Άννας Αγγελοπούλου Ιστολόγιο Χάριν Λόγου και Τέχνης, Χάριν Φίλων

"O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό...". Γκαίτε.
Το βρήκα γραμμένο σ᾽ένα ξεχασμένο λεύκωμα της μητέρας μου. Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 τέτοια αποφθέγματα σημείωναν οι μικρές μαθήτριες...
Γιατί θέλω ένα ιστολόγιο; Γιατί η ανάγκη μιας τέτοιου είδους επικοινωνίας;
Θα πω μόνο ότι στην αρχή σκέφτηκα να είναι ένα ιστολόγιο που να απευθύνεται στους συναδέλφους μου, δηλαδή μόνο σε φιλολόγους... "Χάριν φίλων" του λόγου, δηλαδή. Στη συνέχεια σκέφτηκα να είναι και "χάριν φίλων" της τέχνης. Τελικά, όμως, αποφάσισα να απευθύνεται και σε πολλούς άλλους: στους πρώην και επόμενους μαθητές μου, σε όσους αγαπούν να ονειρεύονται, σε όσους πιστεύουν ακόμα στο όραμα της παιδείας, σε όσους επέλεξαν να είναι εκπαιδευτικοί από αγάπη, σε όσους αγαπούν να ταξιδεύουν, και κυρίως σε όσους αγαπούν την ανάγνωση ή μάλλον τις αναγνώσεις...σε όσους παντού και πάντα θα διαβάζουν...θα διαβάζουν κείμενα στα βιβλία, κείμενα στις εικόνες, κείμενα στα πρόσωπα των ανθρώπων... Άλλωστε, η ανάγνωση είναι ταξίδι, όχι ένα αλλά πολλά ταξίδια...
Τελικά, το ιστολόγιο αυτό απευθύνεται στα αγαπημένα πρόσωπα της ζωής μας... Απευθύνεται ακόμα σε φίλους, γνωστούς και άγνωστους, σε πρόσωπα που συνάντησα, συναντώ καθημερινά, θα συναντήσω στο μέλλον ή που δε θα συναντήσω ποτέ.
Καλά ταξίδια, λοιπόν, με βιβλία, εικόνες, μουσικές και κυρίως με όνειρα!


Κυριακή 26 Ιουλίου 2015

Το λιμάνι του Βόλου. Πίνακες του Κωνσταντίνου Βολανάκη

Το λιμάνι του Βόλου
   Προσπαθώ να διακρίνω, εάν έχουν διατηρηθεί στο σύγχρονο λιμάνι του Βόλου κάποια στοιχεία από τις όψεις-εικόνες που ζωγράφισε ο Κωνσταντίνος Βολανάκης τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Περπατώ στην προβλήτα του λιμανιού και αναζητώ το βλέμμα του ζωγράφου. Σίγουρα δεν υπάρχει το ιππήλατο τραμ και οι ράγες του, ούτε η άμαξα με τα άλογα, ούτε οι κυρίες με τις ομπρέλες και φυσικά ούτε ιστιοφόρα και ατμόπλοια...
   
Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907), Το λιμάνι του Βόλου. Εθνική Πινακοθήκη.

   Ο Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907) είναι ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του ακαδημαϊσμού στη νεοελληνική ζωγραφική, ένας από τους "μεγάλους δασκάλους", μαζί με τον Λύτρα, τον Γύζη και τον Ιακωβίδη, που είχαν σπουδάσει στην Ακαδημία του Μονάχου και στη συνέχεια επέστρεψαν στην Ελλάδα και δίδαξαν στη Σχολή των Καλών Τεχνών. Ο Βολανάκης ειδικεύτηκε στην τοπιογραφία και κυρίως στη θαλασσογραφία. Θεωρείται ο "πατέρας" της νεοελληνικής θαλασσογραφίας και έχει ζωγραφίσει πολυάριθμα τοπία με βάρκες, ψαροκάικα, καράβια, ναυμαχίες, σκηνές ψαρέματος και εικόνες από λιμάνια. Πουλούσε πάμφθηνα τους πίνακές του και πέθανε φτωχός, ενώ σήμερα είναι ένας από τους πιο "ακριβούς" ζωγράφους της νεοελληνικής τέχνης και τα έργα του έχουν ανεκτίμητη αξία και πωλούνται σε υψηλές τιμές στις δημοπρασίες του εξωτερικού.

Κωνσταντίνος Βολανάκης, (1837-1907), Το λιμάνι του Βόλου. Ιδιωτική Συλλογή.

    Ο Βολανάκης ζωγράφισε σε πολλές παραλλαγές όψεις από το λιμάνι του Βόλου. Ο καλλιτέχνης είχε ιδιαίτερη σχέση με την πόλη αυτή, γιατί ο γαμπρός του, ο πλούσιος έμπορος  Γεώργιος Αφεντούλης, που ανήκε στην ελληνική παροικία της Τεργέστης, καταγόταν από τη Ζαγορά του Πηλίου. Ο Βολανάκης, αφού τελείωσε το Γυμνάσιο στη Σύρο, έφυγε στην Τεργέστη και εργάστηκε ως λογιστής στην επιχείρηση του Αφεντούλη. Όταν ο Αφεντούλης ανακάλυψε το ταλέντο του Βολανάκη, τον ενθάρρυνε να ασχοληθεί με τη ζωγραφική και τον έστειλε να σπουδάσει στο Μόναχο.

Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907), Το λιμάνι του Βόλου τη νύχτα. Εθνική Πινακοθήκη.

   Ο Βολανάκης έχει ζωγραφίσει πολλές νυχτερινές εικόνες από το λιμάνι του Βόλου να φωτίζεται από το φως του φεγγαριού. Ονειρική ατμόσφαια, λυρισμός και απόκοσμη αίσθηση μυστηρίου χαρακτηρίζουν τις γαλήνιες φεγγαρόλουστες όψεις του Βόλου. Χωρίς αμφιβολία, τα έργα αυτά απηχούν επιρροές του ρομαντισμού.

Κωνσταντίνος Βολανάκης (1837-1907), Το φεγγαρόλουστο λιμάνι του Βόλου. Ιδιωτική Συλλογή.

   Συννεφιασμένος ο ουρανός…ανάμεσα από τα σύννεφα, όμως, ασημίζουν οι αχτίνες του φεγγαριού. Ο Βολανάκης "παίζει" αριστοτεχνικά με τις αντιθέσεις ανάμεσα στο φως του φεγγαριού και το σκοτάδι της νύχτας.

Κωνσταντίνος Βολανάκης, Το λιμάνι του Βόλου. Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ.

Κωνσταντίνος Βολανάκης, Το λιμάνι του Βόλου τη νύχτα. Ιδιωτική Συλλογή.

 Κωνσταντίνος Βολανάκης, Παραλία του Βόλου στο φως του φεγγαριού. Ιδιωτική Συλλογή.

Κωνσταντίνος Βολανάκης, Παραλία του Βόλου στο φως του φεγγαριού. Ιδιωτική Συλλογή.

   Το γλυκύτατο φως του ηλιοβασιλέματος φωτίζει την παραλία του Βόλου και την κάνει να φαίνεται ένας τόπος ονειρικός...

Κωνσταντίνος Βολανάκης, Παραλία του Βόλου 1. Ιδιωτική Συλλογή.

Κωνσταντίνος Βολανάκης, Παραλία του Βόλου 2. Ιδιωτική Συλλογή.

2 σχόλια:

  1. Κάθε φορά που ο αδερφός τους γύριζε από ένα μεγάλο ταξίδι, ναυτικός ων ό ίδιος, έφερνε μια θαλασσογραφία του Βολανάκη. Περήφανες μου έδειξαν τους 3-4 πίνακες που κοσμούσαν το σαλόνι τους με τα κλειστά παράθυρα, για να μην μπαίνει σκόνη και φως στο σπίτι πίσω από το Χιλτον.
    Ήμουν δεν ήμουν 12 χρονών και μου φάνηκαν τόσο σκοτεινοί μέσα στο ήδη σκοτεινό περιβάλλον τους. Δεν μου αρέσει ιδιαίτερα ο Βολανάκης και λυπάμαι γι' αυτό, πράγμα που δεν σημαίνει ότι ο ζωγράφος παύει να έχει την αξία του. Μου αρέσει όμως «Το λιμάνι του Βόλου τη νύχτα», που πουλήθηκε σε δημοπρασία του Sotheby's 951.965€.


    Νυχτερινή Φαντασίωση

    Νύχθ' υπό λυγαίαν
    ΑΠΟΛΛ. ΡΟΔ.

    Ω! νάτο πάλι αυτό το ισχνό, φασματικό καράβι!
    Βουβό, όπως πάντα, στα νεκρά νερά κυλάει απόψε,
    ίσκιος θολός που εγέννησε μια νύχτα εβένινη, όταν
    πίσσα και θειάφι η Τρικυμία μέσα στα χάη ξερνούσε.

    Πέρα απ' τα βάθη ερεβικών ξεκίνησε οριζόντων.
    Στην πρύμη του, όπου ορθώνεται, όρνεο πανάρχαιο,
    ο Χάρος,
    μια μαύρη κι ανεμόδαρτη παντιέρα είναι στημένη
    από τα νέφη της Νοτιάς τα θυελλικά υφασμένη.

    Οι φύλακες, που εξόριστοι σ' έρημους φάρους ζούνε,
    βουβοί το βλέπουν, μες στο δέος των παγωμένων πόλων,
    να πλέει, τεράστιο φάντασμα, ενώ ένα φως γαλάζιο
    πένθιμα αυγάζει ως σπαραγμένη ελπίδα στον ιστό του.

    Το άρμενο αυτό δε λίκνισαν του αρχιπελάγους οι αύρες
    κι ούτε οι φαιδροί των αλμπατρός κρωγμοί σ' αυτό
    εμηνύσαν
    πως κάτω απ' τα σαπφείρινα των παραλλήλων τόξα,
    καθώς αργά πέφτει η ζεστή, βαλσαμική αμφιλύκη,

    σα μια γυναίκα ερωτική δίνεται αβρά το κύμα
    μες στην αγκάλη ειρηνικών κι ευωδιασμένων κόλπων:
    πάνω από θάλασσες στυγνές τα μαύρα ιστία του ορθρίζαν,
    καθώς πικρές κι ανήμερες μελλοθανάτων σκέψεις.

    Μες στους ατμούς της γαλανής κι απατηλής ομίχλης
    οι πόλοι αλλάζαν κι έπαιρναν μια νέα τεράτινη όψη:
    εκεί ήλιοι ωχροί, στις παναρχαίες τροχιές τους παγωμένοι,
    λάμπαν στους άδειους ουρανούς σαν κρύα, φασμάτινα
    άνθη.

    Είδε νησιά μυστηριακά από σκοτεινό βασάλτη
    κάτω απ' την πύρινη βροχή να θάβονται ηφαιστείων,
    και μ' ένα βούισμα, σα ν' αχούν σήμαντρα υπόγεια πλήθος,
    στ' άναστρα βάθη να κυλούν των ωκεανείων αβύσσων!

    Στο πέρασμά του εκήδευε τους αυλωδούς ανέμους:
    Αν κάτι εστέναζε πικρά στις αχερούσιες νύχτες,
    δεν ήταν ο άνεμος: οι ωχρές ψυχές των ναυαγών του
    στην πένθιμη άρπα ολόλυζαν των σκοτεινών ιστών του.

    Το άρμενο αυτό δεν άραξε σε ειρηνικό λιμάνι
    (η Ειρήνη απάνω του έφευγε σαν τρομαγμένη αλκυόνα!)
    Προαιώνιο φάσμα αλητικό, οιωνός στυγνών θανάτων,
    αδιάφορο είδε να γερνούν ήλιοι, ουρανοί και πόντοι.

    Και πλέει, και πλέει αυτό το ισχνό κι εφιαλτικό καράβι.
    Μόνοι του σύντροφοι, ουραγοί πιστοί των ταξιδιών του,
    κάτι πουλιά φασματικά το ακολουθάνε πάντα–
    μια συνοδεία από φέρετρα μετέωρα δίχως στάση!

    Εμμανουήλ Kαίσαρ, (από τα Ποιήματα, Eρμής 2001)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Με συγκίνησες πολύ με την επιλογή του ποιήματος του Εμμανουήλ Καίσαρα και μου θύμισες έναν "άγνωστο" ποιητή στους πολλούς, που κινείται στην ποιητική ατμόσφαιρα της ύστερης Μεσοπολεμικής εποχής. Τον πρωτοδιάβασα, όταν ήμουν ποιήτρια και τότε είχα εντυπωσιαστεί. Στον Καίσαρα Εμμανουήλ είχε αφιερώσει ένα ποίημα ο Καβαδίας, το οποίο έτυχε εξαιρετικής μελοποίησης από τον Ζερβουδάκη.

    Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε, Καίσαρ, να σας σώσει.
    Κάτι που πάντα βρίσκεται σ' αιώνια εναλλαγή,
    κάτι που σχίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων,
    και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατέλειωτη γη.
    Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι,
    που του γραφείου σας πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά.
    να φύγει κρώζοντας βραχνά, χτυπώντας τα φτερά του,
    προς κάποιαν ακατοίκητη κοιλάδα του Νοτιά.
    Κάτι που θα' κανε τα υγρά, παράδοξά σας μάτια,
    που αβρές μαθήτριες τ' αγαπούν και σιωπηροί ποιηταί,
    χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουν
    με κάποιο τρόπο που, ως λεν, δε γέλασαν ποτέ.
    Γνωρίζω κάτι, που μπορούσε, βέβαια, να σας σώσει.
    Εγώ που δε σας γνώρισα ποτέ ...; Σκεφτήτε ...; Εγώ.
    Ένα καράβι ...; Να σας πάρει, Καίσαρ ...; Να μας πάρει ...;
    Ένα καράβι, που πολύ μακριά θα τ' οδηγώ.
    Μιά μέρα χειμωνιάτικη θα φεύγαμε.
    Τα ρυμουλκά περνώντας θα σφυρίζαν,
    τα βρωμερά νερά η βροχή θα ράντιζε,
    κι' οι γερανοί στους ντόκους θα γυρίζαν.
    Οι πολιτείες ξένες θα μας δέχονταν,
    οι πολιτείες οι πιό απομακρυσμένες
    κι' εγώ σ' αυτές αβρά θα σας εσύσταινα
    σαν σε παλιές, θερμές μου αγαπημένες.
    Τα βράδια, βάρδια κάνοντας, θα λέγαμε
    παράξενες στη γέφυρα ιστορίες,
    γιά τους αστερισμούς ή γιά τα κύματα
    γιά τους καιρούς, τις άπνοιες, τις πορείες.
    Όταν πυκνή ομίχλη θα μας σκέπαζε,
    τους φάρους θε ν' ακούγαμε να κλαίνε
    και τα καράβια αθέατα θα τ' ακούγαμε,
    περνώντας να σφυρίζουν και να πλένε.
    Μακριά, πολύ μακριά να ταξιδεύουμε,
    κι' ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει.
    εσείς τσιγάρα «Κάμελ» να καπνίζετε,
    κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω ουϊσκυ.
    Και μιά γριά στο Αννάμ, κεντήστρα στίγματος,
    μιά γριά σ' ένα πολύβουο καφενείο
    μιά αιμάσσουσα καρδιά θα μου στιγμάτιζε,
    κι' ένα γυμνό, στο στήθος σας, κρανίο.
    Και μιά βραδιά στη Μπούρμα, ή στη Μπατάβια
    στα μάτια μιάς Ινδής που θα χορέψει
    γυμνή στα δεκαεφτά στιλέτα ανάμεσα,
    θα δήτε ίσως τη Γκρέτα να επιστρέψει.
    Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
    κι' από ένα χωμάτινο πεζό μνήμα,
    δε θα 'ναι ποιητικώτερο και πι' όμορφο,
    ο διάφεγγος βυθός και τ' άγριο κύμα;
    Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
    λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
    που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,
    γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.
    Η μόνη μου παράκληση όμως θα 'τανε,
    τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.
    Κι' όπως εγώ για έν' αδερφό εδεήθηκα,
    για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.

    ΑπάντησηΔιαγραφή