Άννας Αγγελοπούλου Ιστολόγιο Χάριν Λόγου και Τέχνης, Χάριν Φίλων

"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.
Το βρήκα γραμμένο σ᾽ένα ξεχασμένο λεύκωμα της μητέρας μου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 τέτοια αποφθέγματα σημείωναν οι μικρές μαθήτριες...
Γιατί θέλω ένα ιστολόγιο; Γιατί η ανάγκη μιας τέτοιου είδους επικοινωνίας;
Θα πω μόνο ότι στην αρχή σκέφτηκα να είναι ένα ιστολόγιο που να απευθύνεται στους συναδέλφους μου, δηλαδή μόνο σε φιλολόγους... "Χάριν φίλων" του λόγου, δηλαδή. Στη συνέχεια σκέφτηκα να είναι και "χάριν φίλων" της τέχνης. Τελικά, όμως, αποφάσισα να απευθύνεται και σε πολλούς άλλους: στους πρώην και επόμενους μαθητές μου, σε όσους αγαπούν να ονειρεύονται, σε όσους πιστεύουν ακόμα στο όραμα της παιδείας, σε όσους επέλεξαν να είναι εκπαιδευτικοί από αγάπη, σε όσους αγαπούν να ταξιδεύουν, και κυρίως σε όσους αγαπούν την ανάγνωση ή μάλλον τις αναγνώσεις...σε όσους παντού και πάντα θα διαβάζουν...θα διαβάζουν κείμενα στα βιβλία, κείμενα στις εικόνες, κείμενα στα πρόσωπα των ανθρώπων... Άλλωστε, η ανάγνωση είναι ταξίδι, όχι ένα αλλά πολλά ταξίδια...
Τελικά, το ιστολόγιο αυτό απευθύνεται στα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής μας... Απευθύνεται ακόμα σε φίλους, γνωστούς και άγνωστους, σε πρόσωπα που συνάντησα, συναντώ καθημερινά, θα συναντήσω στο μέλλον ή που δε θα συναντήσω ποτέ.
Καλά ταξίδια, λοιπόν, με βιβλία, εικόνες, μουσικές και κυρίως με όνειρα!


Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

Μαρία Πολυδούρη. Ποιήματα και εικόνες

Ποιήματα και εικόνες της Μαρίας Πολυδούρη

   Καθώς ξαναδιαβάζω ένα παλιό βιβλίο, θυμήθηκα κάποια από τα ποιήματά της που μου αρέσουν για τον ακραιφνή λυρισμό, το ρίγος του πηγαίου και γνήσιου αισθήματος, τις δονήσεις του πάθους...
  Εννοώ ποιήματα της Μαρίας Πολυδούρη και τη μελέτη της Λιλής Ζωγράφου για τον Καρυωτάκη και την Πολυδούρη από τις εκδόσεις Γνώση. Βλ. Λιλή Ζωγράφου, Κώστας Καρυωτάκης. Μαρία Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, τρίτη έκδοση συμπληρωμένη, εκδόσεις Γνώση, Αθήνα 1981. 

Η μελέτη επανακυκλοφόρησε και από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια το 1996.


Η Μαρία Πολυδούρη γεννήθηκε τον Απρίλιο του 1902 στην Καλαμάτα. Περνά τα πρώτα χρόνια της ζωής στο Γύθειο και τα Φιλιατρά, ακολουθώντας τις μεταθέσεις του Βενιζελικού πατέρα της, που ήταν φιλόλογος. Αφού τελειώνει το Γυμνάσιο, διορίζεται στη Νομαρχία της Μεσηνίας, στη συνέχεια, όταν χάσει τους γονείς της, μετατίθεται στην Αθήνα όπου γράφεται και στη Νομική Σχολή από την οποία δε θα αποφοιτήσει. Στη Νομαρχία της Αθήνας γνωρίζει τον επίσης δημόσιο υπάλληλο και ήδη γνωστό σε κάποιους κύκλους ποιητή Κώστα Καρυωτάκη, τον οποίο φαίνεται ότι ερωτεύτηκε με πάθος. Η αδιέξοδη σχέση τους και ο ανεκπλήρωτος έρωτας θα σημαδέψει την ποίηση και ζωή της.


Το 1923 η Πολυδούρη προσβάλλεται από αδενοπάθεια και μένει για ένα διάστημα σ´ ένα σπιτάκι στο Μαρούσι όπου ο Καρυωτάκης την επισκέπτεται ακόμα συχνά. Το 1924 η Πολυδούρη απογοητευμένη από τη συμπεριφορά του Καρυωτάκη προσπαθεί να ξεφύγει από τη σχέση τους και αρραβωνιάζεται τον νεαρό δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου. Την ίδια χρονιά απολύεται ως "αργόμισθος"από τη Νομαρχία (σπάνια πήγαινε στο γραφείο για να εργασθεί), ενώ εγκαταλείπει και τις σπουδές της στη Νομική. Για σύντομο χρονικό διάστημα φοιτά στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου και επιχειρεί να παίξει στο θέατρο. Το 1926 διαλύει τον αρραβώνα της και φεύγει για το Παρίσι για να σπουδάσει υψηλή ραπτική. Προσβάλλεται, όμως, από φυματίωση και νοσηλεύεται σε γαλλικό νοσοκομείο. Το 1928 επιστρέφει στην Αθήνα. Είναι άρρωστη και χωρίς πόρους. Εισάγεται στο "φθησιατρείο" Σωτηρία όπου μένει σε ένα μικρό δωμάτιο στον περίβολο του νοσοκομείου. Η αντίστροφη μέτρηση για τη ζωή της έχει αρχίσει. Η φήμη, ωστόσο, για το ποιητικό της έργο αρχίζει να διαδίδεται στους λογοτεχνικούς κύκλους της Αθήνας. Διάφοροι νεαροί λογοτέχνες την επισκέπτονται και της χαρίζουν τη φιλία τους και, γιατί όχι, τον έρωτά τους. 


Τον Ιούνιο του 1928 την επισκέπτεται και ο Καρυωτάκης, πριν φύγει με μετάθεση στην Πρέβεζα. Ένα μήνα αργότερα ο ποιητής αυτοκτονεί στη μίζερη επαρχιακή πόλη. Η είδηση του θανάτου του καταρρακώνει την άρρωστη Μαρία...Ντυμένη στα μαύρα φεύγει κάθε τόσο από το νοσοκομείο για να αναλωθεί σε ξενύχτια με συντροφιές που δε μπορούν όμως να γεμίσουν το κενό που αισθάνεται. Τέλη του 1928 εκδίδεται και η πρώτη της συλλογή Οι τρίλιες που σβήνουν. Το 1929 εκδίδεται και η δεύτερη συλλογή της Ηχώ στο χάος.


Ο θάνατός είναι ήδη κοντά. Τότε, λίγο πριν το τέλος της ζωής της, ο νεαρός ποιητής Γιάννης Ρίτσος γνωρίζει την Πολυδούρη, με την παρέμβαση της ποιήτριας Μυρτιώτισσας. Η βαριά άρρωστη Μαρία Πολυδούρη πεθαίνει τελικά στις 29 Απριλίου του 1930 από ένεση μορφίνης που της έκανε ένας φίλος, για να τη γλιτώσει από τον επώδυνο θάνατο. Το όνομά του δεν έγινε ποτέ γνωστό.


    Στη μελέτη της η Λιλή Ζωγράφου σκιαγραφεί για την Πολυδούρη την εικόνα μιας "θαραλλέας", "σπουδαίας" και "συγκλονιστικής" γυναίκας, που στάθηκε πέρα και πάνω από τις συνθήκες της εποχής της. Γράφει: "Kείνο που αξίζει στην Πολυδούρη, πολύ περισσότερο από την ποίησή της, είναι η στάση και η συμπεριφορά της μέσα στη ζωή. Τη θεωρώ πολύ πιο σημαντική άνθρωπο-γυναίκα, από δημιουργό. Κι αυτός ο άνθρωπος πέθανε πολύ νέος, μόλις 28 χρονών. Την ώρα...που άρχιζε να μετουσιώνεται σε ουσία ζωής και τέχνης...". Για τη Ζωγράφου η Μαρία Πολυδούρη ήταν μία γυναίκα ατρόμητη, που "τίποτα δεν την τρόμαζε, ούτε ο θάνατος, ούτε η ξενητιά ούτε η θάλασσα". H Μαρία Πολυδούρη "αγαπούσε όλα τα στοιχεία, όλες τις εκδηλώσεις της ζωής, από τις πιο χαρούμενες και θορυβώδεις ως τις πιο μυστικιστικές κι ανείπωτες".
   H Μαρία Πολυδούρη ήταν μια γυναίκα ποιήτρια που πέθανε από ζωή. Μία γυναίκα που πάντα προσπαθούσε να υπερβαίνει τα όρια και να φεύγει από ό,τι την περιόριζε. "Η Μαρία δραπετεύει από παντού. Από το σπίτι της, από τον έρωτα, από τη δουλειά της, από την Ελλάδα, από τα νοσοκομεία, από την παραδοσιακή ποίηση κι από την ίδια τη ζωή. Υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της, που είναι ακατάλυτες. Ενώ η ίδια αισθάνεται πως ζει πολύ σοβαρά και με πάθος, εμείς, παρακολουθώντας τη ζωή της, έχομε την εντύπωση ότι παίζει, ότι διασκεδάζει, ότι βαριέται και φεύγει. Μα έτσι ή αλλιώς ζει όμορφα. Γιατί η ζωή της Πολυδούρη έχει τον ίδιο λυρισμό και το ίδιο πάθος που έχει η ποίησή της. Και η ποίησή της πάλι, έχει τη σφραγίδα της ανυποταξίας ή, αν θέλετε, της αναρχικότητας πού´χει η ζωή της. Και δραπετεύει από τη ζωή με την ίδια γενναιότητα που ζει".
   Iδού, λοιπόν, κάποια από τα ποιήματα της Πολυδούρη που επέλεξα. Ποιήματα που αναφέρονται στην ίδια τη ζωή και στην ίδια την ποιήτρια και όχι απαραίτητα στο ερωτικό εσύ, που συνήθως νομίζουμε ότι υποδηλώνει τον Κώστα Καρυωτάκη...Γιατί, η ζωή της Μαρίας Πολυδούρη και η ποίησή της δεν ήταν μόνο η σχέση της με τον Καρυωτάκη, θα έλεγα ότι ήταν πολύ πιο πέρα από τη σχέση αυτή...

Απόψε πως σιγούν

Απόψε πως σιγούν όλα παράξενα,
στη μοναξιά δομένα,
Έχει η γαλήνη κάτι από τα σύννεφα
τα πλανεμένα.

Το σύμπαν κυματίζει έτσι απαλότατα.
Κάποια υμνωδία πλανιέται.
Μες την ψυχή μου μια γλυκιά κατάνυξη
σα ν´αφυπνιέται.

Δεν ξέρω πια τι να´ναι, τίνος μήνυμα,
τι νοσταλγία πάλι.
(Τα ξέχασα όλα, πρώτα εγώ εγκατέλειψα
τη μάταιη πάλη.)

Απόψε, όπως σιγούν όλα παράξενα,
μια προσδοκία τα πνίγει.
Αχ, ας μη μάθω τίνος είναι το μήνυμα
κι ως ήρθε, ας φύγει.
Από τη συλλογή Ηχώ στο χάος (1929).

Ω, μη με βλέπετε

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω˙
δεν έχω θλίψη στην ψυχή μου.
Ό,τι είχα στη ζωή μου ωραίο
χάθηκε, κι είμαι μοναχή μου.

Είναι η ζωή μου χωρίς χάρη,
χωρίς χαρά και λύπη.
Κι αν τη ματιά δε μου´χουν πάρει,
ο λογισμός μου πάντα λείπει.

Με τις σκιές μαζί γυρίζω.
Η μοναξιά πλατιά με ζώνει.
Τους τόπους πια δεν τους γνωρίζω.
Νιώθω πυκνό να πέφτει χιόνι.

Τίποτε εδώ δε με πλανεύει.
Τίποτε εκεί δε μ´οδηγάει.
Η σκέψη μου όλο και στενεύει,
ενώ η καρδιά μου όλο λυγάει.

Ω, μη με βλέπετε που κλαίω˙
κάποια πλιά συνήθεια θα´ναι.
Τα μυστικά μου όλα σας λέω,
τώρα που πια δε με μεθάνε.
Από τη συλλογή Ηχώ στο χάος (1929).

Η Μαρία Πολυδούρη τη δεκαετία του 1920. Φωτογραφικό αρχείο του ΕΛΙΑ.

Εκείνη που είναι

Εκείνη που είναι λησμονημένη,
εκείνη που ήρθε περαστικά
κι έφυγε αγνώριστη, κι έφυγε ξένη,
τόσο θλιμένη καρτερικά,

είχε στο βλέμμα κλείσει ένα αστέρι
που όλο ζητούσε τον ουρανό,
που σαν τον έρημο ήταν φανό
μέσα σε νύχτα και σ´άγρια μέρη.

Αγρίων ανέμων μάχη τιτάνια,
η μαύρη θύελλα, η τρικυμία,
και στου μετώπου της η ηρεμία
την ασημένια την επιφάνια!

Στ´ωραίο στόμα η γραμμή γυρνούσε
σαν ένα φίλημα ερωτικό,
μα της σιωπής του δεν ξεπερνούσε
το πικραμένο το μυστικό.

Ανάμεσό μας στάθη θλιμμένη.
Κάτι ζητούσε, ποιος ξέρει τι.
Πώς ήρθε κι είναι λησμονημένη;
Tι να ζητούσεν η ξένη αυτή;
Από τη συλλογή Ηχώ στο χάος (1929).

Η Μαρία Πολυδούρη το 1926. Φωτογραφικό αρχείο του ΕΛΙΑ.

Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!

Ω, χαμηλώστε αυτό το φως!
Στη νύχτα τι ωφελάει;
Πέρασε η μέρα. Φτάνει πια.
Ποιος ξέρει ο Ύπνος μου ο κρυφός
αν κάπου εδώ φυλάει,

κι αν του ανακόβεται η στιγμή
να´ρθει, που τον προσμένω.
Έχω στο στόμα την ψυχή,
μου παρατήσαν οι λυγμοί
το στήθος κουρασμένο.

Πάρτε το φως! Είναι καιρός
να μείνω πια μονάχη.
Φτάνει πια η απάτη μιας ζωής.
Κάθε η προσπάθεια ένας εχθρός
για τη στερνή μου μάχη.

Ας παύσουν πια οι σπαραγμοί.
Ας μου απομείνει κάτι
για να πλανέψω τη νυχτιά,
να σκύψει κάπως πιο θερμή
στο ανήσυχό μου μάτι.

Πάρτε το φως! Είναι η στιγμή!
Τη θέλω όλη δική μου.
Είναι η στιγμή να κοιμηθώ.
Πάρτε το φως. Με τυραννεί...
Μου αρνιέται την ψυχή μου...
Από τη συλλογή Ηχώ στο χάος (1929).

Σεμνότης

Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς δε θέλω να τη νιώσει.
Δε θα μπορούσε να τη σίμωνε
χωρίς γι´αυτό να την πληγώσει.

Έχω ένα κρίνο, κρίνο ολάνοιχτο,
χωρίς καμιά σκιά στην όψη.
Καμιά ηδονή δεν επεθύμησε
να το φιλήσει, να το κόψει.

Έχω ένα ρόδο που ζυγιάζεται
πάνω στην ίδια του τη φλόγα,
κι είναι σα να´γινε ολοκαύτωμα
και να σιωπούσε και να ευλόγα.

Μια μαργαρίτα που ´ναι αμφίβολη,
μόλο το Ναι που λέει η καρδιά της,
μόνον αφήνει να λικνίζεται
παθητικά την ομορφιά της.

Κι άλλα λουλούδια που ´ναι σύμβολα
κι άλλα, μονάχα που μεθούνε,
μα τόσο είν´ὀλα λεπτοκάμωτα˙
φανταστικά μόνο ανθούνε.

Την ομορφιά που κλείνω μέσα μου
κανείς ποτέ δε θα τη νιώσει.
Κι αν την πληγώσει, θα´ναι ανίδεος
κι ούτε γι´αυτό θα μετανιώσει.
Από τη συλλογή Οι τρίλιες που σβήνουν (1928).

Η Μαρία Πολυδούρη το 1920. Φωτογραφικό αρχείο του ΕΛΙΑ.

Ανάμεσα σ´ολάνθιστες

Ανάμεσα σ´ολάνθιστες βατιές
χαρούμενα πουλάκια που πηδούν
αθόρυβα-της ευτυχίας ματιές˙
τ´ασημωτά νερά λαμποκοπούν
του ποταμού, χαρά της λαγκαδιάς,
και βιαστικά πηγαίνουν και περνούν
στην άβυσσο να πέσουνε μονομιάς,
να πέσουν να χαθούν!
1919 Ανέκδοτο ποίημα

Αχ, η καρδιά μου...

Αχ, η καρδιά μου νοσταλγεί,
τώρα που φεύγει η μέρα,
το ρόδινο ξημέρωμα,
τον ήλιο, τον αιθέρα.

Τα παιδικά χαμόγελα,
το κύμα που απαντούσε
στο φλοίσβημα της πρόσχαρης
φωνούλας μας που αχούσε.

Τη βάρκα που λικνίζονταν
στη μέθη μας του ονείρου,
το αβρό τραγούδι που έσμιγε
τη σιγαλιά του απείρου.

Τη χαραυγή που ρόδιζε
τα σεντεφένια πλάτια,
την πεθυμιά την άχραντη
στ´αγγελικά μας μάτια.

Αχ, η καρδιά μου νοσταλγεί,
τώρα που η μέρα σβήνει,
της ομορφιάς το πέρασμα,
τη νιότη που μ´αφήνει.
Από τη συλλογή Οι τρίλιες που σβήνουν (1928).

Η Μαρία Πολυδούρη το 1926. Φωτογραφικό αρχείο του ΕΛΙΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου