Κώστας Καρυωτάκης, Αφιέρωμα
Από τα "Νοσταλγικά", δώδεκα ποιήματα που ανήκουν στη συλλογή "Νηπενθή" (1906) του Κώστα Καρυωτάκη, επιλέγω το ποίημα με τον τίτλο "Αφιέρωμα". Είναι ένα ποίημα μνήμης. Μνήμης της απώλειας. Το ποιητικό υποκείμενο θυμάται μία γυναικεία φιγούρα να παίζει πιάνο. Έχουν περάσει χρόνια! η εικόνα της στιγμής του μακρινού παρελθόντος επανέρχεται αχνά, αναβιώνει στο παρόν και εξαδινακεύεται. Είναι μία εικόνα με φως, με χρώμα και μουσική... Μία εικόνα που κινητοποιεί τις αισθήσεις, που απευθύνεται στις αισθήσεις. Μία εικόνα που συνθέτεται από εμπειρίες αισθήσεων: όραση ("ασημένιο", "εφωσφόριζαν γαλάζα"), ακοή (πιάνο, νότες, πλήχτρα, μελωδία, τραγουδήσει, εκελάηδησαν αηδόνια, θροΐζει), αφή (χέρι-μετάξι, γύρη στα δάχτυλα). Μία εικόνα που συγχέει το πραγματικό με το φανταστικό. Αλλά, τι σημασία έχει αν η γυναικεία μορφή έπαιξε μόνο πιάνο ή αν τραγούδησε; Το ποιητικό υποκείμενο "ακούει" ένα τραγούδι που του θυμίζει αηδόνια...Αυτό που έχει σημασία είναι ότι η στιγμή χάθηκε και αυτό που έμεινε είναι η αίσθηση της στιγμής και η γλυκιά θλίψη της απώλειας της νιότης...
Ασημένιο το μέτωπο. Και ωραία
τα μάτια σου εφωσφόριζαν γαλάζα.
Το πιάνο καθώς άνοιγες, δυο νέα
τριαντάφυλλα τρεμίζανε στα βάζα.
τα μάτια σου εφωσφόριζαν γαλάζα.
Το πιάνο καθώς άνοιγες, δυο νέα
τριαντάφυλλα τρεμίζανε στα βάζα.
μα οι κρόταφοί σου ρόδα πλέον ωραία.
Επάλευαν τα χέρια σου, εκερδίζαν·
τα πλήχτρα υποχωρούσανε· τις νότες,
τη μελωδία σαν έπαθλο χαρίζαν.
τα πλήχτρα υποχωρούσανε· τις νότες,
τη μελωδία σαν έπαθλο χαρίζαν.
Ακούαμε. Και τα αισθήματα, δεσμώτες
που την ελευτερία τους εκερδίζαν.
που την ελευτερία τους εκερδίζαν.
Δεν θυμούμαι καλά, πέρασαν χρόνια,
πώς είχες όμως λέω και τραγουδήσει·
εξόν αν εκελάηδησαν αηδόνια.
Λάλο ή βουβό, το χείλο σου είναι βρύση,
ελάφια κουρασμένα εμέ τα χρόνια.
πώς είχες όμως λέω και τραγουδήσει·
εξόν αν εκελάηδησαν αηδόνια.
Λάλο ή βουβό, το χείλο σου είναι βρύση,
ελάφια κουρασμένα εμέ τα χρόνια.
Η πεταλούδα πάντα θα πετάξει
αφήνοντας στα δάχτυλα τη γύρη.
Θρόισμα το αντίο, το χέρι σου μετάξι,
κι εχάθηκες. Από το παραθύρι
η πεταλούδα πάντα θα πετάξει...
αφήνοντας στα δάχτυλα τη γύρη.
Θρόισμα το αντίο, το χέρι σου μετάξι,
κι εχάθηκες. Από το παραθύρι
η πεταλούδα πάντα θα πετάξει...
http://karyotakis.awardspace.com/poems/nepenthe/afieroma.htm
http://search.nelson-atkins.org/collections/objectview.cfm?Start=33&ret=3&objectid=18606&2db12c05e79d194d-7E371A8A-AFE2-CBF4-
0F978FBEE0F69263
http://americanart.si.edu/collections/search/artwork/?id=10072
http://www.cincinnatiartmuseum.org/art/explore-the-collection?id=17996449
http://search.nelson-atkins.org/collections/objectview.cfm?Start=33&ret=3&objectid=18606&2db12c05e79d194d-7E371A8A-AFE2-CBF4-
0F978FBEE0F69263
http://americanart.si.edu/collections/search/artwork/?id=10072
http://www.cincinnatiartmuseum.org/art/explore-the-collection?id=17996449
Πολύ ωραίο. Δεν το ήξερα. Απαντώ στο ίδιο ύφος.
ΑπάντησηΔιαγραφή«Η ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ»
Το βράδι της μεγάλης πρόβας. Μπαίνουν,
άφωνα χελιδόνια, οι μουσικοὶ
μαυροντυμένοι, μὲ τ᾿ ὀλάσπρο στήθος,
μὲ μία βιασύνη αργή και νευρική.
Οι κριτικοί με τὴν καρδιὰ κλεισμένη
επίσημα σ᾿ ἕνα πλαστρὸν σκληρό,
ἀνησυχοῦν τί θἄπρεπε νὰ ποῦνε
γιὰ ἕνα ταλέντο τόσο νεαρό.
Ὁ μουσουργός μαζὶ μὲ δυὸ κυρίους,
ἕνα παιδὶ χαριτωμένο ἐκεῖ
και τίποτε ἄλλο, δεν μπορεῖ νὰ πείση
πὼς θὰ παιχθῆ δική του μουσική.
Κ᾿ ἔχει μία ἀνησυχία, μὲ τὴ σκέψη
πὼς εἶναι ἀλήθειες τόσο σκοτεινές,
δύσκολες κι ἀφανέρωτες ποὺ μοιάζουν
σὰν τὶς λησμονημένες ζωντανές.
Ντάν! –Τὰ παραπετάσματα κινοῦνται
σὰ νέφη σκοτεινὰ ποὺ ὑποχωροῦν
καὶ φαίνονται τὰ χέρια μιᾶς γυναίκας
ποὺ ψάχνουν στὸ κενὸ καὶ προχωροῦν.-
Νάτη, στὸ μέσο τῆς σκηνῆς ποὺ στέκει
μ᾿ ἕνα γαλήνιο μέτωπο. Γελᾶ
τόσο γλυκά. Στὸ πρόσωπό της τρέχει
ἕνα μεγάλο δάκρυ, ἐνῶ γελᾶ
τόσο γλυκά. –Τὰ χέρια της ὑψώνει
δεμένα στὸ κενό, σὰν ξαφνικὸ
κακὸ νὰ τὴν ἐχτύπησε, λυγίζει
σ᾿ ἕνα χορὸ τρελλό, δαιμονικὸ
κι᾿ ἀφήνει μία φωνὴ σὰν πελαγήσια
βουή· κάτι ἀπὸ μάκρη, ἀπὸ βαθιὰ
ποὺ φτάνει κ᾿ εἶναι δρόσος κι ἁρμονία.-
Βροχὴ τῶν δοξαριῶνε χρυσαφιά.
Κάτι σαν τὴ φωνὴ τοῦ σπίνου. Φέγγει,
τὸ χεῖλος της καρπὸς χειμωνικὸς
καὶ σκύβει καὶ φιλεῖ τὴ γῆ σὰ νἄταν
ὁ ξεχασμένος τάφος ὁ γλυκός.-
Τὰ χείλη της σαλεύουν. Τρεμουλιάζει
σύσσωμη, ἕνα ανοιξιάτικο κλαρὶ
κι᾿ ὅταν ἀνοίξη τὰ κλεισμένα μάτια
ὅλη καθὼς τὸ μέταλλο ἀναρρεῖ.
Καὶ πέφτει μ᾿ ἕνα βόγγο πληγωμένου
ἐνῶ τὰ χείλη της γελοῦν γλυκά.-
Τὰ χέρια της μέσ᾿ στὸ κενὸ σφαδάζουν,
δυὸ χέρια σκλαβωμένα, ἐρημικά.
Καὶ χάνονται πίσω ἀπὸ τὰ γαλάζια
παραπετάσματα ποὺ προχωροῦν
σὰν πνεύματα γαλήνια ποὺ περνοῦνε
χωρὶς ν᾿ ἀνησυχοῦνε καὶ ν᾿ ἀποροῦν.
Οἱ κριτικοὶ κινοῦν βουβὰ τὰ χείλη
σὰν μ᾿ ἀκαταδεξιά: τί λὲς ἐκεῖ!
Κι᾿ ἀνησυχοῦν στ᾿ ἀλήθεια τί θὰ ποῦνε…
«Μιὰ τόσο δίχως χρώμα μουσική»!
Μαρία Πολυδούρη
Πολύ ενδιαφέρον το ποίημα αυτό της Πολυδούρη. Δεν το θυμόμουν...
Διαγραφή