Παραμονή Πρωτοχρονιάς
Σκέφτηκα να αναρτήσω κάποιους πίνακες με θέμα σκηνές από την Παραμονή της Πρωτοχρονιάς...Έτσι για να αποχαιρετήσουμε τον Παλαιό Χρόνο και να υποδεχθούμε τον Νέο.
George Bernard O' Neill, Πρωτοχρονιά. 1889. Στιγμιότυπο οικογενειακής θαλπωρής την Πρωτοχρονιά.
Friedrich Ortlieb, Πρωτοχρονιά στο σπίτι του παππού. 1873. Ιδιωτική Συλλογή. Μία ηθογραφική οικογενειακή σκηνή στη Γερμανία του 19ου αιώνα. Τα εγγόνια επισκέπτονται τον παππού και προφανώς του λένε τα κάλαντα. Στο βάθος αριστερά διακρίνεται το Χριστουγεννιάτικο δέντρο.
Childe Hassam, Πρωτοχρονιά. Νυχτερινή σκηνή. Ν. Υόρκη. 1892. Ένα κομψό καλοντυμένο ζευγάρι μπροστά στη βιτρίνα ανθοπωλείου.
Phylis Elinor Legh, Ο πρωτοχρονιάτικος χορός τωv υπηρετών στο Lyme Park. 1907. National Trust. Lyme Park. ...Και οι υπηρέτες μπορούν για μία ημέρα του χρόνου να διασκεδάσουν σαν τους "κυρίους" τους.
ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΗΝ ΤΟΥ ΕΤΟΥΣ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕκεί που η Μούσα στον Άγιο Βασίλη,
ζηλιάρα, δεν ήθελεν ύμνο να πη
κ' εγώ στην ντροπή
βουτούσα κονδύλι.
Τριγύρω μου σκόρπισε κάποιος αντάρα,
στες πλάτες μου κόλλησεν ένας φτερά,
στα στήθια χαρά,
στα χείλη λαχτάρα.
Μ' εκούνησε μ' ένα λεπτό φύσημά του,
κ' εφύτρωσα πάνω, σαν νάμουν αφρός,
κ' ιδού μ' ελαφρός,
στα νέφη σιμά του.
– Τί θέλεις; – Το έτος να διω και να ψάλω,
πώς μβαίνει με γέλιο, πώς φεύγει πικρό,
ψαλτάκι μικρό
τραγούδι μεγάλο.
Στα δυο βλέφαρά μου, δυο δάχτυλα βάλλει
και βλέπω! Κυνήγα να διώξ' απ' τη γη,
μεγάλη αυγή
μια δύσι μεγάλη.
Προχώρ' η αυγούλα κ' εκλειούσεν η δύσι
αφίνοντας πίσω θλιμμένη ματιά,
σαν νάταν φωτιά,
που τρέμει να σβήση.
Και είδα στον ξύπνο της πρώτης του χρόνου
στο κύλημα του γερο–τροχού,
ελπίδας φτωχού
κι ονείρατα θρόνου.
Και είδα, και είδα... Παρέκει που κλαίγει
το κύμα, σαν λύρα νεκρού ποιητού,
με βλέμμ' αετού,
θεόρατη στέγη.
Ποιος ξέρει να μ' είπη τί πράμα θα νοιώση
παιδί του πελάγου, σα ιδή το σκοινί,
που σ' ώρα δεινή
το είχε γλυτώσει;
Και είδα, που σκόρπα πολύτιμα δώρα,
τραβώντας από 'να μεγάλο σακκί
ακίνητ' εκεί
καινούρια Πανδώρα.
Με τόνα της χέρι εβγάζ' ευφροσύνη,
σμιγμένη την χύνει μ' αμάραντη γεια,
με τ' άλλο φλουριά
αλύπητα χύνει.
Και χύνοντας, χύνοντας, ηύρε τον πάτο,
της έμεινε μόνο γεμάτ' η ποδιά,
για τ' άλλα παιδιά,
που κλαίν' εδώ κάτω.
Και είδα π' άνοιγαν χρυσά τα ουράνια
κ' ευλόγα τα δώρα μια χέρα κρυφή,
για νάχη τροφή
κ' η δόλια η ορφάνια.
Και πριν ή σφαλήσουν, θεόσταλτος φθάνει
σε θείο τραγούδι τον πόδα κροτών
χορός αρετών
στον οίκο στεφάνι.
Κατόπιν μιας τέτοιας ευτύχειας αφθόνου,
ποιαν άλλη να στείλη καινούργιαν ευχή
ευγνώμων ψυχή
παρά «Και του Χρόνου»;
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΙΖΥΗΝΟΣ
Πού το θυμήθηκες; Το είχα ξεχάσει. "Και του Χρόνου", λοιπόν, με υγεία και αγάπη.
ΑπάντησηΔιαγραφή