Διαβάζοντας το Όνειρο στο κύμα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη μέσα από τις εικόνες του Δημήτρη Μοράρου
Ο ζωγράφος και χαράκτης Δημήτρης Μοράρος (γεννημένος στο Βόλο το 1957), μαθητής του Χ. Μυταρά και του Γ. Τσαρούχη, έχει εμπνευσθεί από το ποιητικό διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη Όνειρο στο κύμα. Σας παρουσιάζω ορισμένες από τις εικόνες του καλλιτέχνη που αισθητικοποιούν το κείμενο....
"...Τὸ κυρίως κατάμερόν μου ἦτον ὑψηλότερα, ἔξω τῆς ἀκτῖνος τῶν ἐλαιώνων καὶ ἀμπέλων, ἐγὼ ὅμως συχνὰ ἐπατοῦσα τὰ σύνορα....Μόνον διαρκὴ γείτονα, ὅταν κατηρχόμην κάτω, εἰς τὴν ἄκρην τῆς περιοχῆς μου, εἶχα τὸν κὺρ Μόσχον, ἕνα μικρὸν ἄρχοντα λίαν ἰδιότροπον..."
Το κτήμα "βασίλειον" του κυρ Μόσχου.
"... Ἔκτισεν εἰς τὴν ἄκρην πυργοειδῆ ὑψηλὸν οἰκίσκον, μὲ δυὸ πατώματα, ἐκαθάρισε καὶ περιεμάζευσε τοὺς ἐσκορπισμένους κρουνοὺς τοῦ νεροῦ, ἤνοιξε καὶ πηγάδι πρὸς κατασκευὴν μαγγάνου διὰ τὸ πότισμα. Διήρεσε τὸ κτῆμα εἰς τέσσαρα μέρη· εἰς ἄμπελον, ἐλαιῶνα, ἀγροκήπιον μὲ πλῆθος ὀπωροφόρων δένδρων καὶ κήπους μὲ αἱμασιᾶς ἢ μποστάνια. Ἐγκατεστάθη ἐκεῖ, κ᾿ ἔζη διαρκῶς εἰς τὴν ἐξοχήν, σπανίως κατερχόμενος εἰς τὴν πολίχνην. Τὸ κτῆμα ἦτον παρὰ τὸ χεῖλος τῆς θαλάσσης, κ᾿ ἐνῷ, ὁ ἐπάνω τοῖχος ἔφθανεν ὡς τὴν κορυφὴν τοῦ μικροῦ βουνοῦ, ὁ κάτω τοῖχος, μὲ σφοδρὸν βορρᾶν πνέοντα, σχεδὸν ἐβρέχετο ἀπὸ τὸ κῦμα".
"...Τὸ παράθυρον τοῦ πύργου τὸ δυτικὸν ἠνοίγετο πρὸς τὸν λόγγον, ὁ ὁποῖος ἤρχιζε νὰ βαθύνεται πέραν τῆς κορυφῆς τοῦ βουνοῦ, ὁποὺ ἦσαν χαμόκλαδα, εὐώδεις θάμνοι, καὶ ἀργιλλώδης γῆ τραχειά. Ἐκεῖ ἤρχιζεν ἡ περιοχή μου. Ἕως ἐκεῖ κατηρχόμην συχνά, κ᾿ ἔβοσκα τὰς αἶγας τῶν καλογήρων, τῶν πνευματικῶν πατέρων μου...".
"...Μίαν ἄλλην ἡμέραν μὲ εἶδε πάλιν ἀπὸ τὸ παράθυρόν της εἰς ἐκείνην τὴν ἰδίαν θέσιν. Ἤμην πλαγιασμένος εἰς ἕνα ἴσκιον, ἄφηνα τὰς αἶγας μου νὰ βοσκοῦν, κ᾿ ἐσφύριζα ἕνα ἦχον, ἓν ᾆσμα τοῦ βουνοῦ αἰπολικόν...Εἶχα ἐγὼ σουραῦλι (ἤτοι φλογέραν), ἀλλὰ δὲν εἶχα ἀρκετὸν θράσος ὥστε νὰ παίζω ἐν γνώσει ὅτι θὰ μὲ ἤκουεν αὐτή... Τὴν φορὰν ταύτην ἐφιλοτιμήθην νὰ παίξω πρὸς χάριν της, ἀλλὰ δὲν ἠξεύρω πῶς τῆς ἐφάνη ἡ τέχνη μου ἡ αὐλητική. Μόνον ἤξευρω ὅτι μου ἔστειλε δι᾿ ἀμοιβὴν ὀλίγα ξηρὰ σῦκα, κ᾿ ἕνα τάσι γεμάτο πετμέζι..."
"...Ἐγύρισα ὀπίσω, κατέβην πάλιν τὸν κρημνόν, κ᾿ ἔφθασα κάτω εἰς τὴν θάλασσαν. Τὴν ὥραν ἐκείνην εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλιος, καὶ τὸ φεγγάρι σχεδὸν ὁλόγεμον ἤρχισε νὰ λάμπῃ χαμηλά, ὡς δυὸ καλαμιὲς ὑψηλότερα ἀπὸ τὰ βουνὰ τῆς ἀντικρινῆς νήσου. Ὁ βράχος ὁ δικός μου ἔτεινε πρὸς βορρᾶν, καὶ πέραν ἀπὸ τὸν ἄλλον κάβον πρὸς δυσμᾶς, ἀριστερά μου, ἔβλεπα μίαν πτυχὴν ἀπὸ τὴν πορφύραν τοῦ ἥλιου, ποὺ εἶχε βασιλέψει ἐκείνην τὴν στιγμήν...Ἐπέταξα ἀμέσως τὸ ὑποκάμισόν μου, τὴν περισκελίδα μου, κ᾿ ἔπεσα εἰς τὴν θάλασσαν. Ἐπλύθην, ἐλούσθην, ἐκολύμβησα ἐπ᾿ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ὥρας. Ἠσθανόμην γλύκαν, μαγείαν ἄφατον, ἐφανταζόμην τὸν ἐαυτόν μου ὡς νὰ ἤμην ἕν με τὸ κῦμα, ὡς νὰ μετεῖχαν τῆς φύσεως αὐτοῦ, τῆς ὑγρᾶς καὶ ἁλμυρᾶς καὶ δροσώδους. Δὲν θὰ μοῦ ἔκανε ποτὲ καρδιὰ νὰ ἔβγω ἀπὸ τὴν θάλασσαν, δὲν θὰ ἐχόρταινα ποτὲ τὸ κολύμβημα, ἂν δὲν εἶχα τὴν ἔννοιαν τοῦ κοπαδιοῦ μου. Ὅσην ὑπακοὴν καὶ ἂν εἶχαν πρὸς ἐμὲ τὰ ἐρίφια, καὶ ἂν ἤκουον τὴν φωνήν μου διὰ νὰ καθίσουν ἥσυχα, ἐρίφια ἦσαν, δυσάγωγα καὶ ἄπιστα ὅσον καὶ τὰ μικρὰ παιδιά. Ἐφοβούμην μήπως τινὰ ἀποσκιρτήσουν καὶ μοῦ φύγουν, καὶ τότε ἔπρεπε νὰ τρέχω νὰ τὰ ζητῶ τὴν νύκτα εἰς τοὺς λόγγους καὶ τὰ βουνὰ ὁδηγούμενος μόνον ἀπὸ τὸν ἦχον τῶν κωδωνίσκων τῶν τραγῶν..."
"...Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ἐνῷ ἔκαμα τὸ πρώτον βῆμα, ἀκούω σφοδρὸν πλατάγισμα εἰς τὴν θάλασσαν, ὡς σώματος πίπτοντος εἰς τὸ κῦμα. Ὁ κρότος ἤρχετο δεξιόθεν, ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ἄντρου τοῦ κογχυλοστρώτου καὶ νυμφοστολίστου, ὅπου ἤξευρα, ὅτι ἐνίοτε κατήρχετο ἡ Μοσχούλα, ἡ ἀνεψιὰ τοῦ κὺρ Μόσχου, κ᾿ ἐλούετο εἰς τὴν θάλασσαν. Δὲν θὰ ἐρριψοκινδύνευᾳ νὰ ἔλθω τόσον σιμὰ εἰς τὰ σύνορά της, ἐγὼ ὁ σατυρίσκος τοῦ βουνοῦ, νὰ λουσθῶ, ἐὰν ἤξευρα ὅτι ἐσυνήθιζε νὰ λούεται καὶ τὴν νύκτα μὲ τὸ φῶς τῆς σελήνης. Ἐγνώριζα ὅτι τὸ πρωί, ἅμα τῇ ἀνατολῇ τοῦ ἥλιου, συνήθως ἐλούετο.
Ἔκαμα δυό-τρία βήματα χωρὶς τὸν ἐλάχιστον θόρυβον, ἀνερριχήθην εἰς τὰ ἄνω, ἔκυψα μὲ ἄκραν προφύλαξιν πρὸς τὸ μέρος τοῦ ἄντρου, καλυπτόμενος ὄπισθεν ἑνὸς σχοίνου καὶ σκεπόμενος ἀπὸ τὴν κορυφὴν τοῦ βράχου, καὶ εἶδα πράγματι ὅτι ἡ Μοσχούλα εἶχε πέσει ἀρτίως εἰς τὸ κῦμα γυμνή, κ᾿ ἐλούετο..."
"...Τὴν ἀνεγνώρισα πάραυτα εἰς τὸ φῶς τῆς σελήνης τὸ μελιχρόν, τὸ περιαργυροῦν ὅλην τὴν ἄπειρον ὀθόνην τοῦ γαληνιῶντος πελάγους, καὶ κάμνον νὰ χορεύουν φωσφορίζοντα τὰ κύματα. Εἶχε βυθισθῆ ἅπαξ καθὼς ἐρρίφθη εἰς τὴν θάλασσαν, εἶχε βρέξει τὴν κόμην της, ἀπὸ τοὺς βοστρύχους τῆς ὁποίας ὡς ποταμὸς ἀπὸ μαργαρίτας ἔρρεε τὸ νερόν, καὶ εἶχεν ἀναδύσει· ἔβλεπε κατὰ τύχην πρὸς τὸ μέρος ὅπου ἤμην ἐγώ, κ᾿ ἐκινεῖτο ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ προσπαίζουσα καὶ πλέουσα. Ἤξευρε καλῶς νὰ κολυμβᾷ..."
"...Ἦτον ἀπόλαυσις, ὄνειρον, θαῦμα. Εἶχεν ἀπομακρυνθῆ ὡς πέντε ὀργυιᾶς ἀπὸ τὸ ἄντρον, καὶ ἔπλεε, κ᾿ ἔβλεπε τώρα πρὸς ἀνατολᾶς, στρέφουσα τὰ νῶτα πρὸς τὸ μέρος μου. Ἔβλεπα τὴν ἀμαυρὰν καὶ ὅμως χρυσίζουσαν ἀμυδρῶς κόμην της, τὸν τράχηλόν της τὸν εὔγραμμον, τὰς λευκὰς ὡς γάλα ὠμοπλάτας, τοὺς βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεόμενα, μελιχρὰ καὶ ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς σελήνης. Διέβλεπα τὴν ὀσφύν της τὴν εὐλύγιστον, τὰ ἰσχία της, τὰς κνήμας, τοὺς πόδας της, μεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός, βαπτιζόμενα εἰς τὸ κῦμα. Ἐμάντευα τὸ στέρνον της, τοὺς κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τὰς ριπᾶς καὶ τῆς θαλάσσης τὸ θεῖον ἄρωμα. Ἦτο πνοή, ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον ἐπιπλέον εἰς τὸ κῦμα· ἦτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων...
Οὔτε μου ᾖλθε τότε ἡ ἰδέα ὅτι, ἂν ἐπάτουν ἐπάνω εἰς τὸν βράχον, ὄρθιος ἢ κυρτός, μὲ σκοπὸν νὰ φύγω, ἦτον σχεδὸν βέβαιον, ὅτι ἡ νέα δὲν θὰ μ ἔβλεπε, καὶ θὰ ἠμποροῦσᾳ ν᾿ ἀποχωρήσω ἐν τάξει. Ἐκείνη ἔβλεπε πρὸς ἀνατολᾶς, ἐγὼ εὑρισκόμην πρὸς δυσμᾶς ὄπισθέν της. Οὔτε ἡ σκιά μου δὲν θὰ τὴν ἐτάραττεν. Αὕτη, ἐπειδὴ ἡ σελήνη ἦτον εἰς τ᾿ ἀνατολικά, θὰ ἔπιπτε πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος, ὄπισθεν τοῦ βράχου μου, κ᾿ ἐντεῦθεν τοῦ ἄντρου.
Εἶχα μείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καὶ δὲν ἐσκεπτόμην πλέον τὰ ἐπίγεια..."
"...Ἐπὶ πόσον ἀκόμη θὰ τὸ ἐνθυμοῦμαι ἐκεῖνο τὸ ἁβρόν, τὸ ἁπαλὸν σῶμα τῆς ἁγνῆς κόρης, τὸ ὁποῖον ἠσθάνθην ποτὲ ἐπάνω μου ἐπ᾿ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ἄλλως ἀνωφελοῦς ζωῆς μου! Ἦτο ὄνειρον, πλάνη, γοητεία. Καὶ ὁπόσον διέφερεν ἀπὸ ὅλας τὰς ἰδιοτελεῖς περιπτύξεις, ἀπὸ ὅλας τὰς λυκοφιλίας καὶ τοὺς κυνέρωτας τοῦ κόσμου ἡ ἐκλεκτή, ἡ αἰθέριος ἐκείνη ἐπαφή! Δὲν ἦτο βάρος ἐκεῖνο, τὸ φορτίον τὸ εὐάγκαλον, ἀλλ᾿ ἦτο ἀνακούφισις καὶ ἀναψυχή. Ποτὲ δὲν ἠσθάνθην τὸν ἐαυτόν μου ἐλαφρότερον ἢ ἐφ᾿ ὅσον ἐβάσταζον τὸ βάρος ἐκεῖνο... Ἤμην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε νὰ συλλάβη μὲ τὰς χεῖρας του πρὸς στιγμὴν ἓν ὄνειρον, τὸ ἴδιον ὄνειρόν του...".
Βλ.
http://www.moraros.gr/dhm_mor/main.htm
http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=318:03-27-oneiro-sto-kyma-1900&catid=58:narration&Itemid=54
Οὔτε μου ᾖλθε τότε ἡ ἰδέα ὅτι, ἂν ἐπάτουν ἐπάνω εἰς τὸν βράχον, ὄρθιος ἢ κυρτός, μὲ σκοπὸν νὰ φύγω, ἦτον σχεδὸν βέβαιον, ὅτι ἡ νέα δὲν θὰ μ ἔβλεπε, καὶ θὰ ἠμποροῦσᾳ ν᾿ ἀποχωρήσω ἐν τάξει. Ἐκείνη ἔβλεπε πρὸς ἀνατολᾶς, ἐγὼ εὑρισκόμην πρὸς δυσμᾶς ὄπισθέν της. Οὔτε ἡ σκιά μου δὲν θὰ τὴν ἐτάραττεν. Αὕτη, ἐπειδὴ ἡ σελήνη ἦτον εἰς τ᾿ ἀνατολικά, θὰ ἔπιπτε πρὸς τὸ δυτικὸν μέρος, ὄπισθεν τοῦ βράχου μου, κ᾿ ἐντεῦθεν τοῦ ἄντρου.
Εἶχα μείνει χάσκων, ἐν ἐκστάσει, καὶ δὲν ἐσκεπτόμην πλέον τὰ ἐπίγεια..."
"...Ἐπὶ πόσον ἀκόμη θὰ τὸ ἐνθυμοῦμαι ἐκεῖνο τὸ ἁβρόν, τὸ ἁπαλὸν σῶμα τῆς ἁγνῆς κόρης, τὸ ὁποῖον ἠσθάνθην ποτὲ ἐπάνω μου ἐπ᾿ ὀλίγα λεπτὰ τῆς ἄλλως ἀνωφελοῦς ζωῆς μου! Ἦτο ὄνειρον, πλάνη, γοητεία. Καὶ ὁπόσον διέφερεν ἀπὸ ὅλας τὰς ἰδιοτελεῖς περιπτύξεις, ἀπὸ ὅλας τὰς λυκοφιλίας καὶ τοὺς κυνέρωτας τοῦ κόσμου ἡ ἐκλεκτή, ἡ αἰθέριος ἐκείνη ἐπαφή! Δὲν ἦτο βάρος ἐκεῖνο, τὸ φορτίον τὸ εὐάγκαλον, ἀλλ᾿ ἦτο ἀνακούφισις καὶ ἀναψυχή. Ποτὲ δὲν ἠσθάνθην τὸν ἐαυτόν μου ἐλαφρότερον ἢ ἐφ᾿ ὅσον ἐβάσταζον τὸ βάρος ἐκεῖνο... Ἤμην ὁ ἄνθρωπος, ὅστις κατώρθωσε νὰ συλλάβη μὲ τὰς χεῖρας του πρὸς στιγμὴν ἓν ὄνειρον, τὸ ἴδιον ὄνειρόν του...".
Βλ.
http://www.moraros.gr/dhm_mor/main.htm
http://www.papadiamantis.org/index.php?option=com_content&view=article&id=318:03-27-oneiro-sto-kyma-1900&catid=58:narration&Itemid=54
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου