Ποιήματα της Μάτσης Χατζηλαζάρου, της πρώτης Ελληνίδας υπερρεαλίστριας ποιήτριας
Η ίδια η Μάτση θυμάται για εκείνη την περίοδο της ζωής της: "Όταν έφυγα στο Παρίσι, 25 ετών, μέθυσα μ´αυτά που βρήκα εκεί. Ζούσα με τον ανεψιό του Πικασό κι έπεσα με τα μούτρα σε όλα τα καινούρια πράγματα. Όταν με ρωτούσαν στο Ινστιτούτο, "γιατί θέλετε να πάτε στη Γαλλία;", είπα πολύ απλά "θέλω απλώς να δω και ν᾽αγγίξω με το χέρι μου έναν Ματίς κι έναν Πικάσο". Κι έγινε ακριβώς αυτό. Πιστεύω ότι εκείνο που κατά βάθος επιθυμούμε περισσότερο, γίνεται...".
Πάμπλο Πικάσο, Γυναίκα με μπλε καπέλο. 1901. Ιδιωτική Συλλογή.
Ιδού λοιπόν κάποια αποσπάσματα από τα ποιήματα που έγραψε η Μάτση Χατζηλαζάρου αυτή την περίοδο στο Παρίσι. Πρόκειται για ποίηση μεθυστική, συνειρμική και λυρική ταυτόχρονα, ποίηση μιας γυναίκας που δονεί και δονείται...
Το 1949 εκδίδει στο Παρίσι την ποιητική συλλογή Cinq Fois (Πέντε Φορές). Η έκδοση, που περιέχει πέντε ποιήματα, κοσμείται με έξι χαλκογραφίες του Βιλατό.
Απόσπασμα από το ποίημα 3o Figure (Πορτραίτο 92 εκ. Χ 73 εκ.)
από τη συλλογή Cinq Fois
από τη συλλογή Cinq Fois
γυναίκα που ντύνεται σ᾽ένα δωμάτιο ξενοδοχείου δε
βιάζεται σταματάει συχνά μπροστά στον καθρέφτη
Ναι σταθείτε
έρχομαι αμέσως
άραγε πήρα το κλειδί μου την ταυτότητά μου
και το μάτι μου το λαμπερό για τις μέρες της βροχής
ναι προτιμώ νά᾽χω το μάτι μου στην τσέπη
όπου φτάνει το χέρι
στην Ελλάδα είχα κάμποσα από δαύτα
τα φορούσα στο λαιμό μου
ανάκατα με άλλα κοχύλια
ένα σαλιγκάρι ένα μάτι ένα φρέσκο φυστίκι
ένα μάτι ένα ποτήρι κρασί
ένα μάτι μια μάλλινη θαλασσιά κλωστή
ένα μάτι ένα μάτι
ουφ αηδία το "μάτι"
εκείνο που πρέπει να πω
θα ᾽τανε της τάξης των κύκλων
που μια μύγα διαγράφει
σαν πετάει μες στο δωμάτιό μου
ναι ναι
για μας ο ουρανός
και οι εκστάσεις της κάθε γκέλας
ή μπούμεραγκ ή ερωτικού καλειδοσκοπίου
"μάτι" κι αυτά
μα δεν τον χωνεύω πια τούτον
τον κρυπτοδιανοούμενο κρυπτοεγκαφαλικό
της ψευτοαποκάλυψης
εγώ θέλω να᾽μαι καρέκλα
και καμηλοπάρδαλις και φωνή πουλιού
και παράθυρο τζάμι κάσα και ό,τι άλλο
...
Πάμπλο Πικάσο, Γυναίκα μπροστά στον καθρέπτη. 1932. Museum of Modern Art (MOMA).
N. York.
...
αναστενάζει
μα αλίμονό μου
αγαπάω τα μαλλιά σου
χωρίς να᾽μαι η χωρίστρα σου
ούτε για μια μέρα
αγαπάω το χέρι σου
και δεν είμαι η μυρουδιά
του τσιγάρου και του νεφτιού
πάνω στα δάχτυλά σου
και ποτέ δε με κατάπιες
ζεστή γουλιά καφέ
μόλις χυμένη μες στο φλυτζάνι
θα᾽τανε καλοκαίρι κοντά στη θάλασσα
η άκρη του χοντρού φλυτσανιού δροσερή
ανάμεσα στα χείλια σου
μας εσείς λακκούβες με τη θάλασσα
συγκρατήστε το πρόσωπό μου εκείνο
του μικρού αμήχανου κοριτσιού
καθώς σκάλιζε ανάμεσα στα βράχια
με την άμπωτη
μετά η θάλασσα ξανανέβαινε
ζυγοδεμένη στα μικρά καβούρια
στους φελλούς στις γαρίδες
κι εκείνο το πρόσωπο
δε μου το ξαναδώσατε ποτέ
αναγκάστηκα λοιπόν να φκιάσω διαφορετικό πανί
για τη βάρκα μου
μα εσύ που με περιμένεις
και με κοιτάς
εσύ που με φοράς στο λαιμό σου
όπως ο στρατιώτης το φυλαχτό του
μη χαϊδεύεις πια τα μαλλιά μου
τη Δευτέρα κιόλας
κάθε φούλι στους ανθοπώλες του Παρισιού πέθανε
όταν με είπες Μάτση
...
N. York.
...
αναστενάζει
μα αλίμονό μου
αγαπάω τα μαλλιά σου
χωρίς να᾽μαι η χωρίστρα σου
ούτε για μια μέρα
αγαπάω το χέρι σου
και δεν είμαι η μυρουδιά
του τσιγάρου και του νεφτιού
πάνω στα δάχτυλά σου
και ποτέ δε με κατάπιες
ζεστή γουλιά καφέ
μόλις χυμένη μες στο φλυτζάνι
θα᾽τανε καλοκαίρι κοντά στη θάλασσα
η άκρη του χοντρού φλυτσανιού δροσερή
ανάμεσα στα χείλια σου
μας εσείς λακκούβες με τη θάλασσα
συγκρατήστε το πρόσωπό μου εκείνο
του μικρού αμήχανου κοριτσιού
καθώς σκάλιζε ανάμεσα στα βράχια
με την άμπωτη
μετά η θάλασσα ξανανέβαινε
ζυγοδεμένη στα μικρά καβούρια
στους φελλούς στις γαρίδες
κι εκείνο το πρόσωπο
δε μου το ξαναδώσατε ποτέ
αναγκάστηκα λοιπόν να φκιάσω διαφορετικό πανί
για τη βάρκα μου
μα εσύ που με περιμένεις
και με κοιτάς
εσύ που με φοράς στο λαιμό σου
όπως ο στρατιώτης το φυλαχτό του
μη χαϊδεύεις πια τα μαλλιά μου
τη Δευτέρα κιόλας
κάθε φούλι στους ανθοπώλες του Παρισιού πέθανε
όταν με είπες Μάτση
...
Ανρί Ματίς, Γυναίκα στα μπλε. 1937. Rhiladelphia Museum of Art.
Πάμπλο Πικάσο, Γυναίκα στα πράσινα. 1901. The Metropolitan Museum of Art. Ν. York.
Από τη συλλογή Κρυφοχώρι
βράδυ
Συγυρίζοντας κάτι μπαούλα
ανακάλυψε πως
μαζί της δεν έσερνε μόνο
το στίχο της Βάρκιζας
αλλά και λίγην άμμο
που᾽τριζε σιγά σιγά
μες στον ποδόγυρο
ενός φουστανιού
γι᾽αυτό λέει
πάντα ακούω το άγχος
εκείνης της ώρας
που όλα θρυμματίστηκαν
κι έγιναν ένα
με την αμμουδιά
σάπια και άχρηστη
είμαι εδώ μόνη
πάνω στα τελευταία
συντρίμμια ζωής που ξέρω
η πίκρα μου η θλίψη
πλέουνε συνεχώς
κατά τη θάλασσα
σαν τα ψόφια ψάρια
που κατηφορίζει ο Σηκουάνας
Γριγρία τι νιαουρίζεις τώρα
θέλεις να βγεις
έλα ανοίγω την πόρτα
φύγε και συ
δε χωράνε πια τα ψέματα
http://www.philamuseum.org/collections/permanent/55720.html
http://www.moma.org/collection/object.php?object_id=78311
http://www.metmuseum.org/toah/works-of-art/61.85
http://www.wikipaintings.org/en/pablo-picasso/woman-with-blue-hat-1901
Το 1951 εκδίδεται στην Αθήνα η συλλογή της Μάτσης Χατζηλαζάρου Κρυφοχώρι που επίσης κοσμείται από 4 χαλκογραφίες του Βιλατό. Η συλλογή περιέχει τα ποιήματα Πρωί, Απόγευμα, Βράδυ, Οδυρμός, Άσμα. Η ίδια η Χατζηλαζάρου έχει μιλήσει για την επιρροή του Βιλατό σ᾽αυτή τη συλλογή. Θεωρεί ότι ο Βιλατό της έμαθε το λυρικό λόγο.
Από τη συλλογή Κρυφοχώρι
πρωί
Θυμήθηκε τα γριγριά
που αντιλαλούν και φέγγουνε
σε μεγάλη διαδρομή καημών
από τον εαυτό της
μακριά στα νερά της Βάρκιζας
όμως έσερνε μαζί έναν στίχο
τα γριγριά αντιλαλούν και φέγγουν
μην επιμένεις εδώ
ισχνή μου λέξη γριγριά
τα γάμμα-ρο και τα γιώτα
δε φωτάνε κανένα βυθό
δε βαράνε γδούπους πάνω στη θάλασσα
μηδέ τα συνερίζεται ο μπάτης
όταν ξεμουδιάζει το πρωινό
και ένα ένα φυσάει
άστρα φάρους και λάμπες
γριγριά
τι με παιδεύεις
φτάνουνε οι θύμησες
αρρώστια είν᾽ τα λόγια τους
τι με κατατρέχεις
αναβοσβήνεις μπροστά μου
άμα λιγώνουμαι στον καναπέ
φύγε γριγριά φύγε
δε μπορώ άλλο
χάνουμαι
Θυμήθηκε τα γριγριά
που αντιλαλούν και φέγγουνε
σε μεγάλη διαδρομή καημών
από τον εαυτό της
μακριά στα νερά της Βάρκιζας
όμως έσερνε μαζί έναν στίχο
τα γριγριά αντιλαλούν και φέγγουν
μην επιμένεις εδώ
ισχνή μου λέξη γριγριά
τα γάμμα-ρο και τα γιώτα
δε φωτάνε κανένα βυθό
δε βαράνε γδούπους πάνω στη θάλασσα
μηδέ τα συνερίζεται ο μπάτης
όταν ξεμουδιάζει το πρωινό
και ένα ένα φυσάει
άστρα φάρους και λάμπες
γριγριά
τι με παιδεύεις
φτάνουνε οι θύμησες
αρρώστια είν᾽ τα λόγια τους
τι με κατατρέχεις
αναβοσβήνεις μπροστά μου
άμα λιγώνουμαι στον καναπέ
φύγε γριγριά φύγε
δε μπορώ άλλο
χάνουμαι
(H Mάτση "παίζει" με τη λέξη γριγριά. Η γάτα της ονομαζόταν Γριγρία).
Από τη συλλογή Κρυφοχώρι
βράδυ
Συγυρίζοντας κάτι μπαούλα
ανακάλυψε πως
μαζί της δεν έσερνε μόνο
το στίχο της Βάρκιζας
αλλά και λίγην άμμο
που᾽τριζε σιγά σιγά
μες στον ποδόγυρο
ενός φουστανιού
γι᾽αυτό λέει
πάντα ακούω το άγχος
εκείνης της ώρας
που όλα θρυμματίστηκαν
κι έγιναν ένα
με την αμμουδιά
σάπια και άχρηστη
είμαι εδώ μόνη
πάνω στα τελευταία
συντρίμμια ζωής που ξέρω
η πίκρα μου η θλίψη
πλέουνε συνεχώς
κατά τη θάλασσα
σαν τα ψόφια ψάρια
που κατηφορίζει ο Σηκουάνας
Γριγρία τι νιαουρίζεις τώρα
θέλεις να βγεις
έλα ανοίγω την πόρτα
φύγε και συ
δε χωράνε πια τα ψέματα
Βλ. Χ. Δανιήλ, ...Ιούς, Μανιούς, ίσως και Aqua Marina. Μάτση Χατζηλαζάρου, η πρώτη Ελληνίδα υπερρεαλίστρια, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2011.
http://www.translatum.gr/forum/index.php?topic=36865.0http://www.philamuseum.org/collections/permanent/55720.html
http://www.moma.org/collection/object.php?object_id=78311
http://www.metmuseum.org/toah/works-of-art/61.85
http://www.wikipaintings.org/en/pablo-picasso/woman-with-blue-hat-1901
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου