Στο σχολείο της Μεταπολεμικής Ελλάδας.
…Επειδή έχει έρθει το Φθινόπωρο και τα μαθήματα στα σχολεία αρχίζουν, ιδού κάποιες παλιές φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου με εικόνες σχολικής ζωής από φτωχικά σχολεία της υπαίθρου την περίοδο αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Πάντα με συγκινούν οι φωτογραφίες αυτές και συνήθιζα να τις δείχνω στους μαθητές μου στις αρχές της νέας σχολικής χρονιάς…για να έχουν μία άμεση "φωτογραφική" εμπειρία για το σχολείο της Ελλάδας (βέβαια δεν είχαν όλα τα σχολεία τέτοια εικόνα…υπήρχαν και τα αστικά σχολεία των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων…) εκείνης της εποχής, κάπου και κάποτε οι μαθητές προσπαθούσαν να μάθουν γράμματα σε συνθήκες που απεικονίζουν οι φωτογραφίες.
Βούλα Παπαϊωάννου, Mαθήματα στην ύπαιθρο. Στρούνι. Ήπειρος. 1946. Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη.
Νικηφόρου Βρεττάκου, Τα δεκατέσσερα παιδιά (1957)
http://www.benaki.gr/index.asp?id=1020103&lang=gr
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/nikhforos_brettakos_poems.htm#ΤΑ_ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ_ΠΑΙΔΙΑ
Βλ. και https://www.youtube.com/watch?v=pxdCSUdJWBA
…Και για τον πιστό και αφοσιωμένο εκπαιδευτικό που πασχίζει να μάθουν γράμματα οι μαθητές, ένα ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου που επίσης με συγκινεί πολύ, γραμμένο τη Μετεμφυλιακή Περίοδο.
«...Ἐν ἀρχῇ ἦν ἡ ἀγάπη...» μελωδοῦσε γιομίζοντας
τὸ γυμνό σου δωμάτιο μιὰ παράξενη ἅρπα
καθὼς σ᾿ ἔπαιρνε ὁ ὕπνος καὶ τὸ χέρι σου, κρύο,
σὰν κλωνὶ λεμονιᾶς σὲ νεκρό, ἀναπαύονταν
πάνω στὸ στῆθος σου. Κ᾿ ἔβλεπες
πὼς ἄνοιγε τάχα μιὰ πόρτα στὸν ὕπνο σου.
Πὼς μπαῖναν τὰ δεκατέσσερα παιδιὰ λυπημένα
καὶ στεκόντουσαν γύρω σου. Τὰ μάτια τους θύμιζαν
σταγόνες σὲ τζάμια: «Ἔλεος! Ἔλεος! Ἔλεος!...»
Τινάζοντας τὴ βροχὴ καὶ τὸ χιόνι ἀπὸ πάνω τους,
τὰ ζύγιαζες μὲ τὸ βλέμμα σου σὰ νἄθελες νὰ τοὺς κόψεις
τὴν εὐτυχία στὰ μέτρα τους, ἐνῷ ἡ ἅρπα συνέχιζεν
ἁπαλὰ μὲς στὸν ὕπνο σου: «Ὅ,τι θέλει κανεὶς
μπορεῖ νὰ φτιάξει μὲ τὴν ἀγάπη. Ἥλιους κι ἀστέρια,
ῥοδῶνες καὶ κλήματα...» Ἀλλὰ ἐσὺ προτιμοῦσες
μποτίτσες φοδραρισμένες μὲ μάλλινο,
πουκάμισα κλειστὰ στὸ λαιμό-
γιατὶ φυσάει πολὺ στὸ Καλέντζι!
Ἔβλεπες πὼς ῥάβεις μὲ τὰ δυό σου χέρια,
ἔβλεπες πὼς ζυμώνεις μὲ τὰ δυό σου χέρια
κι ὀνειρευόσουν πὼς μπαίνεις στὴν τάξη
μὲ δεκατέσσερες φορεσιές,
μὲ δεκατέσσερα χριστόψωμα στὴν ἀγκαλιά σου.
Βούλα Παπαϊωάννου, Mαθητές πάνε σχολείο στο Στρούνι. Ήπειρος. 1946. Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη.
Ἀλλὰ ξύπναγες τὸ πρωῒ κι ἄκουγες ποὺ ἔβρεχε.
Σὲ δίπλωνε σὰ μιὰ λύπη τ᾿ ἀδιάβροχό σου
κι ὁ δρόμος γιὰ τὸ σχολειὸ γινόταν πιὸ δύσκολος.
Βάδιζες κ᾿ εἶχες σκυμμένο τὸ πρόσωπο
σὰ νἆταν κάποιος ἀπάνω σου καὶ νὰ σ᾿ ἔκρινε
γιὰ τ᾿ ἄδεια σου χέρια. Σὰ νἄφταιγες μάλιστα,
σ᾿ ὅλη τὴ διαδρομὴ σὲ μπάτσιζε τὸ χιονόνερο.
Ἔμπαινες στὸ σχολειὸ κ᾿ ὅπως τ᾿ ἀντίκριζες
μοιραζόταν σὲ δεκατέσσερα χαμόγελα τὸ πρόσωπό σου.
Θυμόσουν πὼς ἡ ἀγκάλη σου ἦταν μισὴ
κι ἀνεβαίνοντας πάνω στὴν ἕδρα σου
ἄνοιγες τὴ λύπη σου καὶ τὰ σκέπαζες
ὅπως ὁ οὐρανὸς σκεπάζει τὴ γῆ.
Βούλα Παπαϊωάννου, Σχολείο στο Στρούνι. Ήπειρος. 1946. Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη.
Ὥρα 8 καὶ 20´ ἀκριβῶς.
Τὸ μάθημα ἀρχίζει κανονικά.
Ἐσὺ πάνω ἀπ᾿ τὴν ἕδρα κι ἀπ᾿ ἀντίκρυ σου ὁ Χριστός,
ἁπαλὸς καὶ γλυκὺς μὲς στὸ κάδρο του,
δίνετε τὰ χέρια πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια τους
νὰ τοὺς κάμετε μιὰ στέγη ἀπὸ ζεστασιὰ
γιατὶ σᾶς ἤρθανε καὶ σήμερα μουσκεμένα
κ᾿ ἡ λύπη περπατάει μὲς στὰ μάτια τους
ὅπως ὁ σπουργίτης πάνω στὸ φράχτη.
Τὸ καλαμπόκι δὲν ψώμωσε τὸ περσινὸ καλοκαίρι
κι ἀκοῦς τὸ ψωμάκι ποὺ κλαίει μὲς στὶς μπόλιες τους.
Ὥρα 10 καὶ 20´. Τὸ μάθημα συνεχίζεται.
Οἱ σπουργίτες σου χτυποῦν τὰ φτερά τους.
Τὸ μολύβι πεθαίνει ἀνάμεσα στὰ κοκκαλιασμένα τους δάχτυλα.
Ἡ καρδιά σου εἶναι τώρα μιὰ στάμνα σπασμένη.
Τὰ λόγια σου βγαίνουν ἀργὰ σὰ μιὰ βρύση ποὺ στέρεψε:
«Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος... Ὁ μέγας Ἀλέξανδρος...».
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Τὰ μέτρησες δέκα φορές.
Τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Μετρᾶς τὸ ἕνα χέρι σου
-τ᾿ ἄλλο σου βρίσκεται τυλιγμένο σὲ συννεφιά-
τὰ δάχτυλά σου εἶναι πέντε. Σηκώνεις τὸ πρόσωπο,
κοιτάζεις τὴ στέγη, κάνεις πὼς σκέφτεσαι
σκύβεις πάλι στὴν ἕδρα, ξεφυλλίζεις τὸν Αἴσωπο,
κατεβαίνεις καὶ γράφεις στὸ μαυροπίνακα,
κοιτάζεις τὸν οὐρανὸ ἀπ᾿ τὸ παράθυρο,
γυρίζεις τὸ κεφάλι σου ἀλλοῦ,
δὲ μπορεῖς ἄλλο παρὰ νὰ κλάψεις.
Παίρνεις τὸ μαθητολόγιο στὰ χέρια σου,
κάτι ψάχνεις νὰ βρεῖς, τὸ σηκώνεις διαβάζοντας
καὶ σκεπάζεις τὸ πρόσωπό σου.
Φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου. Μαθητές και δάσκαλος σε αίθουσα φτωχού αγροτικού σχολείου της μεταπολεμικής Ελλάδας. Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη. Προσπαθεί να τους μάθει γράμματα. Έχουν σταυρώσει τα χέρια...
Μία ακόμη φωτογραφία της Βούλας Παπαϊωάννου από αγροτικό σχολείο της μεταπολεμικής Ελλάδας. Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη. Στη φτωχική αίθουσα οι μικροί μαθητές προσπαθούν να μάθουν γράμματα. Είναι ξυπόλητοι…
Βούλα Παπαϊωάννου, Μαθήτριες και μαθητές σε σχολείο. Κανάλια Βόλου. 1946. Φωτογραφικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη. Τα κοριτσάκια προσπαθούν να διαβάσουν…Κάποια από αυτά είναι ξυπόλητα...
Τὰ σύννεφα ἔχουν μπεῖ μὲς στὴν τάξη.
Ἀντίκρυ σου κι ὁ Χριστὸς παραδέρνει σ᾿ ἀμηχανία.
Θαρρεῖς καὶ σηκώνει στ᾿ ἀλήθεια τὰ χέρια του
ἑνωμένα στὸ φῶς ποὺ πέφτει ἀπὸ πάνω του.
Νιώθει στενόχωρα ὅπως τὰ μεσάνυχτα στὴ Γεθσημανῆ
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ χτυπήσω τὸν ὦμο
καὶ δὲν εἶμαι ἐκεῖ νὰ σοῦ εἰπῶ: Δός του θάρρος,
βοήθησέ τον νὰ βγεῖ ἀπ᾿ τὴ δύσκολη θέση,
κατέβαινε, διάσχισε τὴν αἴθουσα γρήγορα,
μὴν τὸν ἀφήνεις ἐκτεθειμένο στὰ βλέμματα τῶν παιδιῶν,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κάνει πὼς συλλαβίζει,
δός του ἕνα βιβλίο νὰ κρύψει τὰ μάτια του.
http://www.benaki.gr/index.asp?id=1020103&lang=gr
http://users.uoa.gr/~nektar/arts/poetry/nikhforos_brettakos_poems.htm#ΤΑ_ΔΕΚΑΤΕΣΣΕΡΑ_ΠΑΙΔΙΑ
Βλ. και https://www.youtube.com/watch?v=pxdCSUdJWBA
Εκπληκτικά όλα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚάθε φορά που συναντώ αυτό το ποίημα και κάθε που βλέπω τις φωτογραφίες της Βούλας Παπαϊωάννου, συγκινούμαι βαθιά. Και με τις λεζάντες επίσης.
Ένας από τους συνειρμούς τώρα, "Το πουλί-λύρα". Διαφυγή στο όνειρο.
Πρώτη μέρα στο σχολείο
Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.
Επαναλάβατε! λέει ο δάσκαλος.
Δύο και δύο τέσσερα
τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι.
Μα να το πουλί-λύρα
που περνά στον ουρανό.
Το παιδί το βλέπει,
το παιδί το ακούει,
το παιδί το φωνάζει:
Σώσε με, παίξε μαζί μου,
πουλί!
Τότε το πουλί κατεβαίνει
και παίζει με το παιδί.
Δύο και δύο τέσσερα.
Επαναλάβατε! λέει ο δάσκαλος.
Και το παιδί παίζει,
το πουλί παίζει μαζί του…
Τέσσερα και τέσσερα οχτώ
οχτώ κι οχτώ κάνουν δεκάξι
δεκάξι και δεκάξι πόσα κάνουν;
Δεν κάνουν τίποτα δεκάξι και δεκάξι
και προπάντων όχι τριάντα δύο
έτσι ή αλλιώς
και φεύγουν.
Και το παιδί έκρυψε το πουλί
μες στο θρανίο του
κι όλα τα παιδιά
ακούν το τραγούδι του
κι όλα τα παιδιά ακούν τη μουσική
κι οχτώ κι οχτώ στη βόλτα τους φεύγουν
και τέσσερα και τέσσερα και δυο και δυο
στη βόλτα τους το σκάνε
κι ένα κι ένα δεν κάνουν ούτε ένα ούτε δύο
ένα ένα το ίδιο φεύγουν.
Και το πουλί-λύρα παίζει
και το παιδί τραγουδάει
κι ο καθηγητής φωνάζει:
Πότε θα πάψετε να κάνετε τον καραγκιόζη!
Μα όλα τ' άλλα παιδιά
ακούν τη μουσική
και οι τοίχοι της τάξης
σωριάζονται ήσυχα.
Και τα τζάμια ξαναγίνονται άμμος
το μελάνι ξαναγίνεται νερό
τα θρανία ξαναγίνονται δένδρα
η κιμωλία ξαναγίνεται ακρογιαλιά
το φτερό ξαναγίνεται πουλί.
Ζακ Πρεβέρ, Κουβέντες, μτφρ. Μιχάλης Μεϊμάρης, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 1994, σ. 124-125
Μου αρέσει πολύ ο Ζακ Πρεβέρ και το ποίημα αυτό είναι πραγματικά υπερβατικό, η μεταμόρφωση της πραγματικότητας, μία υπέρβαση της πραγματικότητας, για να την αντέξουμε.
ΔιαγραφήΕξαιρετική ανάρτηση !!!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εγώ συγκινούμαι με τα "Δεκατέσσερα παιδιά", Αννούλα μου. Τόσο, που τα αναφέρω! Δεν ξεχνώ όχι μόνο τους στίχους, αλλά κυρίως την εποχή και τις συνθήκες...
ΑπάντησηΔιαγραφή