Οι εντυπώσεις της Μυρτιώτισσας για τον Κ. Π. Καβάφη (1863-1933)
Το 1926 η ποιήτρια Μυρτιώτισσα (κατά κόσμο Θεώνη Δρακοπούλου) επισκέφτεται στην Αλεξάνδρεια τον ποιητή Κωνσταντίνο Καβάφη. Με πραγματικό διεισδυτικό και οξυδερκές βλέμμα αποτυπώνει "εικόνες" του ποιητή από αυτή την επίσκεψή της σ' ένα κείμενο με τον τίτλο Κ. Π. Καβάφης. Μια εντύπωση. Στο κείμενό της η Μυρτιώτισσα αφηγείται τη συνάντησή της με τον Καβάφη και περιγράφει-σχολιάζει τα χαρακτηριστικά του ποιητή που της έκαναν εντύπωση. Επιπλέον, περιγράφει και σχολιάζει άλλοτε άμεσα και άλλοτε έμμεσα την Αλεξάνδρεια, τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς του Καβάφη, αλλά και χαρακτηριστικά του ίδιου του εαυτού της.
Το κείμενο αυτό προσφέρεται πραγματικά για να διδάξουμε στους μαθητές μας την "ενσωματωμένη" στην αφήγηση περιγραφή, την οπτική γωνία και το σχόλιο στην περιγραφή. Κυρίως, όμως, προσφέρεται για να τους φέρουμε κοντά στο μαγικό κόσμο του ποιητή, έτσι όπως τον αναπαριστά το βλέμμα μίας ποιήτριας, της Μυρτιώτισσας. Στο βιβλίο της Έκφρασης-Έκθεσης της Α Λυκείου παραθέτεται ένα σύντομο απόσπασμα από το κείμενο της Μυρτιώτισσας. Με αφορμή, λοιπόν, αυτό το σύντομο απόσπασμα, σας παρουσιάζω το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου...
Η Μυρτιώτισσα επισκέφτεται στην Αλεξάνδρεια τον Καβάφη τη δεκαετία του 1920.
Η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τη δεκαετία του 1920.
Μυρτιώτισσα, Κ. Π. Καβάφης. Μια εντύπωση.
"Έτυχε κάποτε να βρεθώ στην Αίγυπτο για λίγες μέρες, στην Αλεξάνδρεια. Η Αλεξάνδρεια είναι μια πόλη που ή τη βαριέσαι απ' τη δεύτερη μέρα ή τη συνηθίζεις αμέσως και δε θέλεις να φύγεις πια. Εγώ δεν μπόρεσα να τη συνηθίσω. Έτσι πολυθόρυβη που είναι, και τόσο πεζή, μου έκανε την εντύπωση γυναίκας που μιλεί δυνατά και φορεί πλούσια και φανταχτερά φορέματα".
Η Αλεξάνδρεια τη δεκαετία του 1920. Η Μυρτιώτισσα φαίνεται ότι δεν μπόρεσε να συνηθίσει το θόρυβο και την "πολυχρωμία" της κοσμοπολίτικης ανατολίτικης πόλης.
"Η ανία με είχε κιόλας κυριέψει, όταν θυμήθηκα τα λόγια του φίλου μου Πορφύρα: "Σαν πας εκεί κάτω πήγαινε να δεις τον ποιητή Καβάφη. Είμαι βέβαιος πως αξίζει τον κόπο να κάνει κανείς το ταξίδι αυτό μόνο και μόνο για να τον γνωρίσει". Εζήτησα λοιπόν να με πάνε να με συστήσουνε. Ο Καβάφης δε δέχεται με πολλή ευχαρίστηση τους ξένους, μου είχαν πει, και γι' αυτό επήγαινα με κάποιο φόβο. Ωστόσο με δέχτηκε μ' αρκετή εγκαρδιότητα".
Ο ποιητής Λάμπρος Πορφύρας που σύστησε στη Μυρτιώτισσα να επισκεφθεί τον Καβάφη.
Ο. Κ. Π. Καβάφης νέος στην Αλεξάνδρεια γύρω στα 1885. Η Μυρτιώτισσα τον επισκέφθηκε σχεδόν μετά τριάντα χρόνια.
"Με την ευγενικότατη φωνή του, στην οποία διακρίνεται καθαρά ένας ξενικός τόνο-Θεός φυλάξοι να του το πεις!-με παρακάλεσε να καθίσω σ' ένα χαμηλό κάθισμα που βρισκόταν μπροστά μου, μέσα στο μισοσκότεινο σαλονάκι. Ως είμαι απ' το φυσικό μου δειλή μπροστά στους ανθρώπους που πρωτογνωρίζω, εκάθισα και πολύ λίγο του μιλούσα. Αυτό φαίνεται να τον ευχαρίστησε γιατί άρχισε να μου μιλεί περισσότερο εκείνος και διέταξε σε λίγο τον αράπη του τον Αχμέτ να φέρει wisky και μεζέδες".
Ο Καβάφης γύρω στα 1890.
"Σε λίγο συνήθισαν και τα μάτια μου στο λίγο φως της κάμαρας και μπόρεσα να τον κοιτάξω προσεκτικά καθώς μιλούσε πίνοντας. Είναι αδύνατος, χλωμός, με μαλλιά γκρίζα και πυκνά, πολύ πυκνά. Μα εκείνο που σου κρατά την προσοχή σου όλη είναι τα μάτια του, τα δύο παμμέγιστα, παράξενα, αινιγματικά του μάτια. Δύο τέτοια μάτια κανείς μας ποτέ δε τα ιδεί σ' άλλον άνθρωπο, απλούστατα γιατί δεν είναι μάτια σημερινού ανθρώπου. Είναι μάτια που έρχονται από πολύ μακριά, από τα βάθη των αιώνων, και κρατούνε μέσα τους το μυστήριο μιας άλλης ζωής άγνωστης σ' εμάς"(είναι το απόσπασμα του σχολικού βιβλίου).
"Η φωνή του, όσο την άκουγα μου φαίνονταν κι αυτή σα να ερχότανε από μακριά, και ο ίδιος, καθώς είχε τώρα αποτραβηχτεί σε μια σκοτεινή γωνιά, και μιλούσε για τέχνη-σ' εμάς; ή στον εαυτό του; - έμοιαζε πλάσμα εξωτικό, που ζούσε σ' άλλη από μας ατμόσφαιρα, που έπρεπε να τ' ακούς και να τα βλέπεις από μακριά, και να μη παραξενευτείς καθόλου αν άξαφνα το δεις να χαθεί ολότελα από μπροστά σου και να σωπάσει. Η ομιλία του είναι γοητευτική".
Κ. Π. Καβάφης
Κ. Π. Καβάφης.
"Τα πιο γνωστά πράγματα ξέρει να σ' τα παρουσιάζει σαν καινούρια, έτσι καθώς τα ντύνει με της τέχνης του την ωραιότητα. Στα πάντα βάζει τη σφραγίδα του, τα δωμάτια, τα έπιπλα, τα παλιά αγάλματα, τα σπάνια βάζα, το καθετί που τον τριγυρίζει είναι αρμονισμένο με τη φυσιογνωμία της Τέχνης του. Έτσι και η ποιητική του τέχνη είναι τόσο δική του, τόσο καβαφική, που καταντά αδύνατο να τη μιμηθεί κανείς έστω κι από μακριά χωρίς να πέσει στο γελοίο. Γιατί για να γράψεις σαν τον Καβάφη, πρέπει να είσαι Καβάφης. Αλλιώς δε γίνεται. Είν' εύκολο αυτό; Όχι βέβαια. Είναι μάλιστα αδύνατο κατά τη γνώμη μου και κάθε προσπάθεια θα ήταν μάταιη και προσποιητή".
Σκίτσο του Κ. Π. Καβάφη.
"Ξέροντας πως ζω στην Αθήνα, ο ποιητής μου μίλησε για όλους σχεδόν τους ποιητές μας. Δείχνει σεβασμό στο έργο του Παλαμά, εκτίμηση για τον Ξενόπουλο που τον γνώρισε κάποτε, ενδιαφέρον για τον Πορφύρα. Προσέχει και ζυγιάζει πολυ καλά τα λόγια του, μη ξέροντας τι φρονεί ο ξένος του, ποιους συμπαθεί και ποιους όχι. Φοβάται μη σε θίξει στο παραμικρό. Είναι ο πιο πολιτισμένος Έλληνας που γνώρισα. Η ειρωνεία-η ρωμαίικη ειρωνεία-η πότε λεπτή, πότε σκληρή, και συχνά χυδαία και βάναυση, είναι για τον Καβάφη τέλεια άγνωστη. Ο Καβάφης δε θα μπορούσε να σταθεί στη σημερινή Ελλάδα, και για αυτό κάνει σοφά που μένει μακριά της. "Το ξέρω πως δεν είναι ωραία εδώ που μένω", μου είπε, "για αυτό ζω κλεισμένος σ' αυτό το σπίτι, μόνος με τα βιβλία μου. Δεν είμαι όμως ακόμα τέλειος ερημίτης. Σα βραδιάζει μ' αρέσει ν' ακούω την πόρτα να χτυπά. Είναι μια αδυναμία που πρέπει να την υπερνικήσω".
Ο Καβάφης σε μεγάλη ηλικία.
Η Μυρτιώτισσα φεύγει από το σπίτι του Καβάφη αληθινά γοητευμένη, μαγεμένη από τον κόσμο του ποιητή, και με έντονη την επιθυμία να τον ξαναδεί.
"...Βγήκαμε έξω. Ο θόρυβος της πολιτείας μου φάνηκε ακόμα πιο ανυπόφορος και τα ξεφωνητά των αραπάδων αποτρόπαια. Τράβηξα προς το ξενοδοχείο. Και η μορφή του Ποιητή μ' ακολουθούσε. Σα βρέθηκα μόνη σκέφτηκα: Bέβαια, όλοι σχεδόν το βλέπουμε, το ξέρουμε πως η ζωή είναι άσκημη, και όμως τη ζούμε και τρεφόμαστε απ' την ασκήμια της καθημερινά. Αυτός κατάφερε να ξεφύγει από τη ρουτίνα της. Εγκαίρως κάρφωσε τα ερευνητικά του μάτια γύρω της και γύρω στον Έρωτα, και σαν τα βρήκε όλα τόσα άσκημα, πολύ φοβήθηκε. Υπερήφανος, δε δέχτηκε ν' αυτοκτονήσει. Οπλίστηκε με τεράστια θέληση, κλείστηκε μέσα στο σπίτι του, και φρουρός άγρυπνος του εαυτού του, έκανε την Τέχνη του ζωή..."
Βλ. Μυρτιώτισσας Άπαντα (πρόλογος Τ. Αθανασιάδη-εισαγωγή Ανδρέα Καραντώνη), εκδ. Alvin Redman Hellas, Αθήνα, 1965, σ. 313-315.