Για τη μητέρα
Μπέρτολτ Μπρεχτ, Τραγούδι για τη μητέρα μου
Από την πληθώρα των ποιημάτων με θέμα τη μητέρα επιλέγω δύο ποιήματα του Μπέρτολτ Μπρεχτ. τα οποία με συγκινούν πολύ. Τα πλαισιώνω με πίνακες του Πάμπλο Πικάσσο που ανήκουν στην Μπλε Περίοδο του έργου του καλλιτέχνη.
Πάμπλο Πικάσο, Μητρότητα. 1902.
Μπέρτολτ Μπρεχτ, Τραγούδι για τη μητέρα μου
Τη μορφή της δεν τη θυμάμαι πια
πώς ήταν πριν οι πόνοι της
αρχίσουν. Αποκαμωμένη, ανασήκωνε τα
μαύρα τα μαλλιά της
απ’ το ξεσαρκωμένο μέτωπό της – το βλέπω
ακόμα κείνο το
χέρι να σαλεύει.
Χειμώνες είκοσι τη φοβερίσαν, τα βάσανά
της δεν είχαν σω-
σμό, κι ο θάνατος ντρεπόταν σαν τη
ζύγωνε. Και τότε πέθανε, και
το κορμί της ήτανε σαν παιδιού κορμί.
Στο δάσος είχε μεγαλώσει.
Πέθανε ανάμεσα σε πρόσωπα που ‘χαν
τραχύνει βλέποντάς
την τόσο καιρό να ξεψυχάει. Τη
συγχωρέσαμε που έτσι βα-
σανίστηκε, μα κείνη είχε χαθεί ανάμεσα
στα πρόσωπά μας, προτού
να σβήσει ολότελα.
Τόσοι και τόσοι μας αφήνουνε, χωρίς να
τους κρατήσουμε.
Έχουμε πει το καθετί, τίποτα πια δεν
έχει απομείνει ανάμεσα σε
μας κι εκείνους, σκληραίνουνε τα πρόσωπά
μας σαν χωρίζουμε.
Κι όμως, το πιο σπουδαίο δεν το είπαμε,
τόσο αναμασούσαμε τ’
ασήμαντα.
Ω, γιατί τα πιο σπουδαία να μην τα
πούμε, ήτανε τόσο εύκολο,
και τώρα θα κολαστούμε για τη σιωπή μας.
Εύκολες ήταν λέξεις,
σφίγγονταν πίσω από τα δόντια μας. Καθώς
γελούσαμε έπεσαν,
και τώρα το λαιμό μας πνίγουν.
Το δείλι, χτες, πρωτομαγιά, πέθανε η
μητέρα μου! Και δε
μπορώ, από τη γη να τήνε ξεριζώσω με τα
νύχια μου!”
Πάμπλο Πικάσο, Μητέρα και παιδί. 1903.
Μπ. Μπρεχτ, στη μητέρα μου
Κι όταν έσβησε, την αποθέσανε στη γη.
Άνθη φυτρώνουν, πεταλούδες παιχνιδίζουν πάνωθέ της…
Ήτανε τόσο ελαφριά που μόλις βάραινε το χώμα.
Πόσος πόνος χρειάστηκε για να την κάνει τόσο ανάλαφρη!”
Βλ. Μπ. Μπρεχτ, Ποιήματα, μτφ. Μάριος Πλωρίτης, Θεμέλιο
Πάμπλο Πικάσο, Η σούπα. 1902-1903. Μουσείο Τέχνης του Οντάριο. Καναδάς.
Μου αρέσει πολύ η μπλε περίοδος του Πικάσο. Νομίζω πως κρύβει περισσότερο συναίσθημα από άλλες. Ιδιαίτερα στους πίνακες που έχετε επιλέξει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕΙΧΑ ΑΣΧΗΜΗ ΜΑΝΑ
Εμένα η μάνα μου είχε πρησμένα χέρια
από την κορδέλα του εργοστασίου:
εξήντα καπάκια το λεπτό
και πέντε στόματα στο σπίτι μαζί με το δικό της
έπρεπε να κλείσει.
Δεν με έπαιρνε ποτέ αγκαλιά
ανάμεσα στα δωδεκάωρα,
ούτε και φρόντιζε ποτέ τον εαυτό της.
Είχε ξανθά μαλλιά και γαλάζια μάτια,
αλλά το είχε ξεχάσει,
δεν απάτησε ποτέ τον πατέρα μου,
δεν έβγαλε ποτέ φωτογραφία
κι η τελευταία της κουβέντα
ήταν πως με αγαπά.
Χωρέστε, λοιπόν, στις αναμνήσεις σας,
στο κουτί με τις ξεθωριασμένες εικόνες –
εγώ χωράω σε ένα κορμί
κι ας με στενεύει.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΡΤΑΚΗΣ
Πολύ πολύ συγκινητικό! Δεν το ήξερα...
ΑπάντησηΔιαγραφή