Καράβια.
Έχει ζωγραφίσει πολύ μεγάλο αριθμό έργων, γύρω στους 6.000 πίνακες, ο Ρώσος Ivan Konstantinovich Aivazovski (1817-1900), o oποίος θεωρείται από τους σημαντικότερους θαλασσογράφους του ρομαντισμού. Οι θαλασσογραφίες του διακρίνονται από πνεύμα μυστικισμού, ονειρική και μυστηριώδη ατμόσφαιρα, λυρισμό και ποιητικότητα.
Θαλασσινά τοπία και όψεις των λιμανιών από τα διάφορα ταξίδια του στην Κριμαία και τη Μαύρη Θάλασσα, τον Βόσπορο (Κωνσταντινούπολη), τη Μεσόγειο (Ιταλία, Ελλάδα, Αίγυπτο), μεγάλα ιστιοφόρα και κομψές φρεγάτες που πλέουν την ανατολή και τη δύση, στο φως του ήλιου και της σελήνης, στην ομίχλη και τα σύννεφα, τη μέρα και τη νύχτα, σε ήρεμη και ταραγμένη θάλασσα, αλλά και σεμνές βάρκες και ταπεινά ψαροκάικα είναι τα αγαπημένα του θέματα. Η ανθρώπινη παρουσία φαντάζει μικρή, ασήμαντη και αδύναμη μπροστά στην απεραντοσύνη και το μεγαλείο της θάλασσας και του ουρανού, ενώ οι απεικονίσεις των καραβιών ανυψώνονται σε εικόνες οραματικές και σύμβολα.
Ας δούμε μία επιλογή από το έργο του και ας διαβάσουμε το ποίημα "Τα καράβια" του συμβολιστή ποιητή Κωνσταντίνου Χατζόπουλου.
Ivan Konstantinovich Aivazovski, Στόλος στη θάλασσα. 1838.
Τα καράβια
Και τα μάτια στο θάμπωμα ανοιχτά
και τα μάτια σα σε όραμα χαμένα,
και τα μάτια στο θάμπωμα πνιχτά
τα καράβια κοιτάζουνε μακριά,
τα καράβια σαν όραμα χαμένα.
Και τα μάτια στο θάμπωμα ανοιχτά
και τα μάτια σα σε όραμα χαμένα,
και τα μάτια στο θάμπωμα πνιχτά
τα καράβια κοιτάζουνε μακριά,
τα καράβια σαν όραμα χαμένα.
Μιάν αυγή είχαν αφήσει τη στεριά,
τα πανιά τους σαν όραμα απλωμένα,
και μπροστά τους γελούσαν τα νερά
και τριγύρο σκιρτούσανε φτερά
στα πανιά τους στον άνεμο απλωμένα.
Ivan Konstantinovich Aivazovski (1817-1900), Ο πλους του στόλου της Μαύρης Θάλασσας. 1848.
Ivan Konstantinovich Aivazovski (1817-1900), Ο πλους του στόλου της Μαύρης Θάλασσας. 1848.
Και ήταν όνειρο εμπρός τους το γλαυκό
και ήταν όνειρο που έφευγαν λευκό,
τα πανιά τους σαν όραμα απλωμένα,
μα στα μάκρη τα βρήκε η καταχνιά
με απλωμένα τα βρήκε τα πανιά
και με απλωμένα απόμειναν πανιά
Ivan Konstantinovich Aivazovski, Καράβι το πρωί. 1849.
Χαμένα στην ξένη την αυγή,
στην ασάλευτη ολόγυρα σιγή
μα ασάλευτα απλωμένα σα νεκρά
τα πανιά τους στα ολόθαμπα νερά
τα μάτια κοιτάζουνε μακρά
τα καράβια σαν όνειρα χαμένα
Ιvan Aivazovski, Nύχτα με φεγγάρι. 1857.
https://www.wikiart.org/en/ivan-aivazovsky
https://en.wikipedia.org/wiki/Ivan_Aivazovsky
Ivan Konstantinovich Aivazovski, Στην παραλία. 1843.
Ιvan Konstantinovich Aivazovski, Δύση στην Κριμαία. 1865.
Ιvan Aivazovski, Nύχτα με φεγγάρι. 1857.
https://www.wikiart.org/en/ivan-aivazovsky
https://en.wikipedia.org/wiki/Ivan_Aivazovsky
Ωραίοι πίνακες. Ωραίο ποίημα. Ειδικός επί του θέματος ο Παναγής Αντωνόπουλος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚΑΡΑΒΙΑ
Στους Όλγα Σακαντάνη, Σπύρο Μαυρογέν.
Καράβια που ταξίδευα, γιατάκια μου στενά,
με νοσταλγία περισσή θυμάμαι το καθένα.
Δουλειά και σπίτι και τροφή μου δίνατε συχνά,
μα ξέμπαρκος σαν έμενα μοιάζατε πετρωμένα.
Μαζί σας έζησα σαφώς μια έντονη ζωή,
κοντά σας κατανάλωσα στιγμές μου μαγεμένες,
και παταράτσα δυνατά στ’ ανέμου την πνοή,
με μάθατε να αγαπώ, κουβέρτες σκουριασμένες.
Κάποιον που έζησε με σας και ξέρει μουσική
η μελωδία των τριγμών μπορεί να σαγηνέψει.
Όμως εμένα με μεθούν τα φάλτσα του Γαρμπή
όταν μέσα στα ξάρτια σας θελήσει να χορέψει.
Ποτέ λοστρόμο δεν ξεχνώ τις γάσες να κεντά
και ο δόκιμος ευλαβικά τα χέρια να κοιτάζει,
ούτε ρασκέτα θερμαστή τη σχάρα να κτυπά
τα τζένερα του άνθρακα μες στο μπουλμέ ν’ αδειάζει.
Ένιωθα τη λαχτάρα σας, σαν έφτανε η στιγμή,
μέσα σε μια δεξαμενή στεγνά, μαρμαρωμένα,
για τη δική μας θαλπωρή και αγάπη περισσή
που με μουράβιες και μπογιές σας βγάζει στολισμένα.
Και όταν ερχόταν ο καιρός, η φύση που μετρά
τη δύναμη κάποιας ψυχής, τις αντοχές της ύλης,
μαζί περνάγαμε σαφώς την όποια συμφορά,
μαζί νικούσαμε στοιχειά, θάλασσες κάποιας μήνης.
Πάλι σαν κάποια από σας σε reef-i φονικό
επάνω σκαρφαλώνατε από δικό μας λάθος,
ένιωθα λύπη και χαρά για τούτο το χαμό
αφού ο θάνατος για σας θα είχε χρόνου βάθος.
Μνημόσυνο και προσευχή για τ’ άτυχα σκαριά
που κείτονται ασάλευτα στ’ αβύσσου τα σκοτάδια,
αυτά που μοίρα φθονερή τα τράβηξε βαθιά,
μάνες, κυράδες κι αδελφές ντύνοντας μες στα μαύρα.
Θλίψη και πίκρα και λυγμός όταν κάποια φορά
τα βήματα με φέρνουνε σε παλιατζή καρνάγιο
και βλέπω δόξες θαλασσών να πέφτουν στωικά,
αφού καιρό καμάρωναν στης γης κάποιο μουράγιο.
Βαπόρια μου πανέμορφα και πλοία μου τρανά,
αν είχα τόση δύναμη θα ‘φτιαχν’ αγαπημένα
για σας λιμάνια μυθικά να είστε εδώ στερνά
και ιστορίες να ‘χετε να λέτε για τα ξένα.
Παναγής Αντωνόπουλος
Υπέροχο το ποίημα! Δεν το ήξερα. Ευχαριστώ πολύ! Καλή μας εβδομαδα!
ΑπάντησηΔιαγραφή