Το ταξίδι των Μάγων.
Αυτές τις ημέρες των Χριστουγέννων θυμήθηκα το ποίημα της Ζωής Καρέλλη, "Το ταξίδι των Μάγων" και πίνακες των Προραφαηλιτών ζωγράφων που απεικονίζουν τη σκηνή της προσκύνησης των Μάγων στη φάτνη του νεογέννητου Χριστού.
Edward Burne Jones, Το Αστέρι της Βηθλεέμ. 1887-1891. Birmingham Museums and Art Gallery. Οι τρείς βασιλείς μάγοι έχουν φθάσει στον τελικό προορισμό του ταξιδιού τους και προσφέρουν τα πολύτιμα δώρα στον Νεογέννητο Χριστό. Διακρίνεται ο άγγελος να κρατά στα χέρια του το Αστέρι της Βηθλεέμ. Το φως του οδήγησε τους Μάγους στη φάτνη της Γέννησης.
Στο εξαιρετικό ποίημα της Ζωής Καρέλλη ακούμε τη φωνή του ποιητικού υποκείμενου που ταυτίζεται μ' έναν από τους τρεις μάγους. Ένας μάγος έχει μείνει μονάχος να πορεύεται στα σκοτεινά, αναζητώντας τον προορισμό του...
Ζωή Καρέλλη, Το ταξίδι των μάγων
Έπρεπε να ’μαστε τρεις.
Αν δεν ήταν τόσο σκοτάδι,
θα καταλάβαινα ίσως, γιατί
έχω μείνει τόσο μονάχος.
Πόσο έχω ξεχάσει.
Πρέπει απ’ αρχής πάλι το ταξίδι
ν’ αρχίσει.
Πότε ξεκινήσαμε, τότε, οι τρεις;
Ή μήπως, κάποτε, είχαμε ανταμώσει...
Μαζί πορευτήκαμε ένα διάστημα,
όσο μας οδηγούσε άστρο λαμπρό.
Αυτό άλλαξε την οδό ή εγώ
τίποτα πια να δω δεν μπορώ;
Πού βρίσκομαι τώρα, σε τέτοιον καιρό,
σκληρό, ανένδοτο, δύσκολο,
εγώ, ανήσυχος, βιαστικός.
Μήπως κι η ώρα πλησίασε;
Πού να το ξέρω!
είχαμε τότε τοιμάσει δώρα
ήμερα, ήσυχα
δώρα ημών των ταπεινών, χρυσόν
λίβανον και σμύρναν άλλοτε
με θαυμασμό κι ευλάβεια του φέρναμε.
Τώρα σ’ αυτόν τον καιρό
σίδερο, κεραυνό και φωτιά.
τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω
κι αισθάνομαι τα χέρια μου
πότε άδεια, πότε βαριά.
Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα
του κόσμου, τώρα κανείς
δε βασιλεύει με βεβαιότητα.
Σκοτάδι βαρύ. Ποιος μ’ οδηγεί;
Δίχως συντροφιά,
δίχως άστρο κανένα πηγαίνω.
Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω,
συμφορά της στέρησής Του.
Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας
κι υποταγής; Εμείς, άνθρωποι
της παράφορης τούτης εποχής,
τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς
να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη
να βρούμε την προσφορά.
Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας
ο τόσος αγώνας.
Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν
άλλοτε, δώρα απλά.
Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά.
Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,
χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,
δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω.
Εν συντριβή βαδίζοντα.
Από τη συλλογή Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα (1955)
Ξαναδιαβάζοντας το θαυμάσιο ποίημα της Ζωής Καρέλλη, μοιραία μου έρχεται στο νου το ομότιτλο ποίημα του T.S.Eliot στην έξοχη απαγγελία του Δημήτρη Χορν.
ΑπάντησηΔιαγραφήhttps://www.youtube.com/watch?v=p50s_3DLWjA&t=24s
ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ
Κρύο ταξίδι κάναμε.
Η χειρότερη εποχή του χρόνου για ταξίδι.
Και τι μακρύ ταξίδι.
Οι δρόμοι αδιάβατοι, ο καιρός αψύς στην καρδιά του χειμώνα.
Και οι καμήλες ταλαίπωρες, κουτσές, δύστροπες,
έπεφταν κάτω στο λιωμένο χιόνι.
Ήταν φορές που νοσταλγήσαμε τα καλοκαιρινά παλάτια στις πλαγιές,
τα περιβόλια, τα μεταξένια κορίτσια που μας έφερναν δροσιστικά.
Και οι αγωγιάτες έβριζαν, γκρίνιαζαν
και φεύγανε κρυφά για το κρασί και για το γλέντι.
Και οι φωτιές σβηστές, κι ούτε μια σκέπη.
Οι πόλεις εχθρικές και τα χωριά αφιλόξενα,
τα σπίτια βρόμικα-μας έκλεβαν στο νοίκι-.
Σκληρό ταξίδι κάναμε.
Στο τέλος προτιμούσαμε να ταξιδεύουμε
όλη νύχτα και να κοιμόμαστε κλεφτά.
Και οι φωνές στ' αυτιά μας
τραγουδούσαν κι έλεγαν πως όλα αυτά ήταν τρέλες.
Ξημέρωμα φτάσαμε σε μια ήμερη πεδιάδα, χλωρή, βρεμένη
παρακάτω από τα χιόνια, μ' ένα ρυάκι που έτρεχε κι έναν νερόμυλο
που χτυπούσε στο σκοτάδι και τρία δέντρα στον χαμηλωμένο ουρανό
κι ένα άσπρο, γέρικο άλογο που κάλπαζε μες στο λιβάδι.
Ύστερα φτάσαμε σε μια ταβέρνα που την ίσκιωνε κληματαριά.
Έξι χέρια σε μια ανοιχτή πόρτα που γύρευαν ασήμι και πόδια που
κλωτσούσαν τ' άδεια ασκιά.
Μα κανένας δεν ήξερε τίποτε.
Έτσι τραβήξαμε και φτάσαμε νύχτα, την τελευταία ώρα βρήκαμε
τον τόπο, και ήταν, θα 'λεγε κανείς, επιτυχία.
Αυτά είναι όλα παλαιές ιστορίες,
παλαιές αναμνήσεις και θα πήγαινα ξανά,
μα ένα δεν ξέρω,
ένα δεν ξέρω.
Κάναμε τόσο δρόμο για γέννα ή θάνατο;
Βρήκαμε μια γέννα, αυτό είναι σίγουρο, άλλωστε ήξερα να
ξεχωρίζω.Θα πίστευα πως ήτανε άλλο πράμα.
Ήταν η γέννηση τούτη, σκληρή, πικρή αγωνία σαν θάνατος.Σαν το
δικό μας θάνατο.
Γυρίσαμε στα παλάτια μας, σε τούτα τα βασίλεια, όχι πια
βολεμένοι στα παλιά προνόμια.Έναν ξένο λαό που λάτρευε τα είδωλά του.
Θα προτιμούσα άλλον έναν τέτοιο θάνατο.
Thomas Stearns Eliot (1888 – 1965)
ΥΓ.Δυστυχώς, δεν βρήκα τον μεταφραστή.
(Συμπαθάτε με αν σας το έχω ξαναστείλει.)
ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ για τις μέρες!!!
Yπέροχο το ποίημα του Eliot. Δεν το ήξερα ούτε είχα ακούσει την απαγγελία του Χορν. Ευχαριστώ από την καρδιά μου! Χρόνια Πολλά για τις μέρες!...με υγεία για όλο τον κόσμο!
ΑπάντησηΔιαγραφή