Tέχνη. Ένα ποίημα για την ποίηση και τη ζωή και η "Μελαγχολία" του Edvard Munch
Πόσο υπέροχα συγκινητικός παραμένει ο ποιητικός λόγος του Τάσου Λειβαδίτη, σκέφτομαι…και τι τυχεροί είναι οι μαθητές που μαθαίνουν από τους καθηγητές τους τον ποιητικό λόγο του Τάσου Λειβαδίτη, τι τυχεροί που είναι οι μαθητές που έχουν καθηγητές που αγαπούν γενικά την ποίηση…
Για αυτούς, λοιπόν, που συγκινούνται, όταν διαβάζουν ποίηση στους μαθητές τους…Για αυτούς που διαβάζουν ποίηση με τρεμάμενη φωνή….
TΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ, TEXNH
Έζησα
τα πάθη σα μια φωτιά, τάδα ύστερα να μαραίνονται
και να σβήνουν, και μ' όλο που ξέφευγα απόνα κίνδυνο, έκλαψα γι' αυτό το τέλος που υπάρχει σε όλα. Δόθηκα στα πιο μεγάλα ιδανικά, μετά τ' απαρνήθηκα, και τους ξαναδόθηκα ακόμα πιο ασυγκράτητα. Ένοιωσα ντροπή μπροστά στους καλοντυμένους, και θανάσιμη ενοχή για όλους τους ταπεινωμένους και τους φτωχούς, είδα τη νεότητα να φεύγει, να σαπίζουν τα δόντια, θέλησα να σκοτωθώ, από δειλία ή ματαιοδοξία, συχώρεσα εκείνους που με σύντριψαν, έγλυψα εκεί που έφτυσα, έζησα την απάνθρωπη στιγμή, όταν ανακαλύπτεις, πλέον αργά, ότι είσαι ένας άλλος από κείνον που ονειρευόσουνα, ντρόπιασα τ' όνομά μου για να μη μείνει ούτε κηλίδα εγωισμού απάνω μου ― κι ήταν ο πιο φριχτός εγωισμός. Tις νύχτες έκλαψα, συνθηκολόγησα τις μέρες, αδιάκοπη πάλη μ' αυτόν τον δαίμονα μέσα μου που τα ήθελε όλα, τούδωσα τις πιο γενναίες μου πράξεις, τα πιο καθάρια μου όνειρα και πείναγε, τούδωσα αμαρτίες βαρειές, τον πότισα αλκοόλ, χρέη, εξευτελισμούς, και πείναγε. Bούλιαξα σε μικροζητήματα φιλονίκησα για μιας σπιθαμής θέση, κατηγόρησα, έκανα το χρέος μου από υπολογισμό, και την άλλη στιγμή, χωρίς κανείς να μου το ζητήσει έκοψα μικρά-μικρά κομάτια τον εαυτό μου και τον μοίρασα στα σκυλιά. Tώρα, κάθομαι μες στη νύχτα και σκέφτομαι, πως ίσως πια μπορώ να γράψω ένα στίχο, αληθινό. |
|
(από την Ποίηση. Tόμος Πρώτος 1950-1966,
Kέδρος 1985)
|
Edvard Munch, Απόγευμα. Μελαγχολία. 1891. Μουσείο Munch. Όσλο.
Edvard Munch, Μελαγχολία. 1892. Εθνική Πινακοθήκη της Τέχνης. Όσλο.
Edvard Munch, Μελαγχολία. 1893. Μουσείο Munch. Όσλο.
Edvard Munch, Μελαγχολία. 1894-96. Μουσείο Τέχνης του Bergen.
Edvard Munch, Απόγευμα. Μελαγχολία Ι. 1896. Ξυλογραφία. Μουσείο Munch. Όσλο.
1. Μελαγχολία
ΑπάντησηΔιαγραφήΤ’ αχνά, τα οκνά τα δειλινά, που καθώς πέφτουνε, και να,
προβάλλουν μαύρα τα βουνά, κι αρχίζει να βραδιάζει,
καθένα τους, μες στην ψυχή, σαν ένας θάνατος ηχεί,
και σε δακρύων θερμή βροχή, τη θλίψη μας αδειάζει…
Κι έτσι όπως γέρνει να χαθεί, σ’ ένα παράπονο βαθύ,
πριν κατεβεί να κοιμηθεί, θανάσιμα δοσμένο,
μού φέρνει, πάντα, στο μυαλό, κάτι απαλό, κάτι καλό,
που το ’ζησα, τ’ αναπολώ –και πάλι το προσμένω!
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ
2. “Τη μελαγχολική μου τέχνη ασκώντας”
Την μελαγχολική μου τέχνη ασκώντας,
στην σιωπή της νύχτας,
όταν μονάχο του φρενιάζει το φεγγάρι,
κι οι εραστές ξαπλώνουν
αγκαλιά με τη θλίψη τους,
παιδεύομαι το φώς να τραγουδήσω,
όχι από φιλοδοξία ή για τον επιούσιο,
ούτε για επίδειξη στο παζάρι των ταλέντων
σε φιλντισένια παλκοσένικα,
μα για την αμοιβή την ελάχιστη
απ’ τα μύχια της καρδιάς τους.
Κι έξω απ’ το φεγγάρι που φρενιάζει
δεν γράφω τούτες τις σελίδες που αφρίζουν
μήτε για τον άνδρα τον περήφανο
μήτε για τους νεκρούς που από ψηλά επιβλέπουν
με τ’ αηδόνια και τις ψαλμωδίες τους
μα για τους εραστές,
που αγκαλιάζουνε αιώνων θλίψεις,
που μ’ έχουνε γραμμένο,
κι ούτε τους νοιάζει η μαστοριά κι η τέχνη μου.
Ντίλαν Τόμας
Συνεχίζεις με Λαπαθιώτη, βλέπω. Πολύ ωραίο, όπως και το ποίημα του Τόμας Ντίλαν. Μήπως γνωρίζεις ποιος το έχει μεταφράσει;
ΔιαγραφήΠράγματι, είναι πολύ όμορφο ποίημα!
ΔιαγραφήΓενικά βρίσκω το Λαπαθιώτη πολύ μελαγχολικό και πιο συγκεκριμένα σ' αυτό του το ποίημα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς, δεν βρήκα το μεταφραστή του Dylan Thomas, αν και έψαξα επίμονα πριν τον παραθέσω. Τρελαίνομαι όταν δεν αναγράφεται ποιος έχει κάνει τη μετάφραση. Μα μου φάνηκε τόσο ωραίο το μελαγχολικό ποίημα, που δεν άντεξα να το βάλω, έστω και χωρίς...
http://filboid-studge.blogspot.gr/2006/07/blog-post_08.html