ιμπρεσιονιστή ζωγράφου W. Merrit Chase (1849-1916) με θέμα περιπάτους και παιχνίδια στην εξοχή. Μου τους έστειλε η φίλη και συνάδελφος Μαρία Πάλλα.

W. M. Chase, Κατά μήκος του μονοπατιού του Shinnecock. Γύρω στα 1896. Ιδιωτική Συλλογή

W. M. Chase, Τοπίο στο Shinnecock. Γύρω στα 1897. Ιδιωτική Συλλογή.

W. M. Chase, Στους λόφους του Shinnecock. 1895.  Ιδιωτική Συλλογή.

W. M. Chase, Κοντά στην παραλία-Shinnecock, 1895. Toledo Museum of Art.

W. M. Chase, Ο μικρός κήπος. 1895. Ιδιωτική Συλλογή.

W. M. Chase, Οι θάμνοι του Bayberry. Γύρω στα 1895. Ιδιωτική Συλλογή.

 Δείτε πίνακες του Chase στην παρακάτω ηλεκτρονική διεύθυνση
http://www.the-athenaeum.org/art/list.php?m=a&s=tu&aid=106

Πασχαλινά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη: Η τελευταία βαπτιστική


Αλ. Παπαδιαμάντη, Η τελευταία βαπτιστική

    Είναι ένα από τα αγαπημένα μου πασχαλινά διηγήματα του Αλ. Παπαδιαμάντη. Είναι από τα πρώτα που έχει δημοσιεύσει. Χρονολογία δημοσίευσης το 1888. Το έχω διαβάσει πολλές φορές, όταν ήμουν μικρή...και πάντα περίμενα κάθε φορά που το διάβαζα, ενώ γνώριζα το τέλος, να γίνει κάτι και να σωθεί η Τελευταία Βαπτιστική της θεια Σοφούλας, της επονομαζόμενης Σαραντανούς, της κεντρικής ηρωίδας του διηγήματος...Ίσως να εμφανιστεί ο "από μηχανής Θεός" και να δώσει αίσιο τέλος...
  Όμως, ο αφηγητής έχει αποφασίσει από την αρχή να πνίξει το κακόμοιρο μικρό κορίτσι, για να μας δείξει ακόμα μια φορά ότι η ζωή μας είναι μοιραία, το αναπόφευκτο κανείς δεν μπορεί να το αποφύγει, ότι κανείς δεν μπορεί να αποφύγει το τυχαίο και το συμπτωματικό...
   Μεγάλη Πέμπτη, όπως σήμερα, διαδραματίζεται η ιστορία της αφήγησης του διηγήματος. Ο αφηγητής ξεκινά την αφήγησή του, παρουσιάζοντας τη "σεβάσμια εβδημηκονταετή οικοδέσποινα" θεια-Σοφούλα, μια νησιώτισσα κάτοικο παραθαλάσσιας κώμης σ' ένα από τα νησιά του Αιγαίου. Ήταν νοννά με σχεδόν σαράντα βαπτιστικά και ήλπιζε να τα σαραντήσει...είχε τη φήμη ότι όσα παιδιά βάπτιζε, ζούσαν. Τότε η παιδική θνησιμότητα ήταν πολύ υψηλή και φαίνεται ήταν πολύ σημαντικό να έχει το παιδί "τυχερή" νοννά.
  Η υπολανθάνουσα ειρωνεία του αφηγητή είναι εύγλωττη...Ο τίτλος του διηγήματος και η εισαγωγή μας κάνει να νιώθουμε ότι κάτι πρόκειται να συμβεί που θα ανατρέψει την τύχη της αγαθής γυναίκας να βαπτίζει και να της ζουν τα βαπτιστικά...Και αρχίζει η αφήγηση της κύριας ιστορίας...Διαβάστε το και ζήστε την αγωνία μέχρι το τέλος...
  Κάθε Μ. Πέμπτη στην αυλή της νοννάς μαζεύονται τα βαπτιστικά της για να πάρουν τα δώρα τους, τις αυγοκουλούρες που η ίδια ζύμωνε... Ο αφηγητής περιγράφει πρώτα χαρούμενες σκηνές με παιδικά παιχνίδια και γέλια από μια Μ. Πέμπτη κατά την οποία  η νοννά είχε φθάσει στα 39 βαπτιστικά και έψαχνε εναγωνίως να βρει ένα ακόμα για να συμπληρώσει τα 40. Τι εμμονή ήταν αυτή για τα σαράντα...Ή μήπως πλεονεξία; 


P. Bonnard, Παιδιά παίζοντας στον κήπο. 1889. Ιδιωτική Συλλογή.

   Στη συνέχεια, ο αφηγητής οδηγεί με αριστοτεχνικό τρόπο την αφήγηση στην τελευταία Μ. Πέμπτη όπου θα διαδραματιστεί το κεντρικό επεισόδιο του διηγήματος...Και πάλι στην αυλή του σπιτιού της, όπως πάντα, η νοννά έχει μαζέψει τα βαπτιστικά της...από το μεγαλύτερο που είναι ένας "εικοσαετής νεανίας" και το τελευταίο, το τεσσαρακοστό, ένα "διετές κοράσιον". Αυτή ζυμώνει και αυτά παίζουν χαρούμενα...και τότε θα συμβεί το μοιραίο, το απροσδόκητο, το αναπόφευκτο...Γιατί, έτσι είχε προαποφασισθεί...Γιατί, τελικά η θεια Σοφούλα δεν θα έφθανε να έχει 40 εν ζωή βαπτιστικά...Θα είχε μόνο 39...


W. Ad. Bouguereau, δαμάσκηνα. 1896. Ιδιωτική Συλλογή.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΒΑΠΤΙΣΤΙΚΗ

ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΝ ΠΑΣΧΑΛΙΝΟΝ ΔΙΗΓΗΜΑ

Ἂν ἄλλη τις χρηστὴ γυνὴ εἶδέ ποτε καλὰ νοικοκυριὰ εἰς τὰς ἡμέρας της, ἀναντιρρήτως εἶδε τοιαῦτα καὶ ἡ θεια-Σοφούλα Κωνσταντινιά, σεβασμία οἰκοδέσποινα ἑβδομηκονταετής, κάτοικος παραθαλασσίου κώμης εἰς μίαν τῶν νήσων τοῦ Αἰγαίου.
Τὴν ἐκάλουν κοινῶς Σαραντανού, καὶ πολλοὶ ὑπέθετον ὅτι τὸ ἐπίθετον τοῦτο τῇ ἀπεδόθη, διότι δῆθεν εἶχεν ἴσον μὲ σαράντα γυναικῶν νοῦν, ὅπερ δὲν ἐνομίζετο ὑπερβολή. Ἄλλοι ὅμως ἔλεγον ὅτι ἡ λέξις ἐσχηματίσθη κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ Σαραντανοννού, ἤτοι νοννὰ μὲ σαράντα βαπτιστικούς.
Τὸ βέβαιον εἶναι ὅτι, ἂν δὲν εἶχε φθάσει εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον, δύο ἢ τρεῖς μονάδες τῆς ἔλειπον, καὶ ἤλπιζε προσεχῶς νὰ συμπληρώσῃ τὴν τεσσαρακοντάδα. Ὁμολογητέον δὲ ὅτι αὐτὴ κατ᾽ ἀρχὰς εἶχε βαπτίσει οἰκειοθελῶς μόνον πέντε ἢ ἓξ νήπια τῶν γειτόνων της, ὅσα καὶ πᾶσα ἄλλη καλὴ οἰκοκυρὰ συνήθως βαπτίζει. Ἀλλ᾽ ὅταν ἅπαξ ἐγνώσθη καὶ ἀπεδείχθη ὅτι εἶχε καλὸ χέρι, τότε ὅλαι αἱ γειτόνισσαι, συγγενεῖς, παρασυγγενεῖς, κολλήγισσαι, ἤρχισαν νὰ τὴν πολιορκοῦν.
Εἶχε πάρει καλὸ ὄνομα, ὅτι τῆς ἐζοῦσαν τὰ παιδιά, ὅσα ἀνεδέχετο ἐκ τῆς κολυμβήθρας. Εἶναι δὲ τόσον σπουδαῖον νὰ εὑρεθῇ νοννὰ «νὰ τῆς ζοῦν τὰ παιδιά», ὅσον καὶ ἱερεὺς «νὰ πιάνῃ τὸ διάβασμά του».
Ἡ θεια-Σοφούλα ὅμως ὑπέφερε μετὰ χάριτος τὴν ἀγγαρείαν ταύτην. Εἶναι ἀληθές, ὅτι τὰ φωτίκια* εἰς τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, χιτὼν καὶ κουκούλιον μετὰ σταυροῦ, καθὼς καὶ τὰ μαρτυριάτικα*, ἐαρινὴ βροχὴ λεπτῶν καὶ διλέπτων διὰ τοὺς ἀγυιόπαιδας, ἐκόστιζαν ἐν ὅλῳ δέκα γρόσια.
Ἡ θεια-Σοφούλα ὡμοίαζε μὲ τὴν ἐπιμελῆ ἀνθοκόμον, ἥτις δὲν ἀρκεῖται νὰ φυτεύῃ μόνον τὰ ἄνθη της, ἀλλὰ τὰ περιθάλπει καὶ τὰ καταρδεύει. Ἠγάπα τὰ πνευματικά της τέκνα ὡς τέκνα της ἐγκαρδιακά, τὰ ἐθώπευε, τὰ ἐφίλευε, καὶ τὰ ἐπαιδαγώγει.
Ὁ μπαρμπα-Κωνσταντής, ὁ πρῶτος γρινιάρης τοῦ χωρίου, δὲν συνεμερίζετο τὴν ἀδυναμίαν ταύτην τῆς συζύγου του.
― Ἄ, μπράβο! φίλευέ τα τ᾽ ἀναδεξίμια σου, μουρή!… ἐγόγγυζεν ἑκάστοτε, ὁσάκις τὴν ἔβλεπε μεριμνῶσαν περὶ τῶν ἀναδεκτῶν της· ηὗρες κι ἁλωνίζεις, μουρή!…
Ἡ θεια-Σοφούλα ὀλίγον ἀνησύχει περὶ τῆς ἰδιοτροπίας ταύτης τοῦ συζύγου της, ὅστις ἦτο ἀγαθὸς ἄνθρωπος εἰς τὰς καλάς του ὥρας. Ἔπειτα ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὴς σπανίως ἐφαίνετο ἐν τῇ πολίχνῃ. Ἀφότου ἔπαυσε τὰ θαλάσσια ταξίδια, ἠσχολεῖτο ἀποκλειστικῶς εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν κτημάτων του. Κατὰ πᾶσαν πρωίαν ἵππευεν ἐπὶ τοῦ εὐρώστου ἡμιόνου του, ἐτρέπετο εἰς τοὺς ἀγρούς, καὶ ἐπανήρχετο μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου.
Κατ᾽ ἐκεῖνον τὸν χρόνον, περὶ τὰ 184…, ἡ θεια-Σοφούλα εἶχε φθάσει εἰς τὸ τριακοστὸν ἔνατον βαπτιστικόν. Ἓν μόνον τῇ ἔλειπε διὰ νὰ τὰ κάμῃ σαράντα, πρὸς ἀνάπαυσιν τῆς συνειδήσεώς της. Ἐβάπτιζεν ἀδιακρίτως ἄρρενα καὶ θήλεα, ἀλλ᾽ ἐφρόντιζε νὰ δίδῃ ἀκριβεῖς σημειώσεις εἰς τοὺς ἱερεῖς καὶ πνευματικούς, διὰ νὰ μὴ τυχὸν γίνῃ κανὲν συνοικέσιον εἰς τὸ μέλλον μεταξὺ δύο ἑτεροφύλων ἀναδεκτῶν, καὶ κολασθῇ ἡ ψυχή της.
Κατ᾽ ἔτος τὴν Μ. Πέμπτην, μεγίστη κίνησις ἐγίνετο ἐν τῇ εὐρυχώρῳ αὐλῇ τῆς οἰκίας. Ἡ θεια-Σοφούλα ἀνεσφουγγώνετο* μέχρις ἀγκώνων, καὶ ἐζύμωνε μόνη της τὰς τριάκοντα ἐννέα αὐγοκουλούρας διὰ τοὺς τοσούτους βαπτιστικούς της… Ἀλλὰ πλὴν τῶν βαπτιστικῶν ὑπῆρχον καὶ τὰ ἐγγόνια καὶ τὰ δισέγγονα, καὶ ταῦτα δὲν ἦσαν ὀλιγάριθμα.
Ἐν συνόλῳ ἐχρειάζετο ἑβδομήκοντα καὶ πλέον κοκκῶνες*, δηλ. παιδικὰς κουλούρας, διὰ τοὺς βαπτιστικούς, διὰ τοὺς ἐγγόνους καὶ τὰ δισέγγονα. Εἰς τὸν ἀριθμὸν τοῦτον δὲν συμπεριλαμβάνονται αἱ μεγαλύτεραι κουλοῦραι, τὰς ὁποίας παρεσκεύαζε διὰ τὰς συντεκνίσσας, διὰ τὰς ἀνεψιὰς καὶ δισεξαδέλφας της.
Μέγας δὲ ἐβόμβει ὁ ἑσμὸς τῶν ἀναδεκτῶν καὶ δισεγγόνων περὶ τοὺς ἀνθῶνας τῆς αὐλῆς κατ᾽ ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Ἀπὸ τῆς τρίτης ὥρας τοῦ δειλινοῦ, καθ᾽ ἣν ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὴς ἐξηγείρετο τοῦ μεσημβρινοῦ ὕπνου, μὲ δριμεῖαν ἐπικαθημένην τῆς ρινὸς τὴν χολήν, καὶ ἐφόρει τὸ τσόχινον βρακίον του, ἐπύργωνεν ἐπὶ τῆς κεφαλῆς μεγαλοπρεπὲς τὸ τυνησιακὸν φέσι του, ἐλάμβανεν ὡς σκῆπτρον τὴν μεγάλην ἠλεκτρόστομον τσιμπούκαν του, ἀνήρτα ἀπὸ τῆς ὀσφύος βαθύκολπον τὴν μεταξωτὴν καπνοσακκούλαν, καὶ κατήρχετο εἰς τὸ καφενεῖον νὰ εἰσπνεύσῃ τὴν θαλασσίαν αὔραν, ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης ἡ εὐρεῖα καὶ τετράγωνος αὐλὴ παρεδίδετο ἐξ ἐφόδου εἰς τὴν λεηλασίαν τῶν βαπτιστικῶν καὶ τῶν δισεγγόνων. Μεγίστην εὐτυχίαν καὶ ἀνήκουστον ἡδονὴν ἐνόμιζον τότε τὰ παιδία τῆς γειτονιᾶς, ἂν κατώρθωνον νὰ παρεισδύσωσιν εἰς τὸ προαύλιον τῆς θεια-Σοφούλας, ὅπερ ἐθεωρεῖτο ὡς μυθῶδές τι. Πολλὰ αὐτῶν προέτεινον τὰς κεφαλὰς διὰ τῶν σχισμῶν τῆς κλειστῆς αὐλείου θύρας, ἥτις ἐμοχλεύετο ἔσωθεν ὑπὸ τῶν ζηλοτύπων βαπτιστικῶν διὰ τοὺς μὴ ἔχοντας ἔνδυμα γάμου. Ἄλλα παιδία τολμηρότερα ἀνεῖρπον εἰς τὸν θριγκὸν τοῦ τοίχου τῆς αὐλῆς καὶ εὕρισκον τρόπον νὰ εἰσπηδήσωσιν ἐκεῖθεν εἰς τὰ ἔνδον. Ἀλλ᾽ ἀλλοίμονον ἂν παρετηροῦντο ὑπὸ τῶν ἀγρύπνων εὐνοουμένων. Ἀπεδιώκοντο μὲ τσιμπήματα καὶ μὲ δοντιές, ὡς ὁ κηφὴν ὑπὸ τῶν μελισσῶν.
Τὴν Μεγάλην Πέμπτην τοῦ ἔτους 185… ὅλοι οἱ ἀναδεκτοὶ ἦσαν συνηγμένοι ἐν τῇ αὐλῇ τῆς γραίας Σοφούλας. Ὁ πρεσβύτερος αὐτῶν ἦτο ἤδη νεανίας εἰκοσαετής, τὸ δὲ νεώτερον ἦτο κοράσιον διετές, εἰς ὃ ἡ νοννὰ εἶχε δώσει τὸ ὄνομά της. Τὸ βρέφος τοῦτο ἦτο τὸ τεσσαρακοστὸν πνευματικὸν γέννημα τῆς θεια-Σοφούλας.
Εἶχε γεννηθῆ τέλος τὸ ἀπὸ πολλοῦ προσδοκώμενον τοῦτο συμπλήρωμα τοῦ προωρισμένου ἀριθμοῦ, καὶ ἦτο τὸ χαδευμένον τῆς θεια-Σοφούλας. Ἡ νοννὰ ἔτρεφε φιλοδόξους σκοποὺς ὡς πρὸς τὸ μέλλον τοῦ θυγατρίου τούτου. Ἀλλὰ καὶ αὐτὸς ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὴς ἐξ ὅλων τῶν ἀναδεκτῶν μόνον τὸ μικρὸν τοῦτο ἠνείχετο. Ἡ στοργὴ ὅμως τῆς θεια-Σοφούλας πρὸς αὐτὸ ἔφθανε μέχρι παραφροσύνης.
Τὴν ἡμέραν ἐκείνην ἡ θεια-Σοφούλα ἦτο κλειστὴ εἰς τὸ ἰσόγειον καὶ ἐζύμωνεν. Ἐκ τῶν παιδίων τινὰ τὴν ἐπολιόρκουν ἔξωθεν τῆς θύρας παραμονεύοντα.
Τὰ πλεῖστα ὅμως ἔπαιζον ταραχωδῶς περὶ τὸν ὑπερμεγέθη ληνόν, πλησίον τοῦ ἐλαιοτριβείου, τὸ κρυφτάκι, καὶ ἄλλα ἐθορύβουν περὶ τὰς κιγκλίδας τοῦ κήπου καὶ πλησίον τοῦ φρέατος.
Ἡ μικρὰ Σοφούλα, ἥτις ἦτο μόλις διετής, ὡς εἴπομεν, ἐξέπεμπε χαρμοσύνους κραυγάς, ἐψέλλιζεν ὡς νεοσσὸς χελιδόνος, καὶ ἔτρεχε καὶ αὐτὴ κατόπιν τῶν ἄλλων παιδίων. Ἡ νοννά της ἐζήτησεν κατ᾽ ἀρχὰς νὰ τὴν κρατήσῃ πλησίον της, ἀλλ᾽ ἡ μικρὰ ἐστενοχωρήθη, καὶ ἀπῄτησε νὰ ἐξέλθῃ.
―  Νὰ πάω κ᾽ ἐγὼ νὰ παίξω, νοννά μου;
―  Τί νὰ παίξῃς ἐσύ;
―  Τὸ κλυφτάκι, νοννά μου! ἐτραύλισεν ἡ μικρά.
―  Δὲν παίζουν τὰ κορίτσια τὸ κρυφτάκι, τῇ εἶπεν αὐστηρῶς ἡ νοννά.
Ἡ μικρὰ δὲν ἐμεμψιμοίρησε μέν, ἀλλὰ ἐσκυθρώπασεν. Ἰδοῦσα τοῦτο ἡ νοννά, ἔκραξε τὴν Ἀθηνιώ, εἰκοσαετῆ τὴν ἡλικίαν, δουλεύτραν της, ἥτις ἦτο καὶ αὐτὴ μία τῶν βαπτιστικῶν της καὶ τῇ ἐνεπιστεύθη τὴν μικράν, συστήσασα αὐτῇ αὐστηρὰν ἐπαγρύπνησιν.
Ἀλλ᾽ ἡ Ἀθηνιὼ ἐλησμόνησεν ἅμα ἀκούσασα τὴν σύστασιν τῆς κυρίας της, καὶ ἐπειδὴ εἰς τὰς πεζούλας ἐκάθηντο τέσσαρες ἢ πέντε γειτόνισσαι, καὶ γνωρίζομεν πόσον περισπούδαστος εἶναι ἡ συνδιάλεξις τῶν ἀέργων γυναικῶν, ἐκάθισε πλησίον αὐτῶν, καὶ ἄφησε τὴν μικρὰν Σοφούλαν νὰ τρέχῃ.
Δὲν ἤρκεσε τοῦτο, ἀλλὰ παραγγελθεῖσα ὑπὸ τῆς κυρίας της νὰ ἀντλήσῃ ὕδωρ ἐκ τοῦ φρέατος, ἐγέμισε μὲν τὴν στάμνον, ἀλλὰ δὲν ἐφρόντισε νὰ κλείσῃ τὸ στόμιον τοῦ φρέατος, ὅπως τὸ εὗρε κεκλεισμένον, τὸ ἄφησε δὲ ἀνοικτόν. Ἀπροσεξία εἰς ἣν οὐδέποτε θὰ ὑπέπιπτεν ἡ γραῖα Σοφούλα ἢ ἄλλη φρόνιμος γυνή. Μή τις δὲ ἀμφιβάλῃ ὅτι τὴν σύστασιν ταύτην ἡ γραῖα ἔκαμε χιλιάκις εἰς τὴν δουλεύτραν της, ἀλλ᾽ ἡ Ἀθηνιὼ δὲν ἦτο ἐξ ἐκείνων τῶν γυναικῶν αἵτινες καθίστανται προσεκτικαί.
Εἰς τὴν ἀκμὴν λοιπὸν τῆς πλήρους ἐνδιαφέροντος συνδιαλέξεώς των, ἤκουσαν αἴφνης αἱ εἰς τὴν πεζούλαν καθήμεναι γυναῖκες κρότον τινά, ὡς πλατάγησιν σώματος πίπτοντος εἰς ὕδωρ, καὶ συγχρόνως πεπνιγμένην κραυγήν, καὶ μετ᾽ αὐτὴν δευτέραν κραυγὴν δυνατωτέραν.
Αἱ γυναῖκες ἀνωρθώθησαν αὐτομάτως.
Ἀλλὰ πρὶν αὐταὶ κινηθῶσιν, ἡ θύρα τοῦ ἰσογείου ἠνοίχθη μετὰ κρότου, καὶ ἡ θεια-Σοφούλα, ἔντρομος, ἀνυπόδητος, μὲ τὲς κάλτσες μόνον, γυμνώλενος, μὲ τὰς χεῖρας ζυμαρωμένας, ἔτρεξε πρὸς τὸ φρέαρ κράζουσα:
―  Τὸ κορίτσι! τὸ κορίτσι!
Διὰ τῆς εἰς τὴν στοργὴν ἰδιαζούσης μαντείας, ἡ θεια-Σοφούλα ἐνόησεν ἀμέσως ὅτι ἡ μικρά της βαπτιστικὴ εἶχε πέσει ἐντὸς τοῦ φρέατος. Καὶ τῷ ὄντι δὲν ἠπατᾶτο.
Ἐνῷ ἔτρεχεν ἡ Σοφούλα, ἰδοῦσα 〈τὸ〉στόμιον τοῦ φρέατος ἀνοικτόν, ἐπλησίασε, προσεκολλήθη ἐπὶ τοῦ χθαμαλοῦ ξυλίνου φραγμοῦ, εἶδεν ἐπὶ τοῦ ὕδατος εἰκονιζομένην τὴν ἀγγελικὴν ξανθὴν μορφήν της, ἤρχισε νὰ τῇ προσμειδιᾷ, ἔκυψεν ὑπερμέτρως, ὠλίσθησεν ἐπὶ τῆς στιλπνῆς ὡς ἐκ τῆς συχνῆς προστριβῆς τοῦ σχοινίου σανίδος, καὶ ἔπεσε κατακέφαλα ἐντὸς τοῦ φρέατος.
Αἱ ἄλλαι γυναῖκες, καὶ ἡ Ἀθηνιὼ μετ᾽ αὐτῶν, καθ᾽ ὑπερβολὴν διαστέλλουσαι τοὺς βραχίονας, ἔτρεξαν κατόπιν τῆς θεια-Σοφούλας.
―Ἕναν κουβά! ἕνα γιουρδέλι! ἐκραύγαζεν ἔκφρων ἡ γραῖα Σοφούλα.
―Ἕνα τσιγγέλι! ἔκραξε καὶ ἡ Ἀθηνιὼ σκοτισμένη· (ὡς νὰ εἶχε πέσει δηλ. εἰς τὸ φρέαρ τὸ ἰβάνιον, δι᾽ οὗ ἀντλοῦσιν ὕδωρ).
―  Τὰ τσιγγέλια νὰ σὲ τραβοῦν, σκύλα! τῇ ἔκραξε μὲ κεραυνοβόλον βλέμμα ἡ θεια-Σοφούλα. Μοῦ ἔπνιξες τὸ παιδί.
Ἡ γραῖα τῷ ὄντι δὲν ἐβράδυνε νὰ ἐννοήσῃ, ὅτι τὸ δυστύχημα ὠφείλετο εἰς τὴν ἀπροσεξίαν τῆς δουλεύτρας της.
―  Νὰ κατεβῶ ἐγὼ στὸ πηγάδι, νοννά, τῇ εἶπεν ἡ Ἀθηνιώ.
Ἐπειδὴ ἐβράδυνε νὰ φανῇ πουθενὰ κουβάς, διότι εἶναι γνωστὸν πόσον τὰ χάνουν οἱ ἄνθρωποι εἰς τὰς δεινὰς περιστάσεις, καὶ ἐνῷ μία τῶν γυναικῶν ἔτρεχεν ἀπ᾽ ἐκεῖ, ἄλλη ἀπ᾽ ἐδῶ, καὶ ἡ μικρὰ ἐν τῷ μεταξὺ ἐπνίγετο, ἡ θεια-Σοφούλα ἐπέτρεψεν εἰς τὴν Ἀθηνιὼ τὴν χάριν ταύτην. Ἤξευρε δὲ ἄλλως, ὅτι εἰς τοῦτο, καθὼς καὶ εἰς πᾶσαν ἄλλην ἐργασίαν εἰς τοὺς ἄνδρας μᾶλλον ἁρμόζουσαν, ἦτο ἐπιτηδεία.
Ἡ Ἀθηνιὼ λοιπὸν ἐσήκωσε τὰ φουστάνια της ὑπεράνω τοῦ γόνατος, καὶ πατοῦσα εἰς τὰς γνωστὰς αὐτῇ ἐσοχὰς τοῦ ἐσωτερικοῦ λιθοκτίστου τοῦ φρέατος, τὰς ἐπίτηδες κατασκευαζομένας εἰς πᾶσαν ὀρυχὴν φρέατος, κατῆλθε μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ ὕδατος.
Οὐδαμοῦ ἐφαίνετο ἡ μικρά.
Τὸ βάθος τοῦ ὕδατος ἦτο τρὶς ἴσον μὲ ἀνάστημα ἀνδρός, καὶ ἡ Ἀθηνιὼ δὲν ἠδύνατο νὰ προχωρήσῃ κατωτέρω.
Ἐν τῷ μεταξὺ εὑρέθη καὶ ὁ κουβάς, καὶ κατεβιβάσθη μέχρι τῶν χειρῶν τῆς Ἀθηνιῶς. Αὕτη ἔλαβε τὸ σχοινίον καὶ ἤρχισε νὰ περιστρέφῃ τὸ ἰβάνιον ἐντὸς τοῦ ὕδατος.
Ἡ θεια-Σοφούλα ὠλόλυζε καὶ ἔσχιζε τὰς παρειάς της. Ἡ καρδία της δὲν ᾐσθάνετο πλέον τῆς ἐλπίδος τὴν θαλπωρήν…
Τέλος τὸ ἰβάνιον προσέκοψεν εἰς σῶμά τι ἀνερχόμενον. Ἡ μικρὰ ἀνέβη εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, ἀλλ᾽ ἦτο ἤδη πτῶμα…
Ἡ κεφαλὴ ἦτο δεινῶς μεμωλωπισμένη. Κατενεχθεῖσα σφοδρῶς εἰς τὸ ὕδωρ εἶχε κτυπήσει ἐπὶ τοῦ λίθου, ἐζαλίσθη, κατέπιε πολὺ νερόν, καὶ δὲν ἀνῆλθε ταχέως εἰς τὴν ἐπιφάνειαν…
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ἐπὶ ζωῆς της δὲν ἐπαρηγορήθη ἡ θεια-Σοφούλα διὰ τὸ οἰκτρὸν τοῦτο ἀτύχημα. Ἴσα ἴσα ἡ τελευταία βαπτιστική της!…
Διετήρησε δὲ τὴν πρὸς τὴν ἀθῴαν νεκρὰν στοργήν της μέχρι εὐσεβοῦς προλήψεως. Ζήσασα ἐπὶ ἱκανὰ ἔτη ἀκόμη, κατεσκεύαζεν ἀνελλιπῶς κατ᾽ ἔτος τῇ Μ. Πέμπτῃ τὴν κοκκώνα τῆς ἀτυχοῦς μικρᾶς, καὶ τὴν Κυριακὴν τοῦ Πάσχα, ἅμα ἐπέστρεφε τὸ πρωὶ ἀπὸ τῆς λειτουργίας τῆς Ἀναστάσεως ἤνοιγε, τότε μόνον, τὸ ἄχρηστον μεῖναν φρέαρ καὶ ἔρριπτεν εἰς τὸ ὕδωρ τὴν κοκκώναν καὶ τὰ κόκκινα αὐγὰ τῆς μικρᾶς Σοφούλας της.
Ἐβεβαίου δὲ ἡ ἀγαθὴ γυνή, ὅτι ἀνεξήγητος εὐωδία ἀνήρχετο τότε ἀπὸ τοῦ ὕδατος, ὡς θυμίαμα ἀθῴας ψυχῆς ἀναβαῖνον πρὸς τὸν θεάνθρωπον Πλάστην.