Κ. Χατζόπουλος, Πέρασες
O Kωνσταντίνος Χατζόπουλος (1868-1920) θεωρείται ο κύριος εισηγητής του συμβολισμού στην νεοελληνική ποίηση και πεζογραφία. Μπορούμε να ανιχνεύσουμε τα χαρακτηριστικά του συμβολισμού κυρίως στη δεύτερη και την τέταρτη ποιητική του συλλογή, τα Ελεγεία και τα ειδύλλια (1898) και Βραδινοί Θρύλοι (1920). Η συλλογή Βραδινοί Θρύλοι αποτελείται από τα παρακάτω ποιητικά έργα: Ίσκιοι του Φθινοπώρου, Βράδυ, Στο Γύρισμα του Δρόμου, και Πέρασες.
Η ποιητική σύνθεση Πέρασες αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα συμβολιστικής γραφής και είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα του Κ. Χατζόπουλου. Το ποιητικό υποκείμενο, το εγώ, απευθύνεται στο εσύ, πίσω από το οποίο υπονοείται μία γυναικεία ερωτική παρουσία ή μάλλον "απουσία", αφού πέρασε και έφυγε από τη ζωή του, όχι όμως και από τη μνήμη του...Το ποιητικό υποκείμενο, που φαίνεται ότι κάποτε την άφησε να φύγει, τη θυμάται πάντα, την αναζητά συνεχώς και την περιμένει διαρκώς, καθώς οι εποχές του χρόνου εναλλάσσονται κυκλικά... Εικόνες από τη φύση καλύπτουν υπαινικτικά τα συναισθήματα...
Πέρασες και είχες στα μαλλιά
ρόδα και φως και είχες στο χέρι
κρίνα λευκά και στάχυα απ᾽τον αγρό·
και σε είδα και είπα κι έφτασε
το καλοκαίρι.
Μα ήρθες και σκόρπισες τα στάχια στο νερό,
τα ρόδα στον αέρα·
και μ᾽έναν κρίνο στάθηκες, ωχρή
σα φθινοπώρου μέρα.
Στάθηκες ωχρή
με το βλέμμα πέρα,
κι ήταν τόσο ωχρή
και τριγύρω η μέρα.
Κι ήταν η ώρα ωχρή,
βράδυ ως να είχε γίνει·
μόνο ένα άυλο φως
γύρω σου είχε μείνει,
και ήσουν σα να λες,
όπως είχες μείνει:
Είχα μιαν αυγή,
μιαν άνοιξη προσμείνει.
Κι έβλεπες τα ρόδα
κάτω στο νερό
και τον κρίνο ωχρό
κοίταζες το χέρι.
Κοίταζες: σαν κάτι
να έτρεμε ξερό·
κοίταζες: σαν κάπου
να έφευγε φτερό,
κι άπλωσες το χέρι.
Και ήταν σα φτερό
μες το φως το ωχρό
που ένευε το χέρι.
S. J. W. Waterhouse, Βοριάς. 1903. Ιδιωτική Συλλογή.
Κι έφυγες και πας,
πας με το καλό·
και να σε καλώ
πίσω μη γυρίσεις.
Ήσουνα για μένα
μιας αυγής δροσιάς,
ήμουνα για σένα
συννεφιά σταχτιά,
συννεφιά θολή.
Ήρθες να τη σβήσεις
κι έσβησες, καλή·
πίσω μη γυρίσεις!
Και κακός αέρας
στάθηκα για σε,
που πνιγμένα πνέει
και τα φύλλα καίει.
Κι ήρθα και σου μάρανα
ό,τι δροσερό
κι ήρθα και σε θόλωσα,
γάργαρο νερό.
Κι έξω στην ολάνθιστη
που στεκόσουνα θύρα
πέρασα φθινόπωρο
κι έμεινα σα μοίρα.
Στου βραδιού τη σιγή
που το φως αργοτρέμει,
λευκή λάμψη μια αυγή,
θολή η μνήμη σου τρέμει.
Σαν πνοή σιγαλή
σ᾽ενός κλώνου την άκρη,
είναι η θλίψη απαλή
που κυλά με το δάκρυ
σα για φύλλο ξερό
μαδημένο στο κρύο,
σα για φύλλο σβηστό
σε χαμένο βιβλίο.
Το είχα γράψει μια αυγή
που είχες όνειρο φτάσει·
σαν κισσός την πηγή
σε είχα γύρω σκεπάσει.
Άνοιξη ήταν γλυκειά
κι είχε λιώσει το χιόνι,
μα ήσουν δίχως λαλιά,
θλιβερό χελιδόνι
που ζητούσε φωλιά.
Αλλά εσύ δε ζητούσες,
μα θωρούσες ψηλά
στο γλαυκό και γελούσες.
S. J. W. Waterhouse, Λιβάδι λουλουδιών (σχέδιο για τον ομώνυμο πίνακα). 1894. Ιδιωτική Συλλογή.
Και γελούσες ωχρά
και θωρούσες θλιμμένα,
λες και σου᾽ταν νεκρά
τ᾽άνθη που είχα σπαρμένα.
Κι ως περνούσα, εμπρός
είχα εκεί γονατίσει·
ήσουν λάμψη κι αφρός
και στα χέρια έχει σβήσει.
Ήταν τ᾽άστρα ή κεριά
που είχαν γύρω αναμμένα;
Άδεια μένει η μεριά
και τα μάτια κλαμμένα.
Μα θάρθω μια μέρα,
πού, ποιος ξέρει πού;
να στάξω για σένα
δροσιά του ουρανού.
Και θάρθεις μια μέρα,
αλλού τάχα ή εδώ;
ψυχή να μου απλώσεις
λευκό το φτερό.
Και θάμαι η πνοή του,
σα να έγινα λες
φωνή στον αέρα
και κλαίω για να κλαις.
Η λεύκα σου κάτω
τα φύλλα κρεμά
και γέρνει τους κλώνους,
σα να ήταν ιτιά.
Κι ως να είναι η φωνή σου
πουλί που λαλεί·
και πνεύμα η πνοή σου
την ώρα καλεί.
Δροσιά ήταν και χάδι
και φως και ευωδιά-
αχ, φτάνει το βράδυ
που τρέμει η καρδιά.
Κι έφυγες και πας,
πας με το καλό·
και να σε καλώ
πίσω μη γυρίσεις.
Ήσουνα για μένα
μιας αυγής δροσιάς,
ήμουνα για σένα
συννεφιά σταχτιά,
συννεφιά θολή.
Ήρθες να τη σβήσεις
κι έσβησες, καλή·
πίσω μη γυρίσεις!
Και κακός αέρας
στάθηκα για σε,
που πνιγμένα πνέει
και τα φύλλα καίει.
Κι ήρθα και σου μάρανα
ό,τι δροσερό
κι ήρθα και σε θόλωσα,
γάργαρο νερό.
Κι έξω στην ολάνθιστη
που στεκόσουνα θύρα
πέρασα φθινόπωρο
κι έμεινα σα μοίρα.
Στου βραδιού τη σιγή
που το φως αργοτρέμει,
λευκή λάμψη μια αυγή,
θολή η μνήμη σου τρέμει.
Σαν πνοή σιγαλή
σ᾽ενός κλώνου την άκρη,
είναι η θλίψη απαλή
που κυλά με το δάκρυ
σα για φύλλο ξερό
μαδημένο στο κρύο,
σα για φύλλο σβηστό
σε χαμένο βιβλίο.
Το είχα γράψει μια αυγή
που είχες όνειρο φτάσει·
σαν κισσός την πηγή
σε είχα γύρω σκεπάσει.
Άνοιξη ήταν γλυκειά
κι είχε λιώσει το χιόνι,
μα ήσουν δίχως λαλιά,
θλιβερό χελιδόνι
που ζητούσε φωλιά.
Αλλά εσύ δε ζητούσες,
μα θωρούσες ψηλά
στο γλαυκό και γελούσες.
S. J. W. Waterhouse, Λιβάδι λουλουδιών (σχέδιο για τον ομώνυμο πίνακα). 1894. Ιδιωτική Συλλογή.
Και γελούσες ωχρά
και θωρούσες θλιμμένα,
λες και σου᾽ταν νεκρά
τ᾽άνθη που είχα σπαρμένα.
Κι ως περνούσα, εμπρός
είχα εκεί γονατίσει·
ήσουν λάμψη κι αφρός
και στα χέρια έχει σβήσει.
Ήταν τ᾽άστρα ή κεριά
που είχαν γύρω αναμμένα;
Άδεια μένει η μεριά
και τα μάτια κλαμμένα.
Μα θάρθω μια μέρα,
πού, ποιος ξέρει πού;
να στάξω για σένα
δροσιά του ουρανού.
Και θάρθεις μια μέρα,
αλλού τάχα ή εδώ;
ψυχή να μου απλώσεις
λευκό το φτερό.
Και θάμαι η πνοή του,
σα να έγινα λες
φωνή στον αέρα
και κλαίω για να κλαις.
Η λεύκα σου κάτω
τα φύλλα κρεμά
και γέρνει τους κλώνους,
σα να ήταν ιτιά.
Κι ως να είναι η φωνή σου
πουλί που λαλεί·
και πνεύμα η πνοή σου
την ώρα καλεί.
Δροσιά ήταν και χάδι
και φως και ευωδιά-
αχ, φτάνει το βράδυ
που τρέμει η καρδιά.
S. J. W. Waterhouse, Ανθοδέσμη. 1908. Ιδιωτική Συλλογή.
Ανάερη και πνέει
κι είναι άυλη η ζωή
που απόμερα κλαίει-
Και γύρω θροή
στα φύλλα διαβαίνεις
κι αέρας κρυφός
και τρέμεις στη δύση
σα ρόδα και φως.
Και η ώρα πεθαίνει
σα στάλαγμα αργό,
κι ο αέρας σωπαίνει
και κλαίω τώρα εγώ.
Κι είχες πει να μη στήσω
φωλιά να καθίσω.
Κι είχες πει να μην κάνω
φτερά ν᾽ανασάνω
ψηλά στον αέρα,
στα κύματα πέρα.
Είπες μόνο: καρτέρει
μια αυγή τι θα φέρει.
Και νά με που μένω
κι ακόμα προσμένω.
Και πάντα προσμένω,
και φτάνει η αυγή·
και μένω ο πλεγμένος
κισσός στην πηγή.
Και μου είσαι το ρείθρο
που κλαίει σιγαλά
και μου είσαι το νέφος
που φεύγει ψηλά.
Και μου είσαι το δάκρυ
που στάζει θολό·
και πάντα προσμένω,
μα δε σε καλώ.
Κι όταν φτάσει η άνοιξη
κι έρθουν τα πουλιά
και γυρίσουν τ᾽άνθη,
σαν ένα καιρό
θα σε περιμένω.
Κι όταν έρθει πάλι
και το καλοκαίρι
με το μαϊστράλι,
σαν έναν καιρό
θα σε περιμένω.
Μα όταν το φθινόπωρο
ξαναφτάσει υγρό
και συννεφιασμένο,
θάρθω να σε βρω·
δε θα περιμένω.
S. J. W. Waterhouse, Έφυγε αλλά δεν ξεχάστηκε. 1873. Ιδιωτική Συλλογή.
Ανάερη και πνέει
κι είναι άυλη η ζωή
που απόμερα κλαίει-
Και γύρω θροή
στα φύλλα διαβαίνεις
κι αέρας κρυφός
και τρέμεις στη δύση
σα ρόδα και φως.
Και η ώρα πεθαίνει
σα στάλαγμα αργό,
κι ο αέρας σωπαίνει
και κλαίω τώρα εγώ.
Κι είχες πει να μη στήσω
φωλιά να καθίσω.
Κι είχες πει να μην κάνω
φτερά ν᾽ανασάνω
ψηλά στον αέρα,
στα κύματα πέρα.
Είπες μόνο: καρτέρει
μια αυγή τι θα φέρει.
Και νά με που μένω
κι ακόμα προσμένω.
Και πάντα προσμένω,
και φτάνει η αυγή·
και μένω ο πλεγμένος
κισσός στην πηγή.
Και μου είσαι το ρείθρο
που κλαίει σιγαλά
και μου είσαι το νέφος
που φεύγει ψηλά.
Και μου είσαι το δάκρυ
που στάζει θολό·
και πάντα προσμένω,
μα δε σε καλώ.
Κι όταν φτάσει η άνοιξη
κι έρθουν τα πουλιά
και γυρίσουν τ᾽άνθη,
σαν ένα καιρό
θα σε περιμένω.
Κι όταν έρθει πάλι
και το καλοκαίρι
με το μαϊστράλι,
σαν έναν καιρό
θα σε περιμένω.
Μα όταν το φθινόπωρο
ξαναφτάσει υγρό
και συννεφιασμένο,
θάρθω να σε βρω·
δε θα περιμένω.
Από την ποιητική συλλογή Βραδινοί Θρύλοι (1920)
S. J. W. Waterhouse, Έφυγε αλλά δεν ξεχάστηκε. 1873. Ιδιωτική Συλλογή.
Βλ. Κωνσταντίνου Χατζόπουλου, Τα ποιήματα, Εισαγωγή Γιώργος Βελουδής, εκδ. Νεοελληνική Βιβλιοθήκη-Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1992, σ. 329-342.
Για τους πίνακες του Waterhouse, βλ. http://www.artmagick.com/pictures/artist.aspx?artist=john-william-waterhouse
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου